4. Θάνατος & Παράδεισος ಇ

Μμμμ... Όσο περνούσαν τα λεπτά δεχόταν ερεθίσματα του περιβάλλοντός της. Και διέφεραν από εκείνα τα αβάσταχτα που θυμόταν να υποφέρει προτού πεθάνει. Τώρα τα άκρα της δεν πονούσαν απ' το μελάνιασμα του πάγου, αντιθέτως μία ευχάριστη αίσθηση τα γαργαλούσε, της τα βάραινε πολύ ανέμελα. Γλυκή θερμότητα την αγκάλιαζε από την κορυφή ως τα νύχια, κάθε πληγωμένο κομμάτι τώρα υφίστατο μονάχα μία βαθύτατη, βελούδινη τέρψη και γουργούριζε σαν γάτα που λιαζόταν ένα ζεστό μεσημεράκι πίσω από το παράθυρο. Κουλουριασμένη σε μια χουχουλιάρικη, μαλακή φωλιά. Βάλσαμο για κάθε της παραμικρή ενόχληση, σώματος και ψυχής. Η αναπνοή επίσης πολύ ξεκούραστη, ρυθμική. Σχεδόν απολαυστική. Κι όλα αυτά κατάσταση απόλυτης ευδαιμονίας, ικανή να την αγαπήσεις, να την ερωτευτείς. Γιατί δεν πέθαινα νωρίτερα αφού ο Παράδεισος είναι τόσο γαλήνιος...; Τόσο γλυκός, θερμός και ήρεμος...; Έτριψε το μάγουλό της στα μαλακά μ' ένα παιδικό μειδίαμα.

Κάτσε... Τι...; Αφού είμαι απέθαντη! Ποιός θάνατος;! Ποιός παράδεισος;! Ανοίγει τα μάτια και κοκαλώνει, όσο το μειδίαμα σβήνει άλλο τόσο γουρλώνει τα μάτια. Πάνω από το κεφάλι της ένα μαύρο, μεταλλικό σαγόνι κ' είναι στραμμένο κάπου μακριά. Και ύστερα το κεφάλι χαμηλώνει, σε εκείνη. Την προσοχή της τραβάνε δυο οριζόντιες, μαύρες σχισμές, πορτοκαλί και κόκκινες λάμψεις από σπιθίτσες μιας φωτιάς που καθρεφτίζονταν στην επιφάνειά τους, την κοίταζαν κατάματα. Μένει κι αυτή να τις κοιτάζει σαν μαλάκας και σμίγει τα φρύδια περισσότερο με κάθε δεύτερο.

"Καλησπέρα."▪️

Σκάει μία αδέσποτη σφαλιάρα στον κάτοχο του μαύρου κράνους και της διαολεμένης, τραχιάς φωνής και παραλίγο δεν του ξεκόλλησε το σαγόνι. Παράξενο να τρομάζει κανείς από μία τόσο ευγενική κουβέντα. Ο Βίλχελμ γρήγορα στρέφει το πρόσωπο ξανά προς το δικό της έξαλλα και συνοφρυωμένα.

"Τι έχεις πάθει με τα χαστούκια!"▪️

Μία φωνή που θα μπορούσε να γκρεμίσει την πανοπλία του περιβόητου Χάβελ, του πέτρινου πολεμιστή. Η Στάχτη τρομάζει, σπρώχνει το στήθος του και γλιστράει μέσα από τα χέρια που δημιουργούσαν για κείνη την προαναφερόμενη φωλιά. Κι από την ψύχρα του πατώματος που τη συγκλόνισε μόλις σωριάστηκε μόνο τότε κατάλαβε πως κειτόταν σχεδόν γυμνή.

Σέρνεται κάνα δυο μέτρα, πάει να σηκωθεί, αλλά, ξέρεις, όποιος βιάζεται σκοντάφτει και πράγματι η Στάχτη παραπατεί. Αργότερα παρατηρεί πανικόβλητη πως την εμποδίζει ένα μεταξωτό, κόκκινο ύφασμα κι άμεσα με συσπάσεις κι απότομους ελιγμούς μοχθεί να το εξορκίσει από πάνω της. Σπεύδει να βρει με τη ματιά της σε μια κατάσταση παράνοιας ένα όπλο, μία ασπίδα, κάτι να θωρακιστεί... μα σε ολόκληρο το παρεκκλήσι δεν υπάρχει τίποτα πέρα από χιλιάδες βιβλία και κάνα λευκό κερί. Ίσως μία καρέκλα...

Στρέφεται και πάλι στον ιππότη. Στο καταπονημένο κορμάκι της εκρήγνυνται ορμόνες ανησυχίας και τρόμου, το αίμα κυλά σαν να εκτοξεύεται στις αρτηρίες και η καρδιά σαν να τη σφίγγει μία αδίστακτη γροθιά. Κάθε ψήγμα ηρεμίας έχει εξαφανιστεί κι ολόκληρη η υπόστασή της, σώματος και ψυχής, λες κι αρχίζει να φθείρεται πάλι, ξανά από την αρχή. Όχι πάλι... Δεν έπαψα να υποφέρω μόνο για να λαβωθώ ξανά!

Δεν παίρνει στιγμή το βλέμμα της απ' τον ιππότη, δειλά δειλά στις μύτες των ποδιών της πλησιάζει, πλησιάζοντας ασυναίσθητα λιγάκι και τη φωτιά. Ακόμη κι έτσι δεν σκοπεύει να το βάλει κάτω, δεν παραδίνεται, αυτό θα έκανε κάθε τολμηρός πολεμιστής. Σηκώνει τις γροθιές έτοιμη ν' αναμιχθεί ξανά, όμως ξαφνικά θυμάται ότι τα χέρια της εκτός από άδεια είναι κι εντελώς γυμνά. Η πανοπλία μου... Τα γαντάκια μου... Το πολυλατρεμένο μου σπαθί... Φορώ τουλάχιστον στον κώλο μου κάνα βρακί...;

Κρίσιμο, κρίσιμο... σκέφτεται μες στον ιδρώτα. Απροστάτευτη, απέναντι από τον ολότελα θωρακισμένο εχθρό άκρως ευάλωτη. Εκείνος έτοιμος, πλήρως εφοδιασμένος να λάβει θέση σε άγρια μάχη... κι εγώ; Τι θα μπορούσα να κάνω; Τι επιλογές υπάρχουν; Το έχω χάσει το παιχνίδι. Να τρέξω μακριά; Κι άιντε, πες πως τρέχω... Να πάω πού;! Γυμνή μέσα σε θερμοκρασίες παγετώνα! Σε ελάχιστα λεπτά θα 'χω πεθάνει... Και δεν είναι καθόλου καλή ιδέα να πεθαίνει κανείς.

"Ηρέμησες;"▪️

Δεύτερη λέξη που ξεστομίζει και δεύτερη φορά που η Στάχτη τινάζεται.

"Εξηγηθείτε! Τι σημαίνουν όλα αυτά;! Πού είναι η πανοπλία μου;! Πού είναι τα όπλα μου;! Τι έχετε κάνει;!"🔸

Αρχίζει να τρέμει μέχρι και το στηθάκι της. Φταίει το κρύο; Ο φόβος για τον εχθρό; Δεν σκέφτεται, μονάχα με το ένστικτο πράττει κι αφού ζυγίζει καλύτερα τα πράγματα απομακρύνεται αργά ωσότου ακουμπά την πλάτη της σε άλλη μια βιβλιοθήκη. Μετά απ' αυτό δεν πλησιάζω βιβλιοθήκη ποτέ ξανά... Αν δηλαδή υπάρξει και «μετά».

Ρίχνει μία κλεφτή ματιά ολόγυρα στο δωμάτιο, μα και πάλι τα πράγματά της δεν φαίνονται πουθενά. Μόνο κηλίδες αίματος που χύθηκαν νωρίτερα από τ' αρχοντικό, δίμετρο σπαθί του. Τα τραύματα! θυμάται και σπεύδει αμέσως να τα ψηλαφήσει. Τα βλέπει κ' είναι κλειστά, εντελώς επουλωμένα. Αντί γι' αυτά στη θέση τους υπάρχουν μόνο λευκά σημάδια, ακόμη κι έτσι όμως αντιλαμβάνεται το μέγεθος της ζημιάς.

"Κάθισε. Δεν θα σου επιτεθώ."▪️

Στενεύει λίγο τα μάτια και μένει να τον κοιτάζει δύσπιστα. Ακούγεται... ειλικρινής, αλλά μετά απ' όσα συνέβησαν, δεν την αφήνουν να τον εμπιστευτεί. Όμως... γιατί μου χάρισε τη ζωή, ενώ μπορούσε κάλλιστα να με σκοτώσει; Σκύβει σιγά σιγά, αρπάζει το κάλυμμα, χοροπηδά και πάλι προς τα πίσω κι ανοιγοκλείνει εμβρόντητη τα βλέφαρά της. Καθ' όλη τη διάρκεια ο ιππότης την παρακολουθεί καθιστός αναπαυτικά και στο τέλος ξεφυσά με την αλλόκοτη συμπεριφορά της.

"Τέλος πάντων... πάρε τον χρόνο σου."▪️

Στο μυαλό της αναπαράγονται κάθε λογής απορίες, μια πιο ελπιδοφόρες, μια εντελώς ανάμεικτες, αλλά με το στοιχείο της αβεβαιότητας να κυριαρχεί σε όλες. Τυλίγει το κάλυμμα γύρω της να κρύψει το στήθος και τις σφιχτές καμπύλες της, το περνά και πάνω απ' τα μαλλιά. Και σιγά σιγά... μια ανεπαίσθητη ανωριμότητα την υποτάσσει και χαμογελά. Διάπλατα απ' άκρη σ' άκρη, σαν να 'γινε κάποια σκανδαλιά. Τα... κατάφερα δηλαδή;

Λίγο αργότερα γονατίζει αντικριστά του, οι δυο τους να ξαποσταίνουν γύρω από τη φωτιά. Με κάθε λεπτό συνηθίζει όλο και περισσότερο τη νέα στάση που κρατά απέναντί της. Η καρδιά της, οι ώμοι, η έκφρασή της ηρεμούν κι αυτά. Στο υποσυνείδητο αρχίζει να εγκαθίσταται και η ιδέα πως πια δεν κινδυνεύει. Κι επιτέλους αφήνεται στη χάρη της ανεκτίμητης φωτιάς, να την έλξει, να τη χαϊδέψει κι ως αποτέλεσμα να 'ρθουν και μεταξύ τους πιο κοντά. Τη Στάχτη καταφέρνει αρκετά με τις τσαχπίνικες λάμψεις της να την υπνωτίσει, η ανάπαυση κοντά σε πηγή θερμότητας μετά από μια τόσο επίπονη περιπέτεια σε ψύχη: χάδια αγγέλων για εκείνη, ώστε παρασύρεται ακόμη να γείρει πάνω της. Ο Βίλχελμ όμως... αφηρημένος, σκληρά σκεπτόμενος και βυθισμένος, ποιός ξέρει σε τι ζητήματα και σκέψεις πλανιέται ο νους του... Σαν ένα άψυχο κουφάρι, στην ίδια ακριβώς θέση που βρισκόταν απ' όταν η Στάχτη ξύπνησε.

Δεν θέλει άραγε κι αυτός να ηρεμήσει λίγο υπό τη χάρη της ζεστασιάς; Ή μήπως τόσο βασανισμένος είναι που αποκόπτεται τελείως από τα κοσμικά; Ή μήπως είναι απλά τόσο Κούφιος που έχει χάσει την αίσθηση της θερμότητας, κι ένα μέρος της αφής; Τι ωραία πανοπλία... και τι ωραίος ο χορός της φωτιάς.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top