Άτιτλο κεφάλαιο 11

11.

<<Εσύ είσαι;>> ρώτησε η Μαριάννα, αν και ήδη το είχε υποψιαστεί.

<<Ολόκληρος>> απάντησα. <<Άλλαξα, όταν μου μίλησε ο Θεός και μετά. Τι κι' αν μου μίλησε στο αυτί η κατευθείαν στην καρδιά. Το ίδιο είναι. Αλλά ναι. Τον Άκουσα. Τον Ένιωσα στην καρδιά μου. Έζησα το προσωπικό μου θαύμα. Από τότε πάνε σχεδόν δέκα χρόνια που ζω έτσι. Δεν έχω αγγίξει ούτε δέκα λεπτά και χαίρομαι γι' αυτό. Είμαι ευτυχισμένος, ζω ελεύθερος, απαλλάχτηκα από τις βαριές μου αλυσίδες και αρνήθηκα τις σωματικές απολαύσεις.Ξερω ότι έχω δρόμο μπροστά μου και δεν είμαι άξιος του Κυρίου, αλλά προσπαθω>>.  

<<Απίστευτο μου φαίνεται...>> μουρμούρισε σκεπτική η Μαριάννα. <<Πως ήσουν και πως έγινες. Να υποθέσω ότι έχεις απαρνηθεί και το σεξ>>.  

<<Εκείνο και αν το έχω αρνηθεί...>> απάντησε γελώντας. <<Κομμένο μαχαίρι. Με την βοήθεια του Θεού τα κατάφερα, αλλά ξέρεις, δεν ήταν και δύσκολο να το αρνηθώ μετά την Αγνή. Είχα γνωρίσει μόνο την σκληρή πλευρά του σεξ, και τώρα το απεχθάνομαι. Γνώρισα μόνο το πρόστυχο σεξ, το βρώμικο και μετά το σιχάθηκα. Δεν θέλω να είμαι πια έτσι>>.  

<<Δέκα χρόνια...>> έκανε έκπληκτη η Μαριάννα. <<Δέκα χρόνια και είμαι πιο καλά από ποτέ>>.

<<Γι' αυτό δεν μπορείς να μείνεις πουθενά. Επειδή ψάχνεις αυτό που θα σου χαρίσει γαλήνη>> με ρώτησε.

<<Ναι. Δεν μπορώ να φανταστώ τι μπορεί να είναι, αλλά ξέρω ότι κάποτε θα το βρω>>.

Η Μαριάννα έμεινε λίγο σκεπτική και μετά από λίγο γέλασε.

<<Τι;>> τι ρώτησα γελώντας και εγώ.

<<Μ' αρέσει που ο Σάκης σε ρώτησε αν πήγες ποτέ με γυναίκα. Που να ήξερε ότι πήγαινες με γυναίκες που εκείνος ούτε στο όνειρο του δεν έχει δει>>.

<<Δεν είμαι υπερήφανος για εκείνη την ζωή μου>> της απάντησα ειλικρινά. <<Ξέρεις, είσαι η πρώτη που της λέω την ιστορία μου. Μόνο στον Πνευματικό μου την είχε εξομολογηθεί για να μου συγχωρεθούν οι αμαρτίες. Άκουσες τι έγινε, άκουσες πως ήμουν και τι έκανα σε αυτούς που αγαπούσα, αλλά είμαι ακόμα εδώ παρόλο που ήθελα σαν τρελός να πεθάνω για να γλιτώσω από το απαίσιο εαυτό μου. Οπότε το ηθικό δίδαγμα είναι...>> την κοίταξα και περίμενε να μου πει αν καταλάβαινε τον λόγο που της τα είπα όλα αυτά.

<<Πως ότι και να έχει συμβεί, πρέπει να το αντιμετωπίσουμε και φυσικά να μην αυτοκτονήσουμε>> είπε χαμογελώντας,  μεταξύ σοβαρού και αστείου.

<<Ακριβώς>> της είπα. Φάνηκε ότι όλα αυτά που της είπα, της έκαναν καλό.

<<Φαίνεται πως έκρινα λάθος και γρήγορα. Έχεις νιώσει πολύ πόνο...>> είπε η Μαριάννα.

<<Και λίγα λες...>> απάντησα. Μείναμε λίγο αμίλητοι για να συνειδητοποιήσει την αλλαγή μου. Μετά από λίγα λεπτά σιωπής, ήμουν αυτός που μίλησε πρώτος.

<<Είσαι έτοιμη;>> την ρώτησε.

<<Για πιο πράγμα;>>.

<<Μα, για να μου πεις τι ακριβώς έγινε με εσένα και σου πέρασε από το μυαλό να αυτοκτονήσεις. Δεν μου είπες ακόμα>>.

<<Θα σου πω>> είπε εκείνη και πήρε μια βαθιά ανάσα προτού αρχίσει να μου μιλάει. <<Με είχες τρομάξει όταν με παρακαλούσες να μην μπω στο αμάξι και να μην φύγω, αλλά μόλις μπήκα στο αμάξι και φύγαμε, μου πέρασε. Πήγαμε σε ένα σκοτεινό κλαμπ με δυνατή μουσική και κόσμο. Πεινάμε το ποτό μας στο μπαρ και κάποια στιγμή σηκώθηκα για να πάω τουαλέτα. Μόλις γύρισα, συνέχισα να πεινώ το ποτό μου. Μετά από λίγη ώρα άρχισε να μουδιάζει το μυαλό μου και μετά από λίγο άρχισαν να μουδιάζουν και τα άκρα μου. Τα χέρια και τα πόδια μου. 'Έκλειναν τα μάτια μου και γύριζε το ταβάνι.
<<Είσαι καλά;>> με ρώτησε ο Σάκης. Δεν μπορούσα να απαντήσω. Άρχισα να νιώθω τόσο άσχημα που θα ορκιζόμουν ότι μόλις χύθηκαν μέσα μου σταγόνες από δυνατό δηλητήριο και έπεσαν κατευθείαν πάνω στην καρδιά μου. Οι σταγόνες άφηναν πίσω τους αίμα, γιατί τότε συνειδητοποίησα ότι... είχες απόλυτο δίκιο. Δεν έπρεπε να βγω μαζί τους. Έπρεπε να πω μια δικαιολογία και να έμενα σπίτι. Αμέσως κατάλαβα πως όταν πήγα τουαλέτα, κάτι μου είχαν ρίξει στο ποτό μου όση ώρα έλειπα. Το σώμα μου ήταν πια αδύνατον να το κινήσω μετά από κάμποση ώρα αλλά έβλεπα και καταλάβαινα αρκετά καλά, αν και ήταν περίεργη η αίσθηση. Ήταν σαν να βρισκόμουν μέσα σε κακό όνειρο. Σαν εφιάλτης. Γέλασαν, με κοίταξαν ειρωνικά και σατανικά και μετά φιλήθηκαν μεταξύ τους μπροστά μου. Φιλήθηκαν πρόστυχα, αχόρταγα και δεν πίστευα στα μάτια μου. Είχα την εντύπωση ότι θα μου έβγαινε η ψυχή έτσι όπως τους έβλεπα. Μετά από αρκετή ώρα, όταν το θέαμα έγινε τόσο έντονο ώστε να μου έχει αποτυπωθεί για πάντα στο μυαλό, αποφάσισαν ότι είναι ώρα να φύγουμε. Με έπιασε ο ένας από δεξιά και η άλλη από αριστερά και με έβγαλαν έξω από το κλαμπ. Διανύσαμε κάποιο δρόμο με τα πόδια έτσι, εγώ ανάμεσα τους και εκείνοι να με κουβαλάνε. Τραγουδούσαν στον δρόμο και παραπατούσαν με κίνδυνο να πέσουν και να με παρασύρουν μαζί τους. Μετά από λίγο βρεθήκαμε στην είσοδο ενός κακόφημου ξενοδοχείου και με έβαλαν μέσα. Ζήτησαν ένα δωμάτιο, τους έδωσαν το κλειδί και με ανέβασαν πάνω σε κακά χάλια. Άνοιξαν την πόρτα με χαρές και επιφωνήματα και βρεθήκαμε μπροστά στο διπλό κρεβάτι που μάλλον τα σεντόνια δεν είχαν πλυθεί μετά από τους προηγούμενους κατόχους του. Με ακούμπησαν πάνω στο κρεβάτι και στήριξαν την πλάτη μου στον κρύο, βρόμικο τοίχο για να τους βλέπω. Άρχισαν να αγγίζονται και να χαϊδεύονται μπροστά μου και μετά άρχισαν να γδύνονται. Γδυνόντουσαν αργά, με μάτια σαν δαίμονες. Μόλις γδύθηκαν εντελώς... Τα μάτια μου και η καρδιά μου πονούσαν καθώς τους έβλεπα... Ήταν το πιο αηδιαστικό θέαμα που είχα αντικρίσει ποτέ μου. Τα μάτια μου καιγόντουσαν, η καρδιά μου σκιζόταν στην μέση αλλά δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω τους... Μετά από αρκετή ώρα παιχνιδιού μπροστά μου, αποφάσισαν ότι έπρεπε να μπω και εγώ στο παιχνίδι. Στράφηκαν προς το μέρος μου και με κοίταξαν με λάγνο βλέμμα. Άρχισαν να με πλησιάζουν αργά.
<<Όχι αυτό>> σκέφτηκα εγώ. <<Αυτό δεν πρόκειται να γίνει...>>.
Και τότε, δεν κατάλαβα πως, άρχισα να αντιστέκομαι. Δεν ξέρω που βρήκα την δύναμη. Παρόλο που ήμουν σχεδόν αναίσθητη μόλις τους είδα να πλησιάζουν, σύρθηκα για να φύγω μακριά τους. Εκείνος μου τράβηξε τα μαλλιά...>> η Μαριάννα έπιασε το πίσω μέρος του κεφαλιού της. Ώστε έτσι έγινε. Γι' αυτό ήταν ξεριζωμένα τα μαλλιά της και έσταζαν αίμα. <<Εκείνη έμπηξε τα νύχια της στο πόδι μου για να μην φύγω... Και εκείνος με άρπαξε με το χέρι του από το πρόσωπο με πάρα πολύ δύναμη...>>.
Κοίταξα τις ξεθωριασμένες μελανιές στο πρόσωπο της και τις γρατσουνιές στο μπούτι της.
<<Κατάφερα να κυλήσω από το κρεβάτι, κάτω, στο πάτωμα με υπεράνθρωπη δύναμη και άρχισα να σέρνομαι προς την πόρτα. Και τότε ξέρεις τι ένιωσα; Ένιωσα εσένα δίπλα μου. Θα ορκιζόμουν ότι ήσουν δίπλα μου και μου μιλούσες. Μου έλεγες να κάνω κουράγιο. Μου έστελνες δίπλα μου τον Θεό και αγγέλους για να με βοηθήσουν. Εκεί που σερνόμουν ως την πόρτα, οι άλλοι δύο με τραβούσαν πάλι πίσω. Αλήθεια, δεν ξέρω πως... Δεν μπορώ να καταλάβω πως... Η πόρτα έκανε ένα ''κλικ'' και άνοιξε. Οι άλλοι δύο πίσω μου, επειδή ήταν γυμνοί, ντράπηκαν και κοντοστάθηκαν. Επιτέλους με είχαν αφήσει. Τότε σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα να δω στην πόρτα ποιος ήταν. Δεν ήταν κανένας... Δεν είχε ανοίξει κανένας την πόρτα. Σύρθηκα έξω με τα χίλια ζόρια... Και μετά. Τίποτα. Σκοτάδι. Ησυχία... Μετά απλά τίποτα. Δεν κατάφερα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά. Έκλεισαν και από' κει και πέρα δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Με έπνιξε το σκοτάδι και μετά θυμάμαι και εσένα μέσα στο κενό που ήμουν>>.

<<Ήταν όταν σε είχα εδώ και κοιμόσουν>> της είπα. <<Που και που ξυπνούσες με ουρλιαχτά και σε αγκάλιαζα μέχρι να ηρεμήσεις. Όταν σου είχα πει να μην πας μαζί τους και με αγνόησες, και έφυγες μαζί τους, όλο το βράδυ προσευχόμουν για σένα. Μέχρι να σε δω μέσα στο ταξί παρακαλούσα τον Θεό να σε Κάνει να βρεις την δύναμη και να γυρίσεις πίσω. Να σου δώσει την δύναμη να έρθεις πίσω και να είσαι καλά...>>.

Η Μαριάννα έμεινε να με κοιτάει άφωνη και ακίνητη. Την κοιτούσα και εγώ. <<Ευχαριστώ...>> μου ψιθύρισε.

<<Δεν έκανα τίποτα εγώ>> απάντησα.

<<Έκανες>> μου είπε.

<<Δεν ήμουν εγώ αυτός που σε βοήθησε. Εγώ χωρίς τον Θεό ούτε να περπατήσω δεν μπορώ. Όπως όλοι οι άνθρωποι αλώστε. Όλα τα χρωστάμε σε Εκείνον>>.

<<Γι' αυτό σε ευχαριστώ>> μου είπε εκείνη. <<Επειδή ήσουν εδώ για να μου δείξεις αυτό ακριβώς που είπες τώρα. Για να μου το μάθεις...>>.

Σήκωσε η Μαριάννα το κεφάλι της και κοίταξε εκεί που θα ήταν ο ουρανός αν δεν ήταν το ταβάνι του δωματίου της.

<<Ευχαριστώ...>> είπε στον Θεό και άφησε να χυθούν από τα μάτια της, δάκρυα ευγνωμοσύνης για τον Δημιουργό των πάντων.
Έτσι... τόσο μυστήρια, τόσο περίεργα άνοιξε το παράθυρο της ψυχής και ανακάλυψε τον ήλιο μέσα στην νύχτα. Το φως μέσα στο σκοτάδι. Την ευτυχία... Τον Θεό. Έτσι όπως μια ανόητη κοπέλα που κυλιέται σε διάφορες, αμαρτωλές αγκαλιές, και μετά καταλαβαίνει τι έχει κάνει στην ψυχή της και στο σώμα της. Έτσι όπως πονάει και υποφέρει, κλαίγοντας γονατίζει μπροστά στον Θεό ζητώντας συγχώρεση και λύτρωση από τις αμαρτίες... Έτσι και ο Θεός την δέχεται την άμοιρη και δύστυχη πονεμένη ψυχή. Την δέχεται με αγάπη και στοργή και την συγχωρεί ότι και να έχει κάνει. Την αγκαλιάζει. Βοηθάει το ταλαιπωρημένο δημιούργημα του. Έτσι και η Μαριάννα ανακάλυψε τον Θεό μέσα της. Το ήξερε ότι υπάρχει Θεός. Απλά δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Έτσι η Μαριάννα έζησε το προσωπικό της Θαύμα... Έτσι άνθησε πιο πολύ η ήδη καλή καρδιά της. Έτσι, όπως καψαλίζονται τα σωθικά από τις τύψεις, από τις αμαρτίες και τις βρωμιές, μετά έτσι βγαίνει το ζεστό, πορτοκαλί φως και σε ζεσταίνει. Σε γεμίζει ανακούφιση. Νιώθεις ολοκληρωμένη την καρδιά σου και χαρούμενη. Νιώθεις γεμάτος αγάπη και ευγνωμοσύνη ακόμα και για τα πιο απλά, τα πιο καθημερινά. Μπορείς να αγαπήσεις όλους τους ανθρώπους επειδή μας δημιούργησε όλους ένας Θεός και είμαστε όλοι παιδιά του. Αυτός είναι ο Θεός... Αγάπη...

<<Θέλω να προσέχεις ποιόν θα εμπιστεύεσαι από εδώ και πέρα Μαριάννα μου. Θέλω να συγχωρείς και να αγαπάς όλους τους ανθρώπους μα να εμπιστεύεσαι λίγους>> την συμβούλεψα. <<Θέλω, όταν θα έρθει η ώρα να φύγω, να ξέρω ότι δεν θα πέσεις πάλι στα ίδια λάθη>>.

<<Έχεις δίκιο. Θα προσέχω>> μου απάντησε εκείνη.

<<Πως νιώθεις τώρα;>>.

<<Είμαι καλά. Πιο καλά από ποτέ. Έμαθα... ένιωσα>>.

<<Τι έμαθες και τι ένιωσες;>> την ρώτησα εγώ. Ήθελα να ακούσω.

<<Ότι η μόνη αλήθεια είναι τρισυπόστατος Θεός, Χριστός και Άγιο Πνεύμα. Η αγάπη>>.

Την αγκάλιασα σφιχτά. Είχαν ανοίξει τα μάτια της επιτέλους και είχε δει την αλήθεια. Ήμουν τόσο χαρούμενος γι αυτό. Έβλεπε επιτέλους αληθινά. Είναι τόσο ευτυχισμένη αυτή η στιγμή. Και οι άνθρωποι δεν γνώριζαν, δεν καταλάβαιναν πόσο πολύτιμες είναι αυτές οι στιγμές. Πόσο πολύ αξίζουν.

Είχα κατέβει στην γειτονιά που είχα εγκαταλείψει για αρκετό διάστημα. Κάθισα στο γνωστό παγκάκι μου. Ήταν εκεί, άδειο σαν να με περίμενε με υπομονή. Ο μαυρούλης δεν έφυγε από την γειτονιά ακόμα κι' αν είχε κάνει μέρες να με δει. Την Μαριάννα θα την έβλεπα αργότερα. Έπρεπε να την αφήσω λιγάκι να ξεκουραστεί μόνη της.

Η μέρα ήταν όμορφη και η ατμόσφαιρα ανάλαφρη... αλλά, όχι για όλους. Μια γυναίκα γύρο στα τριάντα πέντε με κοιτούσε από μακριά. Τα μαύρα μαλλιά της έπεφταν απεριποίητα στους ώμους της. Αδύνατη, φορούσε παλιές φόρμες και το πρόσωπο της ήταν χλωμό, ζουλιγμένο στα μάγουλα. Είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Ήταν ταλαιπωρημένη και πονούσε. Τα μάτια της ήταν κόκκινα από τα κλάμα. Η γυναίκα έμεινα μακριά μου να με κοιτάει όρθια και ακίνητη. Την κοιτούσα και εγώ καθισμένος στο παγκάκι μου. Ένας αέρας φύσηξε και μου ήρθε στο πρόσωπο η μυρωδιά της γυναίκας, απέναντι μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και μετά μύρισα τον αέρα γύρο μου. Η γυναίκα αυτή ήταν απελπισμένη. Πίστευε ότι η ζωή της είχε έρθει στο τέλος της. Συνέχισε να με κοιτάει. Ήθελε να μου μιλήσει. Της έγνεψα καταφατικά καθώς σκεφτόμουν, ''θέλω να σε ακούσω. Γι' αυτό είμαι εδώ. Μπορείς να μου μιλήσεις''. Εκείνη κατάλαβε με ευκολία τι εννοούσα με το γνέψιμο μου. Έκανε το πρώτο βήμα προς εμένα. Ακόμα ένας δροσερός αέρας φύσηξε και της ανέμισε τα μαλλιά. Ο αέρας δεν ήταν δυνατός. Ήταν σαν χάδι. Ήταν σαν ένα απαλό σπρώξιμο στην πλάτη της γυναίκας για να με πλησιάσει κι' άλλο. Για να έρθει πιο κοντά μου. Να μην φοβηθεί να μου μιλήσει. Με πλησίαζε αργά και με κοιτούσε. Ήξερε ότι την περίμενα. Ήξερε ότι γι' αυτό ακριβώς εμένα σε εκείνη την γειτονία. Για να ακούσω τι έχουν να μου πούνε. Μετά από μερικά αργά βήματα, έφτασε κοντά μου. Σήκωσα το κεφάλι και την κοίταξα. Η μυρωδιά της απελπισίας ήταν πιο έντονη από πριν, που ήταν μακριά. Έμεινε να με κοιτάει με βουρκωμένα και κόκκινα μάτια, ακόμα ακίνητη και αμίλητη.

<<Μπορείς να καθίσεις>> της είπα ήρεμα. Άνοιξαν λίγο τα χείλι της τρέμοντας αλλά δεν έβγαλε φωνή. Ήρθε κοντά μου και κάθισε. Δεν μίλησε καθόλου. Δεν την ρώτησα τίποτα. Θα μιλούσε όταν εκείνη το ήθελε. Προσευχήθηκα μέσα γι' αυτήν την γυναίκα. Μετά από περίπου πέντε λεπτά που καθόμασταν αμίλητοι την άκουσα να λέει.

<<Εγώ φταίω...>>. Η φωνή της ήταν βραχνή και σχεδόν ψιθυριστή. <<Εγώ φταίω. Μόνο εγώ>>.

<<Ποτέ δεν φταίει μόνο ένας...>> της απάντησα. <<Για οτιδήποτε, ποτέ δεν φταίει μόνο ένας>>.

<<Όχι>> απάντησε η γυναίκα. <<Σε αυτήν την περίπτωση φταίω μόνο εγώ>>.

<<Σε αυτήν την περίπτωση;>> την ρώτησα. <<Σε πια περίπτωση;>>.

<<Πριν έναν χρόνο γέννησα το αγοράκι μου...>> ψιθύρισε η γυναίκα. <<Δεν ξέρω τι πήγε στραβά και ενώ πριν μείνω έγκυος το ήθελα αυτό το μωρό, και κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης το ήθελα, μόλις το γέννησα... σταμάτησα να το θέλω. Δεν ήθελα ούτε να το δω. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Μετά την γέννηση του, λίγο διάστημα μετά, κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το παιδί μου. Δεν ήταν φυσιολογικό. Σύντομα κατάλαβα ότι είχε σύνδρομο dawn. Εγώ φταίω. Δεν ήθελα το παιδί μου. Δεν ήθελα το μωρό μου. Ο οργανισμός μου ήταν αφιλόξενος για τον γιό μου και τώρα έχει πρόβλημα. Ποτέ, μα ποτέ δεν θα μπορέσει να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Ποτέ δεν θα κάνει ότι μπορούν να κάνουν όλοι οι άλλοι άνθρωποι, μεγαλώνοντας. Φταίω εγώ που δεν το ήθελα μόλις γεννήθηκε αλλά δεν ξέρω τι με είχε πιάσει. Είμαι τόσο απαίσια. Τόσο κακιά>>.

Την άκουγα με μεγάλη προσοχή όση ώρα μου μιλούσε. Την καημένη την γυναίκα. Μα κανείς δεν της είχε εξηγήσει ότι εκείνη δεν έφταιγε σε τίποτα; Έμεινε αμίλητη να με κοιτάει με μαζεμένα χαρακτηριστικά. Τι περίμενε; Ότι θα την κατηγορούσα και εγώ; Ότι θα της έλεγα ότι έχει δίκιο που πιστεύει ότι εκείνη φταίει;

<<Μερικές γυναίκες, λόγο ορμονών, μόλις γεννήσουν το παιδί τους, δεν το μπορούν για λίγο. Δεν φταις εσύ. Είναι οι ορμόνες. Μετά από λίγο περνάει και είναι όλα μια χαρά. Μπορείς να ρωτήσεις έναν γυναικολόγο. Εκείνος μπορεί να σε ενημερώσει για το θέμα με περισσότερες λεπτομέρειες>>.

<<Και που το παιδί μου είναι έτσι;>> ρώτησε η γυναίκα. <<Λυπάμαι για το παιδί μου. Πεθαίνω από την στεναχώρια μου που γεννήθηκε έτσι>>.

<<Κάνεις λάθος>> της είπα. <<Να μην στεναχωριέσαι για το παιδί σου. Να στεναχωριέσαι για όλους τους υπόλοιπους. Να μην λυπάσαι το παιδί σου. Δεν χρειάζεται την λύπηση σου, μόνο την αγάπη σου και την φροντίδα σου. Να το αγαπάς και να είσαι υπερήφανη γι' αυτό. Αυτό μόνο αξίζει. Το παιδί σου δεν θα γίνει χωρίς ικανότητες. Όλοι οι υπόλοιποι είμαστε έτσι...>>.

Η γυναίκα έμεινε να με κοιτάει έκπληκτη με το θράσος μου. <<Τι θες να πεις;!>> μου είπε λίγο δυνατά. <<Ότι πρέπει να χαίρομαι που γεννήθηκε έτσι;>>.

<<Προς Θεού>> της είπε. <<Δεν είπα αυτό... Απλά...>>.

<<Τι απλά;>> φούντωσε κι' άλλο η γυναίκα. Δεν ήθελα να την σκανδαλίσω με τις σκέψεις μου που είχα γι' αυτό το θέμα. Γι' αυτό σκέφτηκα να της τα πω με πιο απλό, πιο κατανοητό τρόπο. Με έναν τρόπο μου έμοιαζε λιγάκι με παραμύθι.

<<Θα ήθελα να σου πω την γνώμη για το θέμα των παιδιών με ιδικές ανάγκες>> της είπα. <<Συχνά οι άνθρωποι λένε για την αδικία του Θεού, που Αφήνει να γεννηθούν αυτά τα παιδιά. Πολλοί γονείς, αδέλφια και άλλοι συγγενείς, όταν πηγαίνουν στο μαιευτήριο, αντί για να δούνε ένα μωρό όπως το έχουν πλάσει στην φαντασία τους, βλέπουν... ένα διαφορετικό μωρό. Τότε πιθανόν να ρωτήσουν το Θεό, γιατί. Γιατί έγινε αυτό και το παιδί τους να γεννηθεί έτσι; Η αλήθεια είναι ότι αυτά τα παιδιά γεννιούνται εξαιτίας της αμαρτίας των ανθρώπων. Δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος. Αν δεν σε πειράζει θα ήθελα να μπω σε βαθύτερες σκέψεις μου και να σου το εξηγήσω έτσι όπως μ' αρέσει εμένα.

Ο Θεός, σαν είδε την αχαριστία και την αμαρτία των ανθρώπων, επειδή μας λυπήθηκε που πηγαίναμε με φόρα πάνω στο κακό, αποφάσισε να μας βοηθήσει για να μην πάμε όλοι στην κόλαση. Έτσι ο Θεός αποφάσισε να στείλει στην Γη αγγέλους. Αγγέλους όμορφους με αγνή ψυχή και καλοσύνη που όμοια της δεν μπορείς να βρεις. Αλλά υπήρχε κάποιο πρόβλημα. Ο Θεός έπρεπε να στείλει τους αγγέλους με εμφανείς διαφορές από τους υπόλοιπους ανθρώπους, γιατί οι άνθρωποι είναι ''τυφλοί'' και πολλές φορές δεν βλέπουν το αυτονόητο. Αν δεν ήταν εμφανή η διαφορά δεν θα τους αναγνωρίζαμε. Ο Θεός δεν μπορούσε να στείλει τους αγγέλους πανέμορφους και λαμπερούς, επειδή θα χειροτέρευαν τα πράγματα. Οι άνθρωποι θα τους ζήλευαν αφόρητα και θα γεννιόταν στην καρδιά τους πιο μεγάλη λαγνεία. Θα μας έμπαιναν πονηρές σκέψεις στο μυαλό και θα μας βάραιναν πιο μεγάλες αμαρτίες. Έτσι δημιουργήθηκαν τα παιδιά με ιδικές ανάγκες. Γεννημένοι εξαιτίας της αμαρτίας των ανθρώπων. Αυτά τα παιδιά είναι Άγγελοι απεσταλμένοι από τον Θεό. Οι άνθρωποι καθώς κοιτάνε ένα τέτοιο παιδί, το αγαπούν, το συμπαθούν. Το αγαπούν χωρίς να περιμένουν τίποτα από αυτό. Αυτή η αγάπη είναι η μόνη που πλησιάζει κάπως την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Ανιδιοτελής, τέλεια αγάπη. Έτσι όπως Εκείνος μας Αγαπάει όλους, και αυτόν που προσπαθεί να μην αμαρτήσει, αλλά και το άλλο το παιδί του, που είναι τυφλό και δεν καταλαβαίνει ότι η μόνη αλήθεια είναι ο Θεός. Περιμένει να έρθει η κατάλληλη στιγμή να τον Βάλει στον σωστό δρόμο. Αυτοί οι άγγελοι έχουν σταλθεί σε διάφορες οικογένειες και έχουν μια αποστολή. Να οδηγήσουν όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούν στον παράδεισο. Αυτά τα παιδιά έχουν εξασφαλισμένο τον παράδεισο. Απλά τον άφησαν για λίγο εξαιτίας των ανθρώπων. Οπότε, από' δω και πέρα, όταν θα κοιτάς το παιδί σου να ξέρεις ότι είναι άγγελος με μοναδική αποστολή του να σε σώσει. Να ξέρεις ότι η καρδιά του ποτέ δεν θα νιώσει μίσος, η ζήλια και ότι θα συμπαθεί όλους τους ανθρώπους. Να ξέρεις ότι όταν θα έρθει η ώρα, πρώτο θα πάει να σταθεί δίπλα στον Θεό μας. Μην λυπάσαι για το παιδί. Έχεις έναν αληθινό άγγελο μέσα στο σπίτι σου. Όλοι οι άλλοι πρέπει να αγωνιζόμαστε για να πάμε στον παράδεισο. Το παιδί σου ήταν εκεί και ήρθε στην Γη για να σε κάνει μανούλα. Για να σε εκπαιδεύσει και να γίνεις ταπεινή. Η ταπεινότητα είναι η μεγαλύτερη αρετή όλων. Όταν είσαι ταπεινός, είναι η αρχή για όλα τα υπόλοιπα καλά...>>.

Κοιταχτήκαμε για λίγες στιγμές αμίλητοι. Κι' άλλος αέρας φύσηξε και αναδεύτηκαν τα μαλλιά της. Η δροσιά μου χάιδεψε το πρόσωπο και ανάπνευσα βαθιά από την μύτη. Η μυρωδιά της απελπισίας είχε φύγει μια ιδέα. Τώρα μπορούσα ολοκάθαρα να ''μυρίσω'' την ελπίδα. Από το μάτι της γυναίκας κύλισε ένα δάκρυ που χάιδεψε το μάγουλο της και γλίστρησε στον λαιμό της. <<Ευχαριστώ...>> ψιθύρισε.

<<Εμένα;>> ρώτησα. <<Δεν υπάρχει κανένας λόγος. Απλά σου είπα πως βλέπω το θέμα αυτό>>.

Εκείνη πήρε μια βαθιά, αναπνοή, από την μύτη και ο αέρας στέγνωσε τα δάκρυα της. <<Πάω σπίτι. Με περιμένει το αγγελούδι μου...>> ψιθύρισε η γυναίκα τόσο απαλά, που ήταν σαν να το έλεγε πιο πολύ στον εαυτό της. Την έβλεπα να απομακρύνεται από κοντά μου με ανανεωμένες ελπίδες.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top