Άτιτλο κεφάλαιο 5

Η Κλημεντίνη πήρε ένα καφέ άλογο από τους στάβλους του άντρα της και ξεχύθηκε με αυτό στους δρόμους της πόλης. Ύστερα συνέχισε την πορεία της στα λιβάδια για να είναι πιο ελεύθερο και άνετο το ζώο στις κινήσεις του τρεξίματος του. Έτσι δεν θα τρομοκρατούσε με τον ξέφρενο καλπασμό του, τους κατοίκους στο κέντρο της πόλης όπως έκανε κατά τη διάρκεια του σύντομου περάσματος του.

Ο Ναυκράτιος είχε ανακαλύψει την απουσία του αλόγου, αλλά κατάλαβε πως ήταν μάταιο να πάρει το δικό του και να τρέξει ψάχνοντας την σύζυγο του. Εκείνη θα ήταν πολύ θυμωμένη και λυπημένη ακόμα για να ακούσει τις εξηγήσεις, τη μεταμέλεια και την συγνώμη του. Το μόνο που του έμενε να ελπίζει ήταν να κουραζόταν η κοπέλα και το άλογο και να γυρνούσαν 

Η Κλημεντίνη στη διαδρομή με το άλογο κουράστηκε, παρότι αρχικά της έκανε καλό μιας και ξέφυγε από τις σκέψεις της. Το ίδιο και εκείνο, ένιωθε καταπονημένο και διψασμένο. Η νεαρή έριχνε ματιές τριγύρω μέχρι που ακούστηκε ο ήχος του σπασίματος ενός κλαδιού και το άλογο παραπονέθηκε με το χαρακτηριστικό του χλιμίντρισμα.

Τότε το κορίτσι κατέβηκε από τη ράχη της πλάτης του και πρόσεξε μια πληγή αίματος που ήταν ξεκάθαρα γρατζουνιά. « Καημενούλη μου, εγώ φταίω που σε ταλαιπωρώ, στη προσπάθεια μου να ξεφύγω από το βασίλειο. Συγνώμη, είναι τόσο μεγάλο το μέρος της μεταμέλειας μου που οφείλω να σου ξεπληρώσω». 

Κατάλαβε πως είχε απομακρυνθεί πολύ από τον τόπο του βασιλείου του άντρα της και πλέον βρισκόταν σε ένα μικροσκοπικό χωριουδάκι με λιγοστά σπίτια μιας ιδιαίτερης κλασσικής και ενδιαφέρουσας αρχιτεκτονικής.

Ένα πέτρινο σπίτι βρέθηκε στο οπτικό της πεδίο, από εκεί όπου σταμάτησε να ξαποστάσει κρατώντας τα γκέμια του αλόγου και τραβώντας το μέχρι τον κορμό του δέντρου όπου θα μπορούσε να δέσει τα σχοινιά του. Είδε ένα φως και συμπέρανε πως επρόκειτο για κατοικημένο σπίτι, παρότι βρισκόταν στη μέση του πουθενά.

Χτύπησε τη πόρτα με θάρρος αλλά και επιφύλαξη για το αν θα ήταν τόσο πρόθυμοι οι ιδιοκτήτες να της ανοίξουν. Τελικά εμφανίστηκε ένας μεσήλικας στο άνοιγμα.

« Γεια σας και με συγχωρείτε για την ενόχληση, έκανα μια στάση έξω από το σπίτι σας, διότι το άλογο μου γρατσούνισε το πόδι του. Συν τοις άλλοις, πεθαίνει από τη δίψα όσο εγώ.

Διανύσαμε μεγάλη διαδρομή αρχικά από την πόλη, έπειτα από λιβάδια και καταλήξαμε σε καλαμποκοχώραφα για να αντιληφθούμε πως βρεθήκαμε σε μια καινούρια και άγνωστη γι τοποθεσία. Μπορείτε παρακαλώ να μας προσφέρετε δύο κανάτες νερού; »

« Βέβαια δεσποινίς μου περιμένετε μισό λεπτό...μια στιγμή αναφέρατε πως το άλογο σας γρατσούνισε το πόδι του; Είναι σοβαρό το τραύμα του; »

« Κάπως πιο σοβαρό από ότι περίμενα αρχικά. Ένας λόγος που σταματήσαμε αναγκαστικά ήταν αυτός. Θα κάνετε κάτι για την πληγή του;»

« Ναι φυσικά ξέρω από αυτά καθώς είχα να φροντίζω δύο άλογα το ένα του γιου μου το δεύτερο της γυναίκας μου, οπότε είχα μάθει πολλά για αυτά τα ζώα. Περιμένετε με πηγαίνω στο δωμάτιο μου και φέρνω τα απαραίτητα που χρειάζεται το άλογο, μαζί με τις κανάτες νερού. Δεν θα αργήσω ». Ο κύριος επέστρεψε σε δευτερόλεπτα με τις κανάτες νερού και τα απαραίτητα για την θεραπεία του αλόγου. Η Κλημεντίνη κατέβασε μονορούφι την κανάτα και  ευχαρίστησε τον κύριο για πολλοστή φορά.

Της επέτρεψε να περάσει από το σπίτι του και εκείνη διαπίστωσε πόσο όμορφο και καλόγουστο από άποψη διακόσμησης ήταν εσωτερικά παρά τη φαινομενικά φτωχική αρχιτεκτονική στο εξωτερικό του.

Ο μεσήλικας είχε ετοιμάσει ένα πολύ λαχταριστό μεσημεριανό και η μυρωδιά του απλωνόταν σε όλη τη κουζίνα.

« Απ ότι βλέπω είναι κρέας, πράσο και βραστές πατάτες;» ρώτησε κοιτώντας το πιάτο η κοπέλα.

« Ναι φρέσκες ώριμες πατάτες από τα χωράφια δίπλα από το σπίτι μου.  Μπορείς να καθίσεις στο τραπέζι, σου προσφέρω το πιάτο. Εγώ θα γεμίσω μια καινούρια ποσότητα για εμένα » της πρότεινε ο κύριος και εκείνη δέχτηκε πρόθυμα καθώς δεν θα άντεχε να συνεχίσει την διαδρομή του μακρύ ταξιδιού δίχως ένα πιάτο επαρκούς φαγητού.

Στη συνέχεια όταν η νεαρή ευχαριστήθηκε από το φαγητό και ένιωθε τις δυνάμεις της να αναπτερώνονται αφηγήθηκε στον κύριο την ιστορία της.

« Ήθελα τόσο πολύ να ξεφύγω από το μέρος που θεωρούσα σπίτι μου που δεν υπολόγισα τις άγνωστες κατευθύνσεις, τα εμπόδια και βέβαια την εξάντληση του δύστυχου αλόγου στην οποία το υπέβαλλα άθελα μου. Σας ευχαριστώ που το φροντίσατε, ελπίζω να γίνει σύντομα καλά ».

« Μην κουράσεις το ζώο όμως σήμερα, δηλαδή μην επιχειρήσεις να συνεχίσεις το ταξίδι. Τρέχατε για πάνω από έξι ώρες στους δρόμους και στα λιβάδια όπως ανέφερες. Καλύτερα να μείνεις εδώ τη νύχτα και για όσο διάστημα επιθυμείς. Σου προσφέρω ένα κατάλυμα στο πίσω μέρος της αυλής. Θεωρείται ξενώνας αλλά πλέον δεν έρχονται φίλοι και γνωστοί να με επισκεφτούν οπότε σκέφτηκα να στο παραχωρήσω δωρεάν φυσικά ».

« Σοβαρά το λέτε; Ειλικρινά είστε τόσο καλόκαρδος και εγώ νόμιζα πως χρειαζόταν να σας καταβάλλω κάποιο αντίτιμο για να ξεπληρώσω τα όσα  παρείχατε σε εμένα και στο ζώο »

« Δεν χρειάζεται κορίτσι μου κανένα αντίτιμο. Για εμένα έχει σημασία η προσφορά βοήθειας χωρίς να επιδιώκω να κερδίσω κάτι σε χρήμα. Στην ηλικία μου άλλωστε κατάλαβα πως δεν έχει σημασία ούτε η μεγαλύτερη έκταση χρυσαφιού του κόσμου αν δεν υπάρχει στη καρδιά του ανθρώπου η ψυχική γαλήνη, η ευσπλαχνία και η τιμιότητα ».

« Σωστά τα λέτε » συμπλήρωσε συνεπαρμένη η κοπέλα.

« Πες μου κάτι άλλο όμως τώρα. Το μέρος που θεωρούσες σπίτι σου ποιο ήταν; Υπονοούσες πως το έσκασες από το σπίτι του ανδρός σου ή της οικογένειας σου; » Η Κλημεντίνη φρόντισε να βρει τα κατάλληλα λόγια να εξηγήσει στον κύριο διότι ένιωσε στιγμιαία αμηχανία. Εκείνος λογικό να υπέθετε διάφορα, σκέφτηκε μέσα της.

Η ίδια δεν ήθελε με τίποτα να την περάσει για κάποια που ντροπιάζει τον άντρα της οπότε του περίγραψε με λεπτομέρειες την ζωή της από την μέρα της γνωριμίας με τον Ναυκράτη μέχρι την περίοδο που έστεκε ως σύζυγος δίπλα του ευτυχισμένη και ανύποπτη για τα άσχημα γεγονότα που θα ακολουθούσαν όπως την άσπλαχνη συμπεριφορά του και το μέγεθος της αναίσχυντης προδοσίας του.

« Έχεις δίκιο να αισθάνεσαι έτσι Κλημεντίνη. Όμως... » η κοπέλα πιάστηκε από τα χείλη του καθώς ο εναντιωματικός σύνδεσμος της φάνηκε αναπάντεχος. Κάτι πήγαινε να πει για να δικαιολογήσει τον σύζυγο της άραγε;

« Επέτρεψε μου να σου μεταφέρω μια διαφορετική γνώμη προερχόμενη από εμένα. Ο σύζυγος σου είναι αγαθός τουλάχιστον από το λίγο καιρό που τον γνώριζα σαν μικρό παιδάκι. Είμαι σίγουρος πως ακόμα και τώρα συνεχίζει να είναι καλός άνθρωπος...απλά ένα κομμάτι του εαυτού του προτιμά να μένει σκληρό και αδίκως άκαρδο προς τα αγαπημένα του πρόσωπα σαν εσένα. Πολλές φορές χωρίς να το θέλει... »

« Πως; Ξέρετε τον Ναυκράτιο τον σύζυγο μου; Δε περίμενα ότι η φήμη του θα είχε φτάσει στα αυτιά ενός χωρικού » έκανε έκπληκτη καθώς τα αυτιά της δυσκολεύονταν να πιστέψουν αυτά που άκουσαν. Το χωριό του συγκεκριμένου κυρίου βρισκόταν αρκετά μακριά σε χιλιομετρική απόσταση από το βασίλειο οπότε πως άραγε γνώριζε την ύπαρξη του άντρα της; Είχε άραγε δουλέψει στο παλάτι του κάποτε;

« Ναι τον γνωρίζω...γιατί εγώ υπήρξα ο μεσολαβητής της υιοθεσίας του στην βασιλική οικογένεια.  Ο άντρας αυτός πληγώθηκε κ πέρασε πολλά όταν ήταν μικρός, πολλά κακά που σημάδεψαν και στιγμάτισαν τη παιδική του ηλικία. Τον είχα πρωτογνωρίσει όταν εκείνος ήταν ακόμα νήπιο και εγώ τότε νέος και γεροδεμένος ακόμα με πολλές δυνάμεις και εργαζόμουν ως εργάτης γης στα κτήματα των γονιών του 》.

》Μεγάλωνε και βίωνε την ασχημότερη στιγμή της ζωής του δίπλα σε έναν άβουλο πατέρα και μια μοχθηρή και βίαιη μητέρα. Ο πατέρας του παρέμενε μόνος και άνεργος στο σπίτι ενώ η μητέρα του διοικούσε το νοικοκυριό και κατείχε τον έλεγχο του σπιτιού πράγμα παράδοξο αν αναλογιστούμε ότι η μητριαρχία παραμένει ανύπαρκτη στα περισσότερα σημεία του πλανήτη.

Συχνά ο δύσμοιρος μικρός έπεφτε θύμα της βίας της μητέρας του επειδή δεν τον θεωρούσε όπως συχνά έλεγε 'καλό παιδί'. Για αυτήν ήταν καλό παιδί όταν της έφερνε χρήματα από τις δουλειές που τον έβαζε στις φάρμες και στην λαική ως πωλητής σε πάγκους.

Μερικές φορές που δεν ήταν ικανοποιημένη, τον χτύπαγε με ένα κομμάτι ξύλου ή έβαζε τους αγρότες της φάρμας-οι οποίοι σέβονταν την μητέρα του Ναυκράτη απόλυτα- να τον χτυπούν στη πλάτη με μαστίγιο μέχρι να γεμίσει κόκκινα σημάδια η πλάτη του μικρού και εκείνος να καταρρεύσει στο έδαφος αφού προηγουμένως σφάδαζε και οδυρόταν από τους πόνους.  

 »Ως τιμωρία έλεγε η καταραμένη γυναίκα, για να μάθαινε το παιδάκι να δουλεύει σκληρότερα, αποτελεσματικότερα και να φέρνει περισσότερα χρήματα στο σπιτικό. Εγώ άρχισα να παρατηρώ την συμπεριφορά του μικρού,  όταν ο πατέρας του τον έφερνε για λίγη ώρα στα κτήματα ώστε να δει την εργασία των άλλων εργατών και να μαζέψει σταφύλια, το βασικό φρούτο καλλιέργειας στα κτήματα και στα δέντρα της οικογένειας. Φαινόταν στεναχωρημένο και συχνά μουτρωμένο.

Όταν κατάλαβα μια μέρα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά τον πλησίασα όσο εκείνος καθόταν στον ίσκιο ενός κορμού. Έσκυψα στο ύψος του, τον περιεργάστηκα καλά καλά και το παιδάκι σκούπισε μια σταγόνα δάκρυ θορυβημένος επειδή δεν ήθελε να τον πιάνουν να κλαίει κανένας εκτός από τον πατέρα του.

Τον ρώτησα με απαλή αλλά σταθερή φωνή: «τι σου συμβαίνει μικρέ; Πρόσεξα πως κάθεσαι όλη τη μέρα σήμερα κάτω από αυτό το φοινικόδεντρο. Από την ώρα που έπιασα δουλειά και σηκώνω το κεφάλι μου εδώ σε βρίσκω, δεν το έχεις κουνήσει καθόλου για να πάρεις το μονοπάτι για το σπίτι σου. Δεν θα ανησυχούν οι δικοί σου;»

» Τότε ο μικρός που επέμενε να μην μου μιλά για κάμποσα λεπτά παρατείνοντας την υπομονή μου, αποφάσισε να ξεστομίσει κοιτώντας με με ένα βλέμμα που θύμιζε ενήλικο και σοβαρό άνθρωπο παρά ένα εφτά χρονών μόλις παιδάκι. Με τρόμαξε αυτό που είδα σε τούτο το καθαρό βλέμμα.

Μου είπε: « δεν είμαι ευτυχισμένος » λόγια που με συντάραξαν. Άμεσα ρώτησα το παιδί να μου πει περισσότερα, να μου εξηγήσει για να καταλάβω το νόημα των λιγοστών αλλά τόσο καθοριστικών λόγων του για την ψυχή του. Μου αφηγήθηκε την καθημερινότητα του στο πλευρό τη μητέρας του επακριβώς όπως ήταν χωρίς να παραλείψει τίποτα. Κάποια στιγμή, άνοιξε τα χεράκια του δείχνοντας μου ότι επιθυμούσε να κρεμαστεί πάνω μου για μια μικρή αγκαλιά. Εγώ μουδιασμένος και έκπληκτος συμφώνησα και τον πήρα αγκαλιά.

Τον άκουσα να μου ψιθυρίζει συγκινημένος :« Σε ευχαριστώ που με άκουσες...η στιγμή που σου περίγραφα τα γεγονότα αναλυτικά ήταν σημαντική για εμένα γιατί ένιωσα ανακούφιση καθώς είχα κάποιον να με ακούει υπομονετικά και συμπονετικά. Τελικά υπάρχουν καλοί και αγαθοί άνθρωποι ». Εγώ ένιωσα τόσο όμορφα ακούγοντας τα τελευταία λόγια εκείνης της κουβέντας μας, συγκινήθηκα καθώς μου θύμισε έντονα τον μικρούλη αδερφό μου που είχε την ίδια ηλικία και παρόμοιο χαρακτήρα με τον Ναυκράτη.

Πήγα να τον ρωτήσω κάτι αλλά η άγρια φωνή της μητέρας του μας διέκοψε και μας ανατρίχιασε εξίσου. « Ναυκράτη! Μην ενοχλείς τους αγρότες και μην τους αποσπάς από την εργασία τους. Γύρνα σπίτι αμέσως » τον διέταξε με άσπλαχνη και βροντερή φωνή γνέφοντας του να πάει προς το μέρος της.

Ο Ναυκράτης γύρισε και με κοίταξε απολογητικά στα μάτια και μου είπε πως έπρεπε να φύγει. Εγώ σκύβοντας προς το μέρος του ελάχιστα του είπα: « Εντάξει μικρέ πήγαινε αλλά μην την αφήσεις να σε κακοποιήσει πάλι »

« Μόνο αν ξετρυπώσω από το σπίτι και γίνω ζητιανάκι ή καταλήξω ως τρόφιμος σε ορφανοτροφείο δεν θα μπορεί πια να με χτυπάει, διότι θα έχω απαλλαγεί από εκείνη. Όμως δεν μπορώ να αφήσω τον μπαμπά μου. Με εκείνον τα πηγαίνω πολύ καλά, με αγαπάει και με γλιτώνει μερικές φορές από τις βίαιες διαθέσεις της μαμάς μου » μου παρέθεσε τα εύστοχα επιχειρήματα του με σαφήνεια ...


            [...]

« Στη πορεία τι συνέβη; Πως κατάφερε ο Ναυκράτης να μεγαλώνει σε τέτοιες δύσκολες συνθήκες;» ρώτησε η Κλημεντίνη με τονισμένη και έντονη περιέργεια και ενδιαφέρον.

« Μια μέρα, δεν άντεξα την αδικία που υφίστατο ο μικρός. Λίγο καιρό νωρίτερα στο μεταξύ, έμαθα πως ο πατέρας του ο μόνος άνθρωπος που φερόταν με αγάπη απέναντι του πέθανε άρρωστος και αβοήθητος στο κρεβάτι, υπέκυψε στις ταλαιπωρίες μιας ασθένειας και ο Ναυκράτης στεναχωρήθηκε πολύ.

Το έμαθα από τους υπόλοιπους εργάτες που δούλευαν μαζί μου στη γη μιας και ήταν υποτελείς στις εντολές της σκληρής γυναίκας και γνώριζαν όλη την οικογένεια. Κατάλαβα πως τα πράγματα γίνονταν σοβαρά και επίπονα σε μεγαλύτερο βαθμό για το παιδί, τώρα που δεν υπήρχε εν ζωή ο πατέρας του να του δείχνει τη στοργή και να του συμπαραστέκεται.

Έφτασα μέχρι το κατώφλι του σπιτιού του-με τη δικαιολογία ότι χρειαζόμουν και θα ζητούσα απ την οικογένεια κάποιο εργαλείο για τις αγροτικές δουλειές-αλλά περισσότερο για να παρακολουθήσω ζωντανά τις συνθήκες στις οποίες ζούσε το συμπαθητικό αλλά κακόμοιρο πλάσμα- και έγινα μάρτυρας του πιο σκληρού θεάματος που θα αντίκριζε ανθρώπινη καρδιά.

Ο Ναυκράτης ήταν πεσμένος στο έδαφος της πίσω αυλής του σπιτιού του, βογκούσε και έβγαζε λυγμούς κλάματος και από πάνω η μητέρα του τον ξυλοκοπούσε. Σφίχτηκα και μίσησα τόσο τη γυναίκα που τη σταμάτησα και κόντεψα να της σπάσω το χέρι, τέτοιο θυμό και αγανάκτηση είχα μέσα μου. Τον πήρα αγκαλιά και τον άφησα στο κρεβάτι ενός νοσοκομείο για να τον περιθάλψουν.

  Εγώ ο ίδιος στη συνέχεια, ανέλαβα να συνδράμω στη διαδικασία υιοθεσίας του. Κανόνισα να πάει ο Ναυκράτης σε βασιλική οικογένεια μακρινών συγγενών που θα τον μεγάλωναν και θα τον αγαπούσαν βαθύτερα. Ήταν η ορθότερη λύση και χάρηκα ειλικρινά μέσα από τη καρδιά μου που κατάφερε να βρει μια οικογένεια άξια, συμπονετική και πραγματική για να τον αναθρέψει σωστά.

Σίγουρος και ήσυχος ήμουν πλέον ότι η συγκεκριμένη οικογένεια θα του μετέδιδε αυτό που στερήθηκε και είχε ανάγκη περισσότερο: την αξία της αγάπης » κατέληξε τεταμένος αλλά με ένα χαμόγελο συγκίνησης και ευσπλαχνίας ο μεσήλικας.



         [...]

Ήθελε να κάνει μια επίσκεψη στις θείες της προκειμένου να λάβει τη γνώμη τους για το ακόλουθο θέμα. Για αυτό έμεινε στο κατάλυμα για δύο μερόνυχτα και το ξημέρωμα της τρίτης μέρας ετοίμασε δύο πράγματα, λιγοστά τρόφιμα και δανεισμένα ζεστά ρούχα από την αδελφή του μεσήλικα, γιατί θα είχε να πραγματοποιήσει ένα νέο μακρύ ταξίδι με κατεύθυνση τα πάτρια εδάφη της και στην διαδρομή που θα διένυε, δεν μπορούσε να ξέρει τις μεταβολές του καιρού.

Αποχαιρέτησε τον κύριο-σωτήρα του συζύγου της όπως άρχισε να τον αποκαλεί και ξεκίνησε το ταξίδι με το άλογο της το οποίο μέσα σε δύο μέρες είχε αναρρώσει και κινούνταν τέλεια, σαν να μην είχε πάθει απολύτως τίποτα.

«Που ξέρω, άμα πιάσει δυνατή νεροποντή ή βγάλει ψύχρα στα ξαφνικά ας φορέσω το ένα από τα πανωφόρια πάνω μου » έλεγε στον εαυτό της καθώς προσπαθούσε να ρυθμίσει τη σέλα για το κάθισμα. Πράγματι μετά από δύο ώρες δρόμο και λίγα μέτρα απόσταση από τον σιδηροδρομικό σταθμό όπου θα έπαιρνε το τρένο για το τόπο της παλιάς κατοικίας της, ψιχάλες βροχής άρχισαν να προσγειώνονται στο έδαφος και να βρέχουν και εκείνη μαζί.

Ένας άντρας που έτυχε να περιμένει στην αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού το επόμενο τρένο με προορισμό μια πόλη δίπλα στο έδαφος της Κλημεντίνης, γύρισε το κεφάλι του και πρόσεξε την κοπέλα μολονότι φορούσε μια μακριά μπλε σκούρα κάπα και κρυβόταν κάπως το πρόσωπο της. Έκθαμβος, την πλησίασε προσεκτικά και της απηύθυνε το λόγο: « Δεσποινίς Κλημεντίνη;»

«Κύριε Αναξαγόρα; Τι κάνετε εσείς εδώ;»

«Περιμένω το τρένο, όπως εσύ υποθέτω. Πόσο σε άφησε ανέγγιχτη και ίδια ο χρόνος έτσι όπως σε θυμάμαι σαν μικρό κοριτσάκι;»σχολίασε με συμπάθεια.

«Έτσι πιστεύετε;»

«Ναι δεσποινίς μου, παρέμεινες ίδια με τα τονισμένα από τη γλύκα και την ευγένεια τα βασικά χαρακτηριστικά σου. Σαν ευάλωτος άγγελος ήσουν και παραμένεις. Η μητέρα και οι θείες σου έτρεφαν μεγάλη αδυναμία ».

«Τώρα διαμένετε σε άλλη πόλη;»

«Ναι  σε μια μεγαλούπολη σχετικά σε σύγκριση με τη δική σου επαρχιακή πόλη και βρήκα καλύτερη δουλειά για να εξασφαλίσω τον βίο της οικογένειας μου. Εργάζομαι ως τεχνίτης σιδήρου και χαλκού. Φιλοδοξώ να ανοίξω επιχείρηση και να συνεργαστώ με τον γιο μου, ο οποίος ενηλικιώθηκε πριν ένα χρόνο και είναι καλό να τον βοηθήσω τα πρώτα του ξεκινήματα »

«Χαίρομαι για εσάς, είναι πολύ αξιόλογο που δημιουργείτε κάτι δικό σας καλύτερο. Κρίμα που ο πατέρας μου φέρθηκε με άσχημο τρόπο απέναντι σας, αντί να σας κρατήσει στη δούλεψη του. Εκεί όπου τον βοηθούσατε σας κατηγόρησε άδικα και σας απέλυσε σαν συνεργάτη εκτός από φίλο. Βρεθήκατε στο δρόμο ανήμπορος και ούτε που νοιάστηκε για τη τύχη σας»

«Ναι αλλά ο πατέρας σου ποτέ δεν με κοίταξε με πραγματική συμπάθεια, ήταν ψυχρός και άπονος άνθρωπος στη πραγματικότητα που δεν είχε μεγάλη ανάγκη από φίλους. Εσύ και η μακαρίτισα μητέρα σου τόσο καλοκάγαθες υπήρξατε.

Μου προσφέρατε ένα πιάτο φαγητό διότι ήμουν στη κατάσταση όμοια ενός ζητιάνου. Δεν είχα στέγη, διατροφή και οι κοντινοί άνθρωποι μου υπέφεραν μαζί μου. Αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε τη διαμονή σε δομή αστέγων ευτυχώς όχι για πολύ. Μετακομίσαμε στη διπλανή ευμεγέθη πόλη και βρήκαμε σπίτι με αρκετό χώρο για εμένα και τη πολυμελής οικογένεια μου χάρη σε ένα κύριο που ήθελε να το πουλήσει. Τώρα έχουμε μια συναρπαστική πορεία ζωής ».

«Ναι πράγματι. Χάρηκα που μιλήσαμε κύριε Αναξαγόρα. Το τρένο μου κατέφτασε στον συρμό. Καλό σας ταξίδι »

«Καλό ταξίδι, παιδί μου» τη χαιρέτησε εύθυμος ο Αναξαγόρας. Ο αγαθός και υπέροχος κύριος που δεν άξιζε να υποστεί την συμπεριφορά του πατέρα της ο οποίος πλήγωσε τελικά πολλούς ανθρώπους στο διάβα της ζωής του, σκέφτηκε η Κλημεντίνη συγκλονισμένη.



Στο μεταξύ, στο πατρικό της κοπέλας...

«Τι λες να γίνεται με την ανιψιά μας; »συζητούσαν καθισμένες στο σαλόνι σκεφτικές και προβληματισμένες οι τρεις γυναίκες.

«Δεν ξέρω ελπίζω να είναι καλά, εννοώ να μην έμαθε την πικρή αλήθεια που θα αποκάλυπτε αβίαστα και ανενδοίαστα ο πατέρας της μπροστά στον Ναυκράτιο »

«Θα την έμαθε μέχρι τώρα φοβάμαι και τίποτα και κανένας δεν θα μπορεί να συγκρατήσει την αγανάκτηση και τη θλίψη της. Το διαισθάνομαι πως έγιναν κάπως έτσι τα πράγματα».

«Πως το διαισθάνεσαι;» Εκείνη τη στιγμή χτύπησε τη πόρτα τους κάποιος δυνατά και οι τρεις γυναίκες κοιτάχτηκαν ταραγμένες και απορημένες.

«Ελπίζω να μην είναι ο ανεπρόκοπος και απαράδεκτος αδερφός μας » μουρμούρισε ενοχλημένη η Αντωνία.

«Μη στέκεσαι και πήγαινε να ανοίξεις. Θα περιμένει ο επισκέπτης » τη πρόσταξε η Ευανθία. «Δεν νομίζω πως πρόκειται για τον αδερφό μας ».

Η Αντωνία άνοιξε τη πόρτα και η Κλημεντίνη έκανε την εντυπωσιακή είσοδο της με ρυθμό γεμίζοντας τις θείες της απορία αλλά και ευθυμία και ανακούφιση παράλληλα. Οι μεγαλύτερες γυναίκες αγκάλιασαν την ανιψιά τους και εκείνη τους περίγραψε τα γεγονότα όπως έγιναν.

Την αλήθεια που μαθεύτηκε για τον απάνθρωπο πατέρα της και τον Ναυκράτη και φυσικά δεν παρέλειψε την μοιραία γνωριμία και κουβέντα με τον γνωστό και προστάτη του συζύγου της, ο οποίος την έκανε να συλλογιστεί για τη στάση της απέναντι του...σχετικά με το πόσο σωστή και δίκαια ήταν ή όχι.

«Πέρασες όλα αυτά Κλημεντίνη μου; Φοβερό»

«Ο πατέρας σου κακούργος και απαράδεκτος, αλλά το περιμέναμε πως θα έφερνε τα δεινά μόλις κατέφτανε στο βασίλειο του άντρα σου. Δεν μπορέσαμε να τον εμποδίσουμε να φτάσει, λυπάμαι ανιψούλα μου »απολογήθηκε η Αντωνία.

«Ναι, όμως τώρα βρίσκομαι κοντά σας και δεν σκοπεύω να ξανα χάσω ποτέ σημαντικό χρόνο επικοινωνίας μαζί σας. Θα φροντίζω να σας επισκέπτομαι τουλάχιστον μια  φορά το μήνα και να κοιμάμαι στο πατρικό» κοίταξε τις τρεις θείες της συναισθηματικά φορτισμένη και βέβαιη για την υπόσχεση που τους έδωσε.

Και έτσι πέρασαν τέσσερις μέρες συγκατοίκησης με τις θείες της στο ίδιο σπίτι. Σε κλίμα χαράς, ευτυχίας και αισιοδοξίας επειδή επανενώθηκαν έστω και για κάποιο διάστημα.

Έτσι και ξεκουράστηκε η Κλημεντίνη από το ταξίδι και προετοιμάστηκε με τη βοήθεια και τα εφόδια τους από άποψη τροφίμων, χρημάτων και ψυχικών-πνευματικών συμβουλών και εμψύχωσης.

Καθώς ήρθε η μέρα που αποχαιρετούσε με γέλια, χαρές και συγκίνηση τις θείες της στράφηκε να δει τη φιγούρα ενός ατόμου κάπου στη μέση του λιβαδιού, η οποία άρχιζε να την πλησιάζει όλο και περισσότερο. Ο πατέρας της γονατισμένος, ψέλλισε με δυσκολία απ το βούρκωμα ένα συγνώμη.

Όσο και αν παρέμενε στα γόνατα σε παρακλητική στάση όμως η κόρη του παρέμενε ασυγκίνητη και ανεπηρέαστη. « Χρειάζεται χρόνος για να συλλογιστώ και να επεξεργαστώ  μέσα μου το θέμα της συγχώρεσης σου μπαμπά, ύστερα από το ανυπολόγιστο κακό που έκανες στη ψυχή μου » του μίλησε πάνω από το σκυμμένο σώμα η κόρη του σκληρή και άκαμπτη πλέον.

Γύρισε να κοιτάξει τις θείες της και τους είπε: « ευχηθείτε μου καλή τύχη εκτός από ταξίδι »

«Καλή τύχη, παιδί μου. Θα ευχόμαστε για το καλύτερο και θετικό σενάριο. Πιστεύουμε πως θα σμίξεις με τον Ναυκράτη και θα συγχωρέσετε ο ένας τον άλλον. Ζευγάρι είστε για αρκετό καιρό και αποδείξατε ότι η αγάπη σας κατέχει την ανάλογη αξία και τιμή των δοκιμασιών και του χρόνου που πέρασε. Άλλα ζευγάρια ίσως δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά όσο εσείς οι δύο» μίλησε με πίστη και αγάπη η Ευανθία. Οι αδελφές της κούνησαν το κεφάλι σε ένδειξη συμφωνίας.

«Σωστά τα λέει, άκου την κορίτσι μου και προσπάθησε να ενεργήσεις όπως μιλήσει η καρδιά σου. Αυτή είναι η πιο σημαντική και θα σου πει τι θα κάνεις »

«Σας ευχαριστώ για τη συμπαράσταση σας τούτες τις μέρες, εύχομαι να ειδωθούμε ξανά σύντομα. Θα έχω καλά νέα όταν σας επισκεφτώ από κοντά πάλι. Σας αγαπώ βαθιά και σας στέλνω τα φιλιά μου »κούνησε τα χέρια της η κοπέλα και οι μεσήλικες έκαναν το ίδιο με τρυφερότητα και έτσι αποχαιρετίστηκαν προσωρινά με την ελπίδα να μην τους συμβεί καμία κακοτοπιά ποτέ ξανά.


             
          [...]

Περπάτησε μέσα από τους δρόμους του δάσους και έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό για ένα ακόμα ταξίδι. Συνέχεια ταξίδια έκανε αυτό το διάστημα, αλλά ήταν απαραίτητα τη συγκεκριμένη φορά.

Χαρωπή και ανακουφισμένη κάθισε σε ένα ήσυχο και άνετο βαγόνι, με το πρόσωπο της να παρακολουθεί τη θέα των πράσινων τοπίων έξω από το τζάμι του βαγονιού και να νιώθει γεμάτη ελπίδα να αντιμετωπίσει το αύριο που τη περίμενε. Τη τελευταία διαδρομή για τη επάνοδο της γαλήνης της.

Έφτασε στο βασίλειο και όλο το υπηρετικό προσωπικό την υποδέχτηκε με κατάπληξη και σοκ μεν, αλλά ευχάριστηση. Έδειξαν την χαρά και την αισιοδοξία τους που έβλεπαν τη βασίλισσα τους ξανά στην οικία τους. Την καθοδήγησαν στους χώρους του παλατιού και της έδειξαν που βρισκόταν ο άρχοντας Ναυκράτης.

Η κοπέλα βγήκε στο εξωτερικό μπαλκόνι, αφουγκράστηκε το δροσερό  αεράκι και πήγε στο κέντρο του κήπου του παλατιού. Αυτό που είδε δεν μπορούσε να το συλλάβει και να το χωνέψει ο νους της αρχικά. Ο άντρας της έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Συγκινήθηκε και αυτό ήταν κάτι που παρατήρησε πολύ καλά η Κλημεντίνη.

Επειδή την είδε...είδε πως ξαναγύρισε η λατρεμένη σύζυγος του στο σπίτι τους. Και στην καρδιά του όμως επέστρεψε σίγουρα; Ήταν η 'οικογένεια' του και δεν της άξιζε η άκαρδη και διπρόσωπη κακή πράξη που της έκανε. Δεν θα της ξανα-συμπεριφερόταν με τον ίδιο τρόπο.

«Κλημεντίνη γλυκιά μου. Όποια κατηγορία και να μου προσάπτεις θα έχεις δίκιο »ξεκίνησε να μιλά με σπασμένη και δυσοίωνη φωνή.

« Ησύχασε, δεν είναι ανάγκη να δείχνεις λυπημένος και καταβεβλημένος. Κατάλαβα πως με αγαπάς γλυκέ μου, το κατανόησα όταν έφυγα για κάποιο διάστημα μακριά από εσένα και το παλάτι. Ίσως ήταν καλύτερα που έγινε έτσι. Μόλις μου πέρασε η αναστάτωση, η οργή και ο πόνος σκέφτηκα πιο λογικά και συνετά. Η αγάπη μου για σένα είναι πολύ μεγάλη, σημαντική και ισχυρή για να την υπερνικήσει η στιγμιαία θλίψη και απογοήτευση όταν έμαθα για τη προδοσία του πατέρα μου και το λάθος σου από τη πλευρά σου να συμμετέχεις σε συμφωνία μαζί του ».

« Αλήθεια μιλάς γαρδένια μου; Μου προσφέρεις τη τιμή της συγχώρεσης σου;»

« Ναι Ναυκράτη! Σε συγχωρώ βαθιά και ειλικρινά. Σε αγαπώ, σε συμπονώ, σε νιώθω και σε δέχομαι αγαπημένε μου. » του ομολόγησε πως έμαθε για τις δυσκολίες και τις συνθήκες του παρελθόντος του κάνοντας τον να την παρατηρήσει απορημένος.

Του εξήγησε αμέσως, μόλις είδε την απορία στην έκφραση του πως ένας αγαθός κύριος γνωστός του από τα παλιά που βοήθησε και έπαιξε ρόλο στο να δοθεί στην καινούρια του οικογένεια, της αφηγήθηκε μέσα σε ένα απόγευμα την ιστορία του. 

Εκείνος  αμέσως κατάλαβε για ποιον μιλούσε η γυναίκα του και χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη  για τον κύριο. Μόλις  έκλεισε η συζήτηση, οι δύο νέοι αφοσιώθηκαν στις ματιές τους και σε αυτό το υπέροχο, δυνατό ,συγκλονιστικό, διεγερτικό πράγμα που συνδεόταν με τις αισθήσεις τους.

Παραδόθηκαν και παρασύρθηκαν σε ένα φιλί γεμάτο ζεστασιά αγάπη και πάθος που δεν χωρούσαν στον κόσμο του σύμπαντος όλου.

Η μοίρα διάλεξε για αυτούς να έχουν ένα ευτυχισμένο τέλος. Τους σφράγισε με αυτό. Δεν είχαν τίποτα άλλο να κάνουν για να φτάσουν σε αυτή την ευτυχία και χαρά ζωής. Παρά μόνο να παρέμεναν ενωμένοι ως οικογένεια που θα πορευόταν μαζί στο χρόνο...

ΤΕΛΟΣ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top