Άτιτλο κεφάλαιο 15
15.
Η Μαριάννα κρατούσε στην αγκαλιά της το κοριτσάκι της και δίπλα της κάθισε ο Μπάμπης. Έδωσε λίγη σοκολάτα και σε εκείνον και εκείνος την έφαγε. Ο μαυρούλης ήταν ξαπλωμένος κοντά στα πόδια τους και είχε ακουμπισμένο το κεφάλι του πάνω στα πόδια του. Κάτι μύρισε στον αέρα και η μύτη του έκανε μια απειροελάχιστη κίνηση, αριστερά, δεξιά. Σήκωσε το κεφάλι του και μύρωσε τον αέρα. Άνοιξε το στόμα του και άφησε ένα γάβγισμα που ξάφνιασε το μικρό κοριτσάκι.
<<Τι έπαθες εσύ;>> τον ρώτησε η Μαριάννα. <<Εσύ συνήθως είσαι ήσυχος. Ιδικά από τότε που έφυγε ο Αχιλλέας, σπάνια σε έχω ακούσει να γαβγίζεις>>.
Ο μαυρούλης σηκώθηκε από κάτω και μύρισε πιο έντονα τον αέρα γύρο τους. Άνοιξε το στόμα και άρχισε να γαβγίζει δυνατά. Μύριζε σαν τρελός. Και ξαφνικά, κοίταξε πιο πέρα και άρχισε να τρέχει κατά κει. Σηκώθηκαν όλοι από το παγκάκι και είδαν προς τα εκεί που έτρεχε ο σκύλος. Η καρδιά της Μαριάννας σταμάτησε. Με είδαν που έφευγα μακριά τους. Ο σκύλος ήδη έτρεχε κατά πάνω μου. Πήγε μπροστά μου και κάθισε στα πισινά του πόδια. Κούνησε την ούρα του αριστερά, δεξιά και τον κοιτούσα χωρίς να ξέρω τι να πω. Σαν να έπρεπε να δώσω λογαριασμό στον σκύλο για το που πήγαινα. Ο Μπάμπης έτρεξε προς το μέρος μου και η Μαριάννα έπιασε από το χέρι το κοριτσάκι της και πλησίασε και εκείνη με την καρδιά της να βροντοχτυπάει μέσα στα στήθια της. Ο Μπάμπης με πρόλαβε και στάθηκε μπροστά μου. Με άρπαξε και με αγκάλιασε σφιχτά.
<<Δεν το πιστεύω ότι σε ξανά βλέπω!>> γέλασε.
Εγώ όμως δεν μπορούσα να χαμογελάσω. Προσπάθησα με όλες του τις δυνάμεις να χαμογελάσω στον παλιό μου φίλο, που είχε κάνει μάνα την γυναίκα που ο ίδιος αγαπούσα. Δεν μπορούσα να κατηγορήσω τον Μπάμπη για τίποτα. Δεν είχε ιδέα για αυτό που γινόταν ανάμεσα σε εμένα και την Μαριάννα. Ενώ η γυναίκα με πλησίαζε με σταθερά, μικρά βήματα, αισθάνθηκε ότι δεν μπορούσε να περπατήσει άλλο και σταμάτησε.
<<Μαμά, είσαι καλά;>> ρώτησε το κοριτσάκι.
Η Μαριάννα έγνεψε καταφατικά αλλά δεν έκανε κίνηση για να με πλησιάσει.
Έριξα μια ματιά στην μάνα με το παιδί.
<<Τα συγχαρητήρια μου>> είπα στον Μπάμπη. <<Για την οικογένεια που έχτισες σου εύχομαι τα καλύτερα. Να σας ζήσει και το παιδάκι>>.
<<Να είσαι καλά>> είπε ο Μπάμπης. <<Αν ήσουν εδώ θα σου έλεγα να γίνεις και κουμπάρος μου, και νονός του παιδιού αλλά... εσύ έφυγες>>.
<<Ναι>> ψιθύρισα. <<Έφυγα και ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Έχω κάνει τεράστια λάθη. Πάρα πολλά τεράστια λάθη, μα αυτό ήταν και το πιο μεγάλο>>.
Ο Μπάμπης κοίταξε και εκείνος την Μαριάννα και το παιδί που δεν έλεγαν να πλησιάσουν.
<<Αγαπώ πολύ την γυναίκα μου και το παιδί μου>> είπε ο Μπάμπης. <<Ευχαριστώ κάθε μέρα τον Θεό γι' αυτά τα δώρα>>.
<<Και να συνεχίσεις να το κάνεις>> του απάντησα με κόμπο στην φωνή.
<<Οπότε δεν θα με παρεξηγήσεις που έχω να σε δω τόσα χρόνια και πρέπει να φύγω από τώρα, έτσι; Πρέπει να πάω στην γυναίκα μου>>.
<<Ναι... Ναι. Να πας στην γυναίκα σου και στο παιδί σου>> απάντησα .
Ο Μπάμπης με αγκάλιασε σφιχτά και μετά απομακρύνθηκε από κοντά μου. Πλησίασε την Μαριάννα με τον παιδί και κάτι της είπε. Χαμήλωσε το κεφάλι. Ο Μπάμπης και η Μαριάννα συνέχισαν να μιλάνε.
Έκανα μεταβολή και πήγα να φύγω. <<Αχιλλέα...>> βρήκε ξεψυχισμένο από τα χείλι της Μαριάννας και γύρισα να την κοιτάξω.
Η γυναίκα με πλησίασε με το κοριτσάκι της στο πλάι της.
<<Εγώ φεύγω. Να σας αφήσω και να τα πείτε. Με περιμένει και στο σπίτι η Ξένια>> είπε ο Μπάμπης. <<Είναι στις μέρες της να γεννήσει και δεν θέλω να την αφήνω πολύ μόνη της>>.
<<Νονέ, θα παίζω με το παιδάκι όταν γεννηθεί;>> ρώτησε η μικρή τον Μπάμπη.
<<Στην αρχή όχι μάτια μου, γιατί το μωρό θα είναι μικρό και ευαίσθητο. Όταν θα μεγαλώσει λίγο. Λοιπόν, αυτήν την στιγμή εγώ περισσεύω. Σας αφήνω μόνους να μιλήσετε. Άλλωστε έχετε τόσο πολλά να πείτε>>.
Έμεινα άφωνος και μπερδεμένος. Ο Μπάμπης απομακρύνθηκε από την παρέα μας και έμεινα μόνος η Μαριάννα με το παιδί αντίκρυ μου.
<<Να σου συστήσω την κόρη μ... μου. Από' δω η Αγνή>> είπε η Μαριάννα με φωνή που έτρεμε. <<Είναι τεσσάρων χρονών>>.
Τα μάτια μου είχαν πλημμυρίσει από το πρόσωπο της μικρής. Είχε χαρακτηρίστηκα της Μαριάννας αλλά και δικά μου... Είχε δώσει στην κόρη μας το όνομα της πρώτης μου γυναίκας που είχε πεθάνει τόσο άδικα...
<<Γύρισες...>> ψιθύρισε εκείνη.
<<Ναι. Γύρισα>> της απάντησα. <<Σου είχα δώσει μια υπόσχεση κάποτε. Σου είχα πει ότι όποτε καταλάβω τι είναι αυτό που ψάχνω θα έρθω να στο πω>>.
Η κοπέλα δεν μίλησε. <<Το βρήκα αυτό που έψαχνα. Αυτό που χρειαζόμουν και με χρειαζόταν και εκείνο. Τι ήταν προορισμένο για μένα. Πιο ήταν το μέλλον μου. Ήσουν εσύ Μαριάννα. Εσένα έψαχνα. Εσύ ήσουν ο σκοπός μου...>>.
Και όντως, έτσι ήταν. Εκείνη μου άνηκε και εγώ άνηκα σε αυτήν την γυναίκα και το παιδί μας. Είχα κάνει λάθος. Υπήρχε απόδειξη ότι κάποτε υπήρξαμε αγκαλιά. Η απόδειξη ήταν αυτό το παιδί.
Μετά από λίγα χρόνια.
Μια νεαρή κοπέλα βρίσκεται στην γειτονιά και ρωτούσε τους περαστικούς για έναν Αχιλλέα. Ενδιαφερόταν για να μάθει για εκείνον και ρωτούσε που μπορεί να τον βρει. Απάντηση δεν της έδωσε κανένας, εφόσον η κοπέλα δεν ήξερε ούτε επίθετο. Πλησίασε έναν τελευταίο περαστικό.
<<Μήπως γνωρίζεται που θα βγω τον Αχιλλέα;>> τον ρώτησε.
<<Ποιόν Αχιλλέα;>> την ρώτησε εκείνος.
<<Το μόνο που ξέρω είναι ότι μένει σε αυτήν την γειτονιά>> του απάντησε η νεαρή κοπέλα.
Ο περαστικός σήκωσε το χέρι του και με έδειξε που περίμενα με υπομονή λίγο πιο πέρα.
<<Ίσως να λες για εκείνον. Είναι ο μόνος με αυτό το όνομα που γνωρίζω από αυτήν την γειτονιά>>.
Η κοπέλα τον ευχαρίστησε και με πλησίασε.
<<Χαίρεται...>> μου είπε εκείνη.
Την κοίταξα με ευγενική περιέργεια.
<<Είμαι δημοσιογράφος. Δουλεύω στην τοπική εφημερίδα και ήθελα να σας μιλήσω. Η ιστορία σας έχει γίνει γνωστή αλλά δεν ξέρω αν είναι σωστή η διαστρεβλωμένη. Θα ήθελα να μου δώσετε την άδεια να την γράψω σε βιβλίο για να την διαβάσει ο κόσμος. Θα ήθελα να μάθω για εσάς και την ιστορία σας>>.
Άνοιξα το στόμα μου και το πρόσωπο ένιωθα μια γαλήνια έκφραση.
<<Τι θέλεις να μάθεις για μένα;>> την ρώτησα. <<Και τι ενδιαφέρων έχει η ιστορία μου;>>.
<<Μπορεί να δώσει ελπίδα σε κάποιους ανθρώπους, και θάρρος>> μου είπε η κοπέλα.
<<Το μόνο που έχω να πω>> της απάντησα. <<Είναι ότι ήμουν ψυχικά νεκρός και ο Θεός μου ξανά χάρισε την ζωή>>.
Η κοπέλα έμεινε να με κοιτάει άφωνη.
<<Να την η ζωή μου. Να η δική μου λυτρώσει...>> σήκωσα το χέρι μου και έδειξα πιο πέρα.
Μόλις είχε βγει από την πολυκατοικία μια όμορφη γυναίκα με σγουρά μαλλιά, φουσκωμένη κοιλιά και δίπλα της περπατούσε ένα μαύρο σκυλάκι. Την κρατούσε από το χέρι η κόρη μας που τώρα ήταν οχτώ χρονών. Η Μαριάννα ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί μας. Είχαμε παντρευτεί σε ένα εξωκλήσι και οι μόνοι που ήταν παρόντες στον γάμο ήταν οι κουμπάροι μας. Ο Μπάμπης και η Ξένια που κρατούσε αγκαλιά τον μικρό τους γιό που ήταν τότε, στον γάμο δύο μηνών. Παρανυφάκι ήταν η κόρη μας, Αγνή .
Καθώς η Μαριάννα μας πλησίαζε με την κόρη μας στο χέρι λάμποντας από ευτυχία, ψιθύρισα στον εαυτό μου. <<Να τη η ζωή μου. Να τη η δική μου λύτρωση...>>.
Τέλος.
~Αυτό το βιβλίο έφτασε στο τέλος του. Ευχαριστώ όλους όσους το διάβασαν έως εδώ. Ελπίζω να σας κράτησε καλή συντροφιά. Εύχομαι να λάβω μηνύματα με την γνώμη σας γι΄αυτό το βιβλίο αλλά και τα υπόλοιπα που επίσης αγαπώ πολύ~.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top