3. Δηλητήριο αντί για αίμα ⚔
Οι αισθήσεις επανέρχονταν ξανά. Κάτι ζεστό κυλούσε στον λαιμό της εσωτερικά κι εξωτερικά κ' ήταν ζεστότερο από αίμα. Έστους! Καταπίνει μόλις αντιλαμβάνεται αχόρταγα το ζωογόνο βάλσαμο. Τι στο καλό συμβαίνει; Ποιός με ποτίζει; Ανάσανε κι ανέκτησε μια στοιχειώδη αντίληψη, βρισκόταν ακόμη υπό την απειλή της κόκκινης χείρας, αυτό μπορούσε να το καταλάβει, στριμωγμένη στον ίδιο τοίχο, στο ίδιο ακριβώς σημείο. Είχε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου κι ο Βίλχελμ ενδιαφερόταν να την κρατά μόνο οριακά στον κόσμο της συνείδησης. Και τότε κύμα ανεξέλεγκτης παράνοιας τη χτύπησε κατακούτελα κι άρχισε μ' ένα αναπάντεχο παραλήρημα.
"Τους είδατε να ξερνούν δηλητήριο;! Είδατε τα μάτια τους που 'χουν θολώσει;! Είδατε πώς σέρνουν τα σαπισμένα στομάχια τους;! Δεν απορείτε;! Δεν απορείτε πώς ακόμη συνεχίζουν να ζουν;! Μέσα σε τόσο, μα τόσο σάπια κορμιά; Είναι αυτός ο κόσμος σας της γαλήνης κι ανακούφισης που λέτε;! Ο Πίνακας πρέπει να καεί! Για χάρη της αναγέννησης! Για χάρη ενός νέου, υγιούς κι αμιάντου κόσμου!"🔸
"Δεν καταλαβαίνεις... δεν έχεις ιδέα τι έχει προηγηθεί. Όσοι ζουν εδώ το έχουν επιλέξει. Ο Πίνακας υπήρξε άσυλο για τις πιο καταρρακωμένες ψυχές που ο δικός σου κόσμος προξένησε. Ο δικός σου κόσμος είναι αυτός που πρέπει να καεί... Από εσάς έχει γεννηθεί κάθε Κατάρα!"▪️
Οι κατηγορίες ηχούσαν σαν να μην προήλθε κι αυτός απ' τον «δικό της» κόσμο. Σαν να μην υπήρξε κι αυτός λιθαράκι της παρακμής του, στην πραγματικότητα έφερε βαρύ μερίδιο. Πόσες αυταπάτες... Για πόσα μπορεί κανείς να ψεύδεται προς το ίδιο του το πρόσωπο... και το πιο σημαντικό... γιατί;
"Ρίχνετε σκόνη... στα ίδια σας τα μάτια. Επειδή δεν θέλετε να πιστέψετε πως έφτασε η ώρα. Να απαρνηθείτε τη Φ-"🔸
Ξάφνου την τραβά προς το μέρος του μόνο για να χτυπήσει το κεφάλι της πάνω στο ράφι, λες και τη μίσησε μόλις πήγε να προφέρει το όνομα της Λαίδης του. Και -σαν να μην έφταναν τα τραύματα, η ζάλη- τώρα θα αιμορραγεί από μία ακόμη ανοιχτή πληγή. Για μια στιγμή λιποθυμά ξανά κι όταν συνέρχεται τα χέρια της σφίγγουν τον καρπό του ξύνοντας το μεταλλικό του γάντι και τρυπώνοντας θλιβερά τα δάχτυλα κάτω από τα δικά του, μα σάμπως θα ελευθερωθεί; Αξιολύπητη...
"Ποτέ δεν θα προδώσω τη Φριντ! Μπορεί ο Πίνακας να μην είναι τόσο υγιής όσο ήταν κάποτε... αλλά παραμένει σπίτι και καταφύγιο για τη θλίψη πολλών! Πώς θα σου φαινόταν αν κατέστρεφα το δικό σου σπίτι, ακόμη κι αν δεν ήταν στα καλύτερά του;! Πώς θα σου φαινόταν να έκαιγα τον κόσμο σου μαζί κι εσένα;! Και μην πεις πως δεν είναι χειρότερος απ' τον δικό μας!"▪️
Είναι πράγματι χειρότερος, αλλά με βασική διαφορά πως αυτόν δεν μπορεί κανείς να τον ελέγξει...
"Μη σου πω, Στάχτη... πώς θα σου φαινόταν αν έκαιγα την Πίστη σου; Ή τον θεό σου; Ή τέλος πάντων ό,τι είναι αυτό που σου δίνει λόγο ύπαρξης, ενώ εσύ θα συνεχίσεις σαν κάτι μικρό και μίζερο να υπάρχεις; Κουράγιο να συνεχίσεις να ζεις; Τουλάχιστον εδώ για 'μένα και γι' αυτούς υφίσταται ειρήνη! Μία βαθιά, εσωτερική γαλήνη στις ψυχές μας κι ας ταλαιπωρείται το σώμα!"▪️
Σεβαστέ μου Σερ Βίλχελμ... Μου ζητάτε βοήθεια, το νιώθω... το βλέπω στα μάτια σας. Το ακούω στη φωνή σας. Βάζω στοίχημα πως γι' αυτό με κρατάτε ακόμη ζωντανή. Προσπαθείτε να βρείτε την ελπίδα σε μία μου λέξη, μία κουβέντα που θα σας εξασφαλίσει τη σιγουριά και να γαντζωθείτε από 'κείνη. Τις γραπώνετε μία μία με λύσσα από το στόμα μου και τις ζυγιάζετε. Κι ας δείχνουν το αντίθετο τα λεγόμενά σας. Μου μιλάτε με την ψυχή σας τώρα. Γι' αυτό δεν με σκοτώσατε πριν. Γι' αυτό αστοχήσατε εκούσια το σπαθί σας. Ένα κομμάτι σας δεν άντεξε να με ξεφορτωθεί. Σας καταλαβαίνω απόλυτα. Αφήστε τα όλα πάνω μου, ένα μονάχα πράγμα απαιτείται από εσάς. Θάρρος. Γιατί το Ήθος ήδη το κατέχετε, το έχετε βαθιά έμφυτο στην καρδιά σας.
Η Στάχτη μόλις τον διάβασε, επιβεβαίωσε ολοκληρωτικά τι ήταν αυτό που τον κρατούσε τόσο πεισματικά προσκολλημένο στον Όρκο που 'δωσε, στο θέλημα της Λαίδης Φριντ. Αγαπούσε τη Φριντ γιατί του έδινε έναν Σκοπό. Μια κινητήρια δύναμη να μην πέφτει σε λήθαργο το πνεύμα, η φλόγα του να αναζωπυρώνεται και πάλι κάθε φορά που εξαντλείται το καύσιμο της ψυχής. Μόνο σε ένα πράγμα η Στάχτη έσφαλε: το πείσμα του θα αποδεικνυόταν ισχυρότερο απ' όσο το νόμιζε.
"Ειρήνη... λες; Αν με αυτό εννοείτε τους ακόλουθους της Φριντ που σφαγιάζουν και διαμελίζουν χωρίς κανέναν δισταγμό ομοίους τους, όσους πλησιάζουν τον Καθεδρικό Ναό ή όσους εκλιπαρούν αυτός ο Πίνακας να καεί, τότε είστε... τρελός."🔸
Την άρπαξε και με τα δύο χέρια πάνω στην απελπισία· ένας πνιχτός λυγμός σαν από κλάμα που θα του ξέφευγε να μη φανεί, όμως απέτυχε. Συγκρατιόταν να κρύψει τα συναισθήματά του με μεγάλο ζόρι στη σκιά και τη σιωπή, μα εκείνη η σύντομη φωνούλα τα διέλυσε όλα, ρήμαξε και το τελευταίο κομμάτι της ψυχρής περσόνας του. Και η Στάχτη τον λυπήθηκε πάρα πολύ. Ποιός άραγε βρισκόταν σε πιο θλιβερή κατάσταση - η μια πληγμένη φυσικά κι ο άλλος...;
"Γ-γιατί είναι η-η συντριπτική... πλειοψηφία-α."🔸
Τραυλίζοντας επαίσχυντα κι αγκομαχώντας τα μάτια της βουρκώνουν από τον φόβο του πνιγμού κ' η πίεση στο κεφάλι αυξάνεται ραγδαία, τα αγγεία μέσα στη μύτη σκάνε. Αίμα διαρρέει κι από 'κει. Πόσο ακόμη να αντέξει αυτό το σώμα, πόσο ακόμα μέχρι να αποστραγγιστεί... Ας παραμείνω γενναία!
"Βοηθήστε με να την ελευθερώσω και να της δείξω φλόγα-α..."🔸
Σκύβει το κεφάλι το δάκρυ να μείνει αθέατο μέσα στο κράνος, καθώς ξεσπά ήσυχα, οι κραυγές γαργαλώντας τα πνευμόνια του, πασχίζοντας από κει μέσα να σφενδονιστούν.
"Π-πριν λίγες ώρες... συνάντησα έναν. Τον έψαξα πολύ μέχρι να τον βρω, ο μοναδικός σε θέση να μιλήσει, γιατί οι υπόλοιποι υπέκειντο σε μια κατάσταση μόνιμου ξερατού κι ας είχαν τρυπημένα στομάχια... Κολλημένοι... σε ένα μακρόσυρτο αντανακλαστικό, οι αμυγδαλές γυρισμένες έξω από το στόμα, δηλητήριο αντί για αίμα. Είμαι σίγουρη πως έχετε δει κι εσείς το σκηνικό. Πολλές φορές. Ξέρετε... τι μου ζήτησε;"🔸
Ο Σερ Βίλχελμ σώπασε. Την κοίταξε, τα μάτια του γυάλιζαν, και πάγωσε ξανά. Αδημονώντας και μαντεύοντας ήδη... πως θα του ψιθύριζε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, την ίδια τραχιά φωνή του κακόμοιρου εκείνου πλάσματος που σάπιζε ζωντανό. Άλικοι μύκητες κι ένα αποτρόπαιο, βλάσφημο πρήξιμο στον λαιμό του σε διαφθορά από σήψη.
"Κάψε τον Πίνακα-"🔸
"ΣΤΑΜΑΤΑΑΑΑΑ!"▪️
Κραυγάζει, ο νους, η καρδιά θρύμματα μονομιάς, πάνω στη σύγχυσή του καταρρέει, το μέτωπό του στο δικό της δίχως επίγνωση, εκτός τόπου και χρόνου, εκτός πραγματικότητας και συνειδητοποίησης.
"Σε-ερ-... π-πνίγ-γεις... π..."🔸
Σπαρταρά, τινάζει λίγες φορές τα πόδια, σπρώχνει, κλωτσά, αρπάζει, γρατζουνά, στριγκλίζει. Τα πάντα γύρω της μαυρίζουν, πιάνει τα χέρια του, το κεφάλι του, το ξύλο, τη βιβλιοθήκη, ένα βιβλίο που δεν βρίσκει ούτε την ελάχιστη δύναμη να το σηκώσει πέφτει από το ράφι, άλλο βιβλίο λεπτότερο να του το φέρει στο κεφάλι, μα τίποτα... Οι αντίχειρές του βαθιά μπηγμένοι στον λάρυγγά της, εκείνος σε ανυπόφορο μοιρολόγι· τον θάνατο του ψεύτικου ονείρου που βάσιζε ολόκληρη την υπόστασή του. Αίμα στο στόμα, τη μύτη και τα μάτια, έφτυνε σάλια πνιγμού κι αίμα παντού.
"Βίλ-"🔸
Τα πνευμόνια της να φλέγονται, φωτιά κανονική στο στήθος, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιέται κοιτάζοντας τον θάνατο -τον πλέον παλαίμαχο- κατάματα, μία στιγμή πριν της χαρίσει το φιλί του χαμογελώντας σαρδόνια και πολλά υποσχόμενα: άραγε θα κουνηθούν ξανά; Το τελευταίο πράγμα που θυμάται: το κλάμα, ενώ λιποθυμά στα χέρια του λυπημένου φονιά που έλεος στιγμή; δε δείξαν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top