Άτιτλο κεφάλαιο 3

3.

Όταν γύρισα στην πλατεία βρήκα τον μαυρούλη να είναι ξαπλωμένος στο παγκάκι με τα πράγματα μου.

<<Βολεύτηκες;>> ρώτησα και κάθισα δίπλα του. Πλέων είχε ξημερώσει για τα καλά. Μάζεψα τον υπνόσακο μου μέσα στον σάκο μου. Γέμισα το μπουκάλι μου με κρύο νερό από την βρύση δύο φόρες και το ήπια με μίας. Έπλυνα το στόμα μου με άφθονο νερό και μετά έπλυνα καλά το πρόσωπο μου. Καλημέρισα μερικούς ανθρώπους που περνούσαν από κοντά μου και συνέχισα τον δρόμο μου με την σάκα μου στην πλάτη για αρκετή ώρα. Είχα απομακρυνθεί αρκετά από την τελευταία γειτονιά. Ο μαυρούλης με ακολουθούσε.

<<Γύρνα πίσω>> συμβούλεψα τον σκύλο. <Δεν νομίζω να σου αρέσει έτσι όπως ζω>>.

Ο μαυρούλης συνέχισε να περπατάει λίγο χοροπηδητά δίπλα μου.

<<Σωστά>> του είπα. <<Μάλλον ο τρόπος ζωής μου δεν είναι και πολύ διαφορετικός από τον δικό σου. Σε εκείνη την γειτονιά όμως ο Μπάμπης θα σε ταΐζει κάθε βράδυ. Μαζί μου δεν θα έχεις αυτήν την πολυτέλεια>>.

Σταμάτησαν τα βήματα μου και έμεινα ακίνητος να σκέφτομαι. Είχα υποσχεθεί χθες στον Μπάμπη ότι την επόμενη μέρα θα είμαι εκεί για να μου μιλήσει αν θέλει. Και η Μαριάννα... ίσως όταν ξυπνούσε να με αναζητούσε. Θυμήθηκα την γυναίκα εκείνη, την γειτόνισσα της Μαριάννας, όταν της είδε αναίσθητη πάνω στην αγκαλιά μου αδιαφόρησε εντελώς.Και το αμάξι που βρομούσε και η Μαριάννα πίστευε πως μέσα υπάρχουν άνθρωποι που είναι φίλοι της. Ίσως να μην είναι ώρα να φύγω από αυτήν την γειτονιά.
<<Έλα μαυρούλη>> είπα στο σκυλάκι που είχε έξω την γλώσσα και ανάσαινε βαθιά. Οι άκρες του στόματος του ήταν ελαφρά τραβηγμένες προς τα πάνω και έμοιαζε σαν να χαμογελούσε.
<<Πάμε πάλι πίσω...>> έκανα μεταβολή και πήρα τον δρόμο για να γυρίσω στην γειτονιά της Μαριάννας. Με τραβούσε εκεί πίσω μια δύναμη που δεν αντιλαμβανόμουν ακριβώς τι ήταν.

Μόλις έφτασα, κάθισα στο ίδιο παγκάκι και έβγαλα την σάκα μου από τηνπλάτη.

Είδα την Μαριάννα να έρχεται προς το μέρος μου, φορούσε μια αθλητική φόρμα,παπούτσια αθλητικά και είχε δεμένα τα μαλλιά της με ένα λαστιχάκι. Στα χέρια κρατούσε δύο χάρτινα ποτήρια. Κάθισε στο παγκάκι και με καλησπέρισε.

<<Είναι για σένα>> μου έδωσε το ένα χάρτινο ποτήρι. <<Σου έχω στύψει μερικά πορτοκάλια. Λοιπόν... η σε είδα το βράδυ στο όνειρο μου, η σε έχω ταλαιπωρήσει αρκετά...>>.

<<Ευχαριστώ για τον χυμό>> της είπα και έφερα το ποτήρι στο στόμα μου.

<<Λοιπόν;>> με ρώτησε. <<Τι από τα δύο;>>.

<<Δεν βρίσκω τον λόγο να δεις μια φάτσα σαν και την δική μου στο όνειρο σου. Οπότε...μάλλον το δεύτερο...>>.

<<Συγνώμη>>μουρμούρισε. <<Αχ, τι βλακείες κάνω. Χίλια συγνώμη για την ταλαιπωρία>>.

<<Δεν πειράζει>> της είπα χαμογελώντας. <<Πιο πολύ για σένα με νοιάζει. Ήσουν αρκετά ζαλισμένη>>.

<<Σε άκουγα που μιλούσες με κάποιον... Ποιος ήταν;>>.

<<Ίσως να αναφέρεσαι στον μαυρούλη>>.

Κοιτάξαμε και οι δύο στον ζωηρό μικρό σκύλο. <<Του μιλούσα αρκετά όσο σε πήγαινα στην πολυκατοικία που μένεις>> της είπα.

<<Θυμάμαι θολά κάτι γαβγίσματα. Δεν νομίζω όμως να σου απαντούσε με γυναικεία φωνή...>>.

<<Α... Μάλλον θα λες που πέτυχα την γειτόνισσα σου>>.

<<Ωχ...>> έκανε δυσαρεστημένη. <<Μας είδε κάποια γειτόνισσα;>>.

<<Ναι>>.

<<Την έχω βάψει...>>.

<<Γιατί; Ήθελα να σε ρωτήσω κάτι σχετικά με αυτό. Όταν σε είδε να σε έχω αγκαλιά και να σε πηγαίνω σπίτι, αδιαφόρησε εντελώς. Θέλω να πω ότι είμαι άγνωστος. Δεν ρώτησε τίποτα για σ' ένα. Δεν την ένοιαξε ούτε καν που είσαι νεαρό κορίτσι και σε πήγαινα κάπου...>>.

<<Σιγά μην έμπαινε στον κόπο να ρωτήσει για μένα>> γέλασε άκεφα.

<<Γιατί να μην ρωτήσει για σένα;>>.

<<Δεν με συμπαθούν πολύ οι άνθρωποι ξέρεις... Σε αντίθεση δηλαδή με εσένα. Στην γειτονιά αυτή έχω άσχημο όνομα. Ειδικά στην πολυκατοικία που μένω, οι φήμες για μένα οργιάζουν. Με αυτό που είδαν απλά θα βρουν πάτημα να λένε κι' άλλα. Είναι η αγαπημένη τους συνήθεια να με κουτσομπολεύουν...>>.

<<Κατάλαβα>> μουρμούρισα και χαμήλωσα το κεφάλι. Η Μαριάννα ήταν ένα, βαθιά, παρεξηγημένο κορίτσι. Κανείς δεν καταλαβαίνει τι κρύβεται πίσω από αυτό το όμορφο πρόσωπο και κάτω από το καλλίγραμμο κορμί της. Η ψυχή της Μαριάννας ήταν όμορφη και αγνή. Άθελα μου την λυπήθηκα.Ξαφνικά μου θύμισε ένα μικρό, βρεγμένο από την βροχή, γατάκι που έψαχνε να μπει σε ένα σπίτι για να στεγνώσει. Ήπια από τον χυμό που μου είχε φέρει.

<<Δεν με πειράζει>>μου είπε όταν είδε το ύφος μου. <<Αλήθεια, δεν με νοιάζει ότι και αν λένε>>.

<<Και πολύ καλά κάνεις>> της απάντησε. Ήπια όλο τον χυμό και η Μαριάννα μου έκανε παρέα πεινώντας από το δικό της ποτήρι που μάλλον είχε καφέ.

<<Πρέπει να φύγω>> μου είπε μόλις τελείωσε. <<Έχω να πάω στην δουλειά μου>>.

<<Εντάξει>> της είπα. <<Τα λέμε>>.

'Έφυγε, και ο μαυρούλη ςτην ακολούθησε για λίγο πριν ξανά γυρίσει πίσω σε εμένα.
<<Άλλη μια μπερδεμένη αλλά καλή ψυχή μαυρούλη>> είπα στον σκύλο. Μετά από κάποια ώρα η Μαριάννα βγήκε από την πολυκατοικία, με ρούχα πιο καλά από τις φόρμες που φορούσε πριν, με χαιρέτισε από μακριά και έφυγε. Ακούστηκαν αργά, βαριά βήματα. Γύρισα και είδα έναν μεσήλικα να έρχεται αργά προς το μέρος μου. Κάθισε δίπλα μου, στο παγκάκι και με κοίταξε με μισόκλειστα, από τον ήλιο, μάτια. <<Έχουμε κάτι κοινό εμείς οι δύο παλικάρι μου>> μου είπε. <<Και δυστυχώς δεν είναι η ηλικία. Πόσο χρόνων είσαι;>>.

<<Τριάντα οχτώ>> του απάντησα.

<<Τα μάτια σου φαίνονται σοφότερα από την ηλικία σου>> μου είπε ο άντρας. Ίσως να έφταιγαν αυτά που έχουν δει αυτά τα μάτια. Δεν νομίζω να είναι το ίδιο με το να έμενα σε σπίτι.
<<Το κοινό μας είναι ότι... ούτε εγώ έχω σπίτι παλικάρι μου>> μου είπε και κοίταξε κάτω.
<<Εσύ δεν έχεις από επιλογή σου... Μην σου πω ότι εσύ ακόμα και έτσι όπως ζεις, έχεις πιο πολύ σπίτι από εμένα. Εδώ που είσαι νιώθεις άνετα. Εγώ ούτε μια στιγμή δεν μπορώ να νιώσω άνετα εκεί μέσα. Εκείνη η στρίγκλα όλο με βρίζει>>.

<<Η στρίγκλα;>> τον ρώτησα. <<Η νύφη μου>>μου εξήγησε. <<Η γυναίκα που παντρεύτηκε ο γιος μου. Όλη μέρα μαλώνουμε και ο γιος μου έχει βαρεθεί να μας ακούει. Φεύγει από το σπίτι με τις ώρες.Πάνε έξι χρόνια παντρεμένοι και ακόμα εγγόνι δεν έχω δει. Την λέω και εγώ ''στείρα''για να μάθει. Κλείνεται εκείνη στην κρεβατοκάμαρα της και κλαίει, γιατί η αλήθεια είναι ότι θέλει παιδί και όσο καθυστερεί, τόσο στεναχωριέται εκείνη.Και όσο στεναχωριέται, τόσο πιο πολύ απομακρύνεται ο γιος μου από κοντά της.Και μετά εκείνη ξεσπάει πάνω μου. Την ενοχλεί ότι κάνω. Όλο γκρινιάζει και έχει κατεβασμένα μούτρα, και μουρμουρίζει... Της απαντάω και εγώ και γίνετε το σώσε εκεί μέσα...>>.

<<Κατάλαβα...>> του είπα. <<Μπορείς να κάνεις κάτι σε παρακαλώ;>>.

<<Αρκεί να μην χρειαστεί να σηκωθώ>> απάντησε ο γέρος τρίβοντας τα πονεμένα γόνατα του.

<<Δεν θα χρειαστεί>> του χαμογέλασα εγώ. <<Κάτσε και πες μου
τι κάνεις εσύ και την εκνευρίζεις τόσο πολύ>>.

<<Επειδή εκείνη...>> άρχισε με φόρα εκείνος.

<<Άσε τι κάνει εκείνη...>> τον διέκοψα. <<Ας ξεχάσουμε τι κάνει εκείνη για λίγο. Πες μου εσύ τι κάνεις...>>.

<<Λοιπόν>> μουρμούρισε και άρχισε να σκέφτεται.<<Έχουμε πόλεμο μέσα στο σπίτι... Και ως γνωστόν στον πόλεμο όλα επιτρέπονται. Κάνω κύριος πράγματα που ξέρω ότι την εκνευρίζουν. Ρεύομαι δυνατά συνήθως όταν εκείνη προσπαθεί να φάει. Δεν είμαι περήφανος γι' αυτό που έκανα αλλά μια μέρα που με νευρίασε πολύ πήγα και... ούρησα εκεί ακριβώς που  καθάρισε. Της λέω πόσο χάλια είναι το φαγητό που φτιάχνει,και...>>.

<<Φτάνει, φτάνει...>> τον διέκοψα, γιατί είχα αρχίσει να την λυπάμαι την καημένη την κοπέλα.

<<Τα κάνω μόνο επειδή με μισεί!>> υποστήριξε τον εαυτό του ο γέρος.
<<Αν δεν με μισούσε δεν θα τα έκανα>>.

<<Αν δεν τα έκανες αυτά δεν θα είχε κανέναν λόγο να σε μισεί>> του είπα. <<Και πραγματικά δεν πιστεύω ότι σε μισεί. Παραπονιέσαι ότι δεν κάνει παιδιά και της το χτυπάς με κάθε ευκαιρία. Πώς θα κάνει παιδί αν την κάνεις όλη μέρα να στεναχωριέται και να κλαίει; Μετά ο γιος σου δεν την αντέχει και δεν την πλησιάζει. Εσύ είπες ότι φεύγει ώρες από το σπίτι. Τα παιδιά δεν γίνονται έτσι ξέρεις...>>.

Έμεινε να με κοιτάει άφωνος και σκεπτικός. <<Γιατί δεν σταματάς να την βασανίζεις για να δούμε τι θα γίνει;>> του πρότεινα.

<<Να σταματήσει εκείνη πρώτα>> πείσμωσε.

<<Απλά κάνε μια δοκιμή...>> επέμενα εγώ. <<Απλά σταμάτα να της κάνεις την ζωή δύσκολή και μπορεί από το αποτέλεσμα να εκπλαγείς>>.

<<Ίσως μπορώ να δοκιμάσω>> μουρμούρισε εκείνος σκεπτικός. <<Γιατί όμως παίρνεις το μέρος της; Αν ερχόταν εκείνη εδώ σήμερα αντί για μένα θα με αποκαλούσε''σκατόγερο''>>.

<<Και εγώ θα της έλεγα ακριβώς το ίδιο: Θα την ρωτούσα τι κάνει εκείνη και σε στεναχωρεί. Θα μου έλεγε για τον εαυτό της ότι ήθελες να πεις εσύ για εκείνη και θα της έδινα την ίδια συμβουλή. Να σταματήσει να σε στεναχωρεί για να δούμε τι θα γίνει...>>.

<<Αυτό φαίνεται δίκαιο>>μου είπε.

<<Είναι>> του απάντησα.<<Ποτέ μην βλέπεις μονόπλευρα τα πράγματα. Δες και από την οπτική γωνία της νύφης σου. Η όποιος είναι απέναντι σου και είστε σε αντιπαράθεση>>.

<<Μικρέ>> μου είπε και μου φάνηκε περίεργο που με αποκάλεσε έτσι. Κάθε άλλο παρά μικρός ένιωθα. Αυτόν τον έβλεπα τουλάχιστον συνομήλικο μου. Υποθέτω εκείνος με έβλεπε πολύ νέο. <<Δεν μπορείς να κάνεις αυτό το γέρικο μυαλό...>> έδειξε με τον δίκτυ του τον κρόταφο του, <<να σκεφτεί διαφορετικά από' τι έχει μάθει τόσα χρόνια. Όμως θα δοκιμάσω αυτό που μου είπες. Δεν υπόσχομαι θαύματα, απλά θα προσπαθήσω για λίγο να είμαι φρόνιμος. Ίσως έτσι καταφέρω επιτέλους να δω κανένα εγγόνι>>.

Σηκώθηκε από δίπλα μου αργά.<<Θα τα πούμε>> μου είπε. <<Αν είσαι εδώ αργότερα θα σου φέρω λίγο φαγητό. Βέβαια είναι απαίσιο αλλά νομίζω ότι θα είναι καλύτερο από τον αέρα τον κοπανιστό που τρως>>.

<<Γιατί είναι απαίσιο το φαγητό;>> τον ρώτησα.

<<Αυτή δεν ξέρει να μαγειρεύει. Τα κάνει όλα άνοστα. Δεν βάζει καθόλου αλάτι,πουθενά>>.

<<Γιατί δεν βάζει αλάτι; Ποιος δεν μπορεί να φάει; Η ίδια η ο γιος σου;>>.

<<Και οι δύο μπορούνε να φάνε>>μουρμούρισε με κατεβασμένα τα μούτρα ο γέρος. <<Μόνο εγώ δεν μπορώ να φάω. Μετά από κάποια ηλικία στα απαγορεύουν όλα σιγά, σιγά. Και τίποτα να μην έχεις το κάνουν προληπτικά...>>.
Τον κοίταξα με νόημα. Ίσως τώρα να καταλάβει ότι ο λόγος που η νύφη του μαγειρεύει απαίσια είναι αυτός.

<<Α...>> έκανε πιάνοντας αυτό που ήθελα να καταλάβει. <<Είσαι έξυπνος>> μου αναγνώρισε.<<Λοιπόν, θα σε δω αργότερα>>.

<<Γεια>>.
Απομακρύνθηκε με αργά βήματα, στηριζόμενος στο μπαστούνι του σέρνοντας τεμπέλικα τα πόδια του. Είμαι σίγουρος ότι αυτός ο άνθρωπος θα εκπλαγεί όταν καταλάβει ότι για τα περισσότερα ενοχλητικά πράγματα που κάνει η νύφη του φταίει ο ίδιος. Και αντίστοιχα, ισχύει αυτό και για την κοπέλα. Τα περισσότερα που κάνει αυτός ο γέρος και την ενοχλούν, φταίει η ίδια. Είναι μια αλυσίδα που αποτελείτε από ''εσύ φταις''. Ίσως τελικά να υπάρχει ελπίδα να δει εγγονάκι, αν κατάλαβε κάτι από αυτά που του είπα και σπάσει αυτή την αλυσίδα. Από το μαγαζί πιο πέρα βγήκε ο Μπάμπης και με κοίταξε. Μπήκε πάλι μέσα και ξανά βγήκε μετά από λίγο με ένα ταπεράκι στα χέρια του. Με πλησίασε και με χαιρέτησε πριν καθίσει δίπλα μου. Μου πρόσφερε το τάπερ.
<<Είναι σπιτικό φαγητό>> μου είπε. <<Μπορεί να μη θέλεις να φας σάντουιτς όμως δεν θα πεις όχι σε λίγο σπιτικό φαγητό>>.

<<Ευχαριστώ>> του απάντησα. <<Δεν θα πω όχι σε λίγο σπιτικό φαγητό>>.

<<Εδώ την έβγαλες την νύχτα;>>. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι.

<<Δεν είναι τόσο χάλια όσο φαίνεται ξέρεις>>.

<<Μια χαρά είσαι εδώ... Αφού μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος και χωρίς τύψεις>>.

<<Εσύ γιατί έχεις τύψεις;>> τον ρώτησα. <<Τι έχεις κάνει;>>.

<<Είναι μεγάλη ιστορία...>> μου είπε.

<<Λοιπόν... απ΄όσο ξέρεις δεν έχω πρόβλημα με την ώρα. Άμα θέλεις μπορείς να μου πεις>>.

<<Η αλήθεια είναι ότι θέλω να πω μερικά πράγματα που δεν τολμάω να τα πω πουθενά>> είπε εκείνος.

<<Αν έχεις ανάγκη να μιλήσεις, μπορείς να το κάνεις τώρα>>του είπα. Ο Μπάμπης το σκέφτηκε.

Ξεροκατάπιε και άρχισε. <<Όλα ξεκίνησαν όταν ήμουν μικρός. Τότε ήμουν παιδί δέκα χρονών. Κάθε μέρα πήγαινα σχολείο... Ώσπου μια μέρα ήρθε μια καινούργια μαθήτρια στο σχολείο μου. Ένα κοριτσάκι που ήταν ένα χρόνο μικρότερη. Ήταν σε μικρότερη τάξη και πήγαινε στο διπλανό τμήμα. Ήταν πολύ όμορφη. Είχε ξανθά, φυσικά μαλλιά, γαλάζια μάτια και φορούσε γυαλιά. Μόλις την είδα, την έβαλα στο μάτι με έναν τρόπο που για να είμαι ειλικρινής, πρέπει να ομολογήσω ότι ακόμα δεν το καταλαβαίνω ακόμα και σήμερα. Όπως σου έλεγα, το έβαλα στο μάτι το κοριτσάκι αυτό. Όταν σχολάσαμε την περίμενα έξω από το σχολείο.Εκείνη βγήκε με κάτι κορίτσια, συμμαθήτριες της. Μιλούσαν και περπατούσαν απορροφημένες.Δεν μου είχε αρέσει αυτό καθόλου. Το κοριτσάκι είχε αρχίσει να κάνει φίλες.Αμέσως θύμωσα και τις πλησίασα με φόρα. Χωρίς να ντρέπομαι είπα στο ξανθό κορίτσι να μου επιτρέψει να την πάω σπίτι της. Εκείνη μου χαμογέλασε και είπε με τα γλυκά χείλι της, που έμοιαζαν με μισοφέγγαρο, ''εντάξει''. Είπε στις φίλες της ότι θα της έβλεπε την επόμενη μέρα και έφυγε μαζί μου. Την πήγα μέχρι το σπίτι της. Καθώς περπατούσαμε έμαθα για εκείνη πως μόλις είχε μετακομίσει με την οικογένεια της σε αυτήν την γειτονιά και ότι την έλεγαν Ξένια. Την άφησα στο σπίτι της, όμως η ''ευγένεια'' δεν σταμάτησε εκεί. Πήγα την επόμενη μέρα το πρωί και την πήρα από το σπίτι της για να την πάω στο σχολείο. Δεν το βρήκε αυτό κακό, ούτε περίεργο και με ακολούθησε με χαρά. Στο σχόλασμα ήμουν πάλι εκεί για να την πάω σπίτι της. Ήρθε και με χαιρέτησε χαρούμενη. Ξεκινήσαμε,όμως δεν ήθελα να την πάω σπίτι της και να την αφήσω. Ήθελα να περάσω κι' άλλο χρόνο μαζί της. Δεν μπορούσα να περιμένω την επόμενη μέρα για να την δω. Εκεί λοιπόν που περπατούσαμε είδα ένα λεωφορείο να σταματάει στην στάση.
<<Έλα>> της είπα και την τράβηξα από το χέρι.
<<Τι κάνεις; Πρέπει να πάω σπίτι μου! Οι γονείς μου θα με περιμένουν>> μου είπε εκείνη, όμως εγώ την ανάγκασα να ανέβει στο λεωφορείο, για να περάσω κι' άλλο χρόνο μαζί της.
<<Δεν ξέρουμε καν που πάει αυτό το λεωφορείο! Είσαι τρελός;>> ρώτησε εκείνη θυμωμένη.
<<Θα περάσουμε ωραία!>> της είπα εγώ.
<<Χαζός τελείως είσαι μου φαίνεται. Οι γονείς μου ξέρουν ότι θα πάω σπίτι αμέσως μετά από το σχολείο! Και αυτό θα έπρεπε να κάνω>> μου απάντησε εκείνη.
Με παρακαλούσε να την γυρίσω πίσω επειδή θα ανησυχούσαν οι γονείς της. Κατεβήκαμε από το λεωφορείο μετά από μία ώρα. Είχαμε κατέβει σε ένα εντελώς άγνωστο δρόμο για εμάς. Εκείνη άρχισε να κλαίει από την στεναχώρια της. Φοβόταν επειδή δεν ήξερε που βρισκόταν.
<<Μπορώ να σου τσιμπήσω τα μαγουλάκια;>> την ρώτησα εγώ.
<<Όχι! Θέλω να πάω σπίτι μου>> μου είπε.
<<Αν δεν με αφήσεις να σου τσιμπήσω τα μάγουλα, θα σε αφήσω εδώ και θα φύγω>> της είπε εγώ. Εκείνη φοβήθηκε να μείνει μόνη της σε μια άγνωστη γειτονιά και έτσι είπε ''εντάξει'' με κατεβασμένα μούτρα. Την τσίμπησα, απαλά και την φίλησα στα μάγουλα. Μετά την πήγα σπίτι της. Την επόμενη μέρα μου είπε ότι οι γονείς της την έβαλαν τιμωρία επειδή δεν είχε γυρίσει μετά από το σχολείο στο σπίτι. Η μαμά της και ο μπαμπάς της ανησύχησαν για εκείνη πάρα πολύ, γιατί είχε αργήσει ώρες να γυρίσει πίσω. Μόλις εκείνη επέστρεψαν στην αρχή την χιλιοφίλησαν, μετά της έβαλαν τις φωνές και μετά την ξανά φίλησαν. Και στο τέλος την έβαλαν τιμωρία.
<<Δεν θέλω να σου ξανά κάνω παρέα>> μου είπε τελικά. <<Δεν θέλω να είμαι φίλη σου>>.
Εγώ στεναχωρήθηκα πάρα πολύ. Την ανάγκασα να μου κάνει παρέα. Εξαιτίας μου δεν έχει καμιά φίλη και την ανάγκαζα να είναι κάθε μέρα μαζί μου. Το πρωί πήγαινα σπίτι της για να την πάρω, μετά το σχολείο την πήγαινα εγώ πάλη στο σπίτι. Στα διαλείμματα ήμουν πάντα μαζί της και έδιωχνα τα παιδιά που ήθελαν να της κάνουν παρέα. Εγώ την λάτρευα και εκείνη δεν ένιωθε καθόλου έτσι. Είχα γίνει ο εφιάλτης της. Η παρέα μου για εκείνη ήταν βασανιστήριο. Ήταν μικρό κορίτσι. Την τρόμαζα έτσι που έκανα. Δεν είχε καμιά φίλη εξαιτίας μου. Μια μέρα έλειπαν οι γονείς μου από το σπίτι και την πήγα ως εκεί με το ζόρι, μετά το σχολείο.
<<Γιατί με έφερες εδώ;>> με ρώτησε. <<Θα με βάλουν πάλι τιμωρία οι γονείς μου αν αργήσω να γυρίσω>>. Αλλά εγώ την κράτησα στο σπίτι μου, μέχρι την στιγμή που ήρθαν οι γονείς μου. Μόλις μπήκαν μέσα οι γονείς μου, η Ξένια βγήκε από την πόρτα τρέχοντας.
<<Έφερες βλέπω μια φίλη σου...>> είπε η μητέρα μου, όμως το κορίτσι έχει ήδη είχε φύγει τρέχοντας.
<<Τι έπαθε;>> με ρώτησε ο πατέρας μου.
<<Βιαζόταν για να πάει σπίτι>> απάντησα εγώ.
Αυτό συνεχίστηκε για ακόμα πέντε χρόνια, μέχρι τα δεκατρία της. Κάθε μέρα της έκανα παρέα και την ανάγκαζα στην ουσία να είμαστε φίλοι. Η μικρή πήγε λύκειο σε άλλο σχολείο από' τι εγώ και βέβαια δεν ήθελε ούτε καν να με δει όπως ήταν φυσικό.Χάρηκε πάρα πολύ που θα με ξεφορτωνόταν. Εγώ καμία φορά πήγαινε έξω από το λύκειο και την κοιτούσα από μακριά. Είχε ομορφύνει και είχε μεγαλώσει. Είχε κάνει πολλές φίλες και δεν φοβόταν τώρα πια. Της άξιζε να είναι ευτυχισμένη.Απλά, ένιωθα απαίσια που δεν είχα καταφέρει ποτέ εγώ να την κάνω ευτυχισμένη. Από τότε, ποτέ δεν ξανά πήγα να την δω ούτε από μακριά. Δεν είχα καταφέρει ούτε την συμπάθεια της να κερδίσω. Είχε απόλυτο δίκιο η Ξένια. Την τρόμαζα με το να με βρίσκει πάντα μπροστά της, και όλα τα άλλα που έκανα και έτσι την άφησα στην ησυχία της>>.
Ο Μπάμπης σταμάτησε να μιλάει και με κοίταξε σκεπτικός και με βλέμμα που έδειχνε ότι περίμενε πως θα τον κατηγορήσω κι' εγώ για την συμπεριφορά του.

<<Με βρίσκεις μαλακά, έτσι;>> με ρώτησε ο Μπάμπης.

<<Δεν θα το έλεγα έτσι>>απάντησε. <<Οι περισσότεροι άνθρωποι σε μικρή ηλικία έχουν κάνει κάτι παρόμοιο η έχουν βασανίσει, είτε το θέλουν, είτε όχι, ένα άλλο παιδί>>.

<<Το έχεις κάνει κι' εσύ αυτό;>> με ρώτησε.

<<Μπορεί να έχω κάνει και χειρότερα>> του απάντησα ειλικρινά. <<Πολύ χειρότερα από αυτό>>.

Ο Μπάμπης χαμογέλασε μελαγχολικά και πήρε μια ανάσα. Γύρισε και κοίταξε το σαντουιτσάδικο που δούλευε. Είχε πέσει λίγη δουλειά. <<Θα σου συνεχίσω άλλο φορά Αχιλλέα>> μου είπε και σηκώθηκε από το παγκάκι.
<<Εντάξει>> του είπα. <<Να ξέρεις. Εδώ θα είμαι. Στην διάθεση σου αν θέλεις να μου μιλήσεις ξανά>>.

<<Ναι, ευχαριστώ. Να ξέρεις. Μέσα στο τάπερ έχει και πιρούνι. Καλή όρεξη>>. Ο Μπάμπης επέστρεψε στην δουλεία του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top