Άτιτλο κεφάλαιο 14

14.

Πόσος καιρός πέρασε... ο ανθρώπινος νους μου δεν τον πιάνει. Πόσα χιλιόμετρα περπάτησα; Πόσο δρόμο έκανα; Πόσους ανθρώπους γνώρισα; Αμέτρητα μίλια διάνυσα. Δεν ήθελα να μετρήσω τα χρόνια. Δεν ήθελα να μετρήσω τον χρόνο που πέρασα μαζί της χωριστά. Ήθελα μόνο να την δω. Μόνο να την αγγίξω. Μόνο να της πω ότι ήταν λάθος που την άφησα. Λάθος ήταν που εκείνο το χάραμα την άφησα μοναχή της, πιστεύοντας ότι κάνω το σωστό. Τα μάτια μου βούρκωσαν μόλις αντίκρισα το παγκάκι που καθόμουν κάποτε, σε αυτήν την γειτονιά. Είχα φτάσει επιτέλους. Πλησίασα το παγκάκι και κάθισα. Μου έφυγε από το στόμα μια ανάσα ανακουφίσεις. Επιτέλους, είχα επιστρέψει. Ακόμα ένα βάρος όμως πλάκωσε την καρδιά μου. Μήπως δεν θα την έβρισκα εκεί; Δεν υπήρχε τίποτα που να μου λέει ότι δεν έφυγε από εκεί. Το σπίτι ήταν νοικιασμένο και έμενε γιατί σπούδαζε. Το πιο πιθανό είναι να το ξενοίκιασε και να έφυγε μετά από χρόνια. Δεν είχα προλάβει καλά, καλά να απογοητεύω και τότε την μύρισα. Την υπέροχη μυρωδιά από λουλούδια που άνηκε σε εκείνην. Την είδα μπροστά μου να περπατάει και να πηγαίνει στο περίπτερο. Κάτι αγόρασε από εκεί. Δεν με είχε δει εκείνη. Η συγκίνηση μου έγινε μεγαλύτερη όταν είδα να περπατάει πλάι της ο μαύρουλης. Ο σκουρόχρωμος σκύλος που ήταν κάποτε παρέα μου αχώριστη. Ο σκύλος δεν ήταν κουτάβι πια. Δεν είχε την ζωηράδα που είχε κάποτε. Περπατούσε ήρεμα κοντά της, και όταν εκείνη στεκόταν σε ένα σημείο ακίνητη, λύγιζε και εκείνος τα δύο πισινά του πόδια και την περίμενε καθισμένος. Η Μαριάννα ήταν τόσο όμορφη. Μου πονούσε η καρδιά που την είχα αφήσει και πέρασε τόσο καιρός χωρίς να αντικρίσω την ομορφιά της. Τελικά αυτό που είχε αγοράσει ήταν μια σοκολάτα. Την πλήρωσε και πλησίασε το πάρκο της μικρής πλατείας. Κάθισε στα παγκάκι, άνοιξε την σοκολάτα και έκοψε ένα κομμάτι. Το έβαλε στο στόμα της και το άφησε να λιώσει. Σηκώθηκα από το παγκάκι και έκανα ένα βήμα κοντά της. Θεέ μου, πόσο δύσκολα ήταν αυτά τα βήματα. Πόσο δύσκολο ήταν να την πλησιάσω; Πιο εύκολα ήταν να διανύσω ξανά τα χιλιόμετρα που έκανα για να βρεθώ κοντά της παρά να κάνω αυτά τα εκατό μέτρα που μας χώριζαν αυτήν την στιγμή. Έκανα ακόμα μερικά βήματα κοντά της.

<<Μαμά!>> φώναξε ξαφνικά μια φωνούλα και έτρεξε κοντά στην Μαριάννα.
Τα βήματα μου πάγωσαν και δεν τόλμησα να κουνηθώ. Το κοριτσάκι σκαρφάλωσε πάνω στην αγκαλιά της Μαριάννας. Εκείνη την αγκάλιασε σφιχτά και την έσφιξε πάνω της. Το κοριτσάκι όμως δεν ήταν μόνο του. Ήταν με έναν άντρα και πλησίαζαν μαζί την Μαριάννα. Απλά το κοριτσάκι άφησε το χέρι του άντρα και έτρεξε στην μαμά της. Η Μαριάννα έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι σοκολάτας και το πλησίασε στα χείλι της μικρής. Το κοριτσάκι άνοιξε το στόμα της και δάγκωσε την σοκολάτα.

<<Άσε και λίγο την μανούλα να φάει καρδιά μου>> είπε ο άντρας που τις πλησίασε. <<Θα σου πάρω εγώ άλλη σοκολάτα να την φας μόνη σου>>.

<<Όχι ολόκληρη σοκολάτα>> είπε η Μαριάννα. <<Ένα κομμάτι την ημέρα. Δεν θα μου χαλάσεις όλα τα δόντια του παιδιού>>.

Η καρδιά μου κόντευε να σταματήσει. Ο πατέρας της μικρής ήταν... ο Μπάμπης. Φαίνεται πως όταν είχα φύγει ερωτεύτηκαν. Τι να πήγαινα τώρα να έλεγα; Ήμουν σαν ζητιάνος και εκείνη είχαν μια ευτυχισμένη οικογένεια τώρα πια. Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω, μετά άλλο ένα, και μετά τους γύρισα πλάτη και άρχισα να απομακρύνομαι.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top