1. Μάχη στο παρεκκλήσι ⚔

"Λοιπόν... εικάζω πως είσαι... Στάχτη. Καμιά καμπάνα δεν χτύπησε, κι όμως... γλίστρησες μέσα στον πίνακα; Αχ, δεν έχει σημασία... Αν έχεις χάσει τον δρόμο σου, τα λόγια της Λαίδης Φριντ θα σε καθοδηγήσουν. Τώρα... πήγαινε μέσα. Δείξε σεβασμό... κι άκουσε προσεκτικά."▪️

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Η Λαίδη Φριντ μίλησε, έτσι δεν είναι; Τότε μην καθυστερείς άλλο. Εξαφανίσου. Ένα πράγμα πρέπει να γνωρίζεις, Στάχτη. Μέσα στον παγωμένο Πίνακα, η περιέργεια... θα σημάνει το μαρτύριό σου... Απομακρύνσου από την εξασθενημένη φλόγα... και το χιόνι θα σε καταπιεί ολόκληρη."▪️

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Άφησέ με να περάσω!"🔸

Η Στάχτη κατεβάζει το σπαθί της για μυριοστή φορά πάνω σ' εκείνη την ασπίδα, καθώς ο Βίλχελμ προλαβαίνει και πάλι να τη σηκώσει. Ο Σερ Βίλχελμ είναι ένας ασυνήθιστος ιππότης και η παραξενιά του αυτή εντοπίζεται ακόμη και στα όπλα που φέρει ως «ανεξάρτητος» πολεμιστής. Το σπαθί του -που η Στάχτη ίσως και να ζήλεψε διαβολεμένα από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε- φαίνεται περισσότερο για περίτεχνο κόσμημα κι όχι για αντικείμενο που προορίζεται να διαβρωθεί. Η λεγόμενη ασπίδα του... μοιάζει με κόκκινη πύλη που καμπυλώνει τον χωροχρόνο, ρουφά μέσα της οτιδήποτε αγγίζει κι έχει ίχνη ζωτικότητας. Όχι ύλη, μα κάτι υπερφυσικό που εμπεριέχεται σ' αυτήν. Όπως ας πούμε... η ζωή της. Όλα αντικείμενα που θα ταίριαζαν σε απέθαντους-αποκυήματα του σκότους, μα ταυτόχρονα σε ευγενείς. Εμποτισμένα με μαύρη φλόγα, την ίδια φλόγα που αποπνέει και η ψυχή της Λαίδης Φριντ, τρεφόμενη πάντα από την ψυχή του φορέα. Σε αυτήν την περίπτωση: την ψυχή του ιππότη. Καθετί πάνω του έχει μια δική του ιστορία να πει.

"Άφησέ με να την ελευθερώσω! Έχει παρατραβήξει πια! Άσε με να την πάρω μαζί μου!"🔸

Όμως μάταια σπαταλάει το σάλιο της. Όσες φορές, όσο δυνατά κι αν του το φωνάξει δεν πρόκειται να συγκινηθεί. Κάτι θα τον κρατούσε δέσμιο σε μια αδιαπέραστη απάθεια. Κάθε της παράκληση ή εντολή πέφτει σε τοίχους και βουλωμένα αυτιά. Βουλωμένα από την Πίστη τους στη Λαίδη.

"Σου ξεκαθάρισα από την πρώτη στιγμή πως δεν ανήκεις εδώ. Δεν ξέρω πώς το βρήκες... δεν ξέρω ποιός σε οδήγησε... αλλά θα φροντίσω να εγκαταλείψεις!"▪️

Το σώμα του ιππότη συνεργάζεται τόσο έντονα με τον νου, τα σιδερένια δάχτυλα τυλίγουν σφιχτότερα το δίμετρο σπαθί κι ανυψώνεται πιο απειλητικά ανάμεσά τους καθώς της απαντά. Δεν λυπάται τίποτα και κανέναν όταν πρόκειται για το θέλημα της Κυράς του.

"Με ή χωρίς τη θέλησή σου."▪️

"Λυπάμαι, ειλικρινά. Μα δε γίνεται..."🔸

Και η Στάχτη, μέσα σε όλα όσα έχει δοκιμάσει εναντίον του κι απέτυχαν, σκαρφίζεται κάτι διαφορετικό. Έναν ακόμη άσσο. Κατεβάζει τα χέρια σαν να παραδίνεται, γίνεται με απώτερους σκοπούς ευάλωτη να δώσει έμφαση σε αυτό που πρόκειται να πει.

"Ξέρεις, ιππότη, τι λένε οι ιστορίες, έτσι;"🔸

Μονομιάς κοκαλώνει κι αλλάζει η υπόστασή του, από στιβαρός σαν άγαλμα, λες τώρα πως κρέμεται ξαφνικά απ' τα χείλη της. Εδώ και τώρα. Ανισόρροπος και γαντζωμένος, μισός από μια μάταιη ελπίδα, μισός απ' τη σκληρή αλήθεια. Από αυτό που δεν αντέχει ν' ασπαστεί.

"Μόλις οι Στάχτες γίνουν δύο..."🔸

Και μέσα σε μια στιγμή τρελαίνεται, κραυγάζει, δεν θέλει πράγματι να την πει. Να την ακούσει. Της ρίχνει κι αυτός μια δυνατότερη με το δικό του βαρύτερο σπαθί. Και δυστυχώς η δεύτερη Στάχτη δεν προλαβαίνει να καλυφθεί, δέχεται κατακόρυφο χτύπημα μεταξύ του ώμου και του λαιμού και σωριάζεται στο έδαφος, μία μίξη πάγου κι άβιας ύλης. Το πρόσωπό της τρίβεται άγρια στη μια μεριά από τα θρύψαλα του κρυσταλλωμένου χιονιού. Χιόνι γεμάτο ξερά κοτσάνια από τη νεκρή βλάστηση και βουτηγμένο σε μαύρο, σαπισμένο αίμα που χύθηκε νωρίτερα από κατοίκους αυτού του μολυσμένου τόπου. Ύστερα ένα βαθύ κάρφωμα κάτω από τα πλευρά της, εκεί ακριβώς όπου το μέταλλο της πανοπλίας της απουσιάζει για χάρη της ευκαμψίας. Αβάσταχτος, όλος μία βοή ψιθυριστού πόνου, τα χείλη της τρέμουν, το σαγόνι συσπάται ξανά και ξανά, οι κόρες διαστέλλονται τρομερά και ύστερα τα δόντια τρίζουν. Τρίξιμο τόσο δυνατό μέχρι που οι γνάθοι κλειδώνουν μεταξύ τους, τα νεύρα από τα δόντια μέχρι τους κροτάφους να τη σοκάρουν βάναυσα με τη σειρά τους... Ακινητοποίηση. Σοκ. Πόνος. Μια δεύτερη προσπάθεια να ουρλιάξει, να ξεθολώσει την όρασή της, όμως οι γνάθοι κλείνουν ξανά με φοβερή αντίσταση. Σπασμοί κι ακούνητοι μύες για αρκετά δευτερόλεπτα.

Την καρφώνει ξανά πάνω από τον γοφό κι αισθάνεται μέσα της ένα οστό να σπρώχνεται από τη μύτη του μετάλλου. Είναι καταδικασμένη... Χωρίς εναπομείναν θεραπευτικό Έστους δεν πρόκειται να επιβιώσει από το διαπεραστικό σχίσιμο της σάρκας και των οργάνων. Σηκώνει το σπαθί για τρίτη μοιραία φορά και της το κατεβάζει με δύναμη στο κεφάλι. Το κρανίο της ταλαντεύεται μέσα στο κράνος και πλέον η αίσθηση του σώματος στο σύνολό της μοιάζει να είναι κατευθείαν βγαλμένη από τα άδυτα της κολάσεως. Ιδίως με τη θερμοκρασία μακράν υπό του μηδενός που της έχει μουδιάσει και μελανιάσει για τα καλά τα άκρα. Αν δεν καταφέρει σύντομα να πάρει ανάσα δεν θα προλάβει να πεθάνει ούτε από τον πόνο, ούτε την αιμορραγία, αλλά από ασφυξία.

Στηρίζει το σπαθί στον ώμο του, ενώ κλωτσά το μπράτσο της να την περιστρέψει τόσο, ώστε να κείται ανάσκελα. Φέρνει και σημαδεύει τη μύτη του σπαθιού ανάμεσα στην κατακόρυφη σχισμή του κράνους της να την αποτελειώσει. Αν δεν πράξω εδώ και τώρα... όλα τελείωσαν.

Όμως, ενώ η Στάχτη βρίσκεται σχεδόν λιπόθυμη κι ανίκανη να συνειδητοποιήσει πόσο κρίσιμη είναι η κατάσταση, κάτι σαν... θαύμα συμβαίνει. Τη στιγμή που ο Σερ Βίλχελμ κατεβάζει το σπαθί με ολόκληρο το βάρος για ορμή, καθώς φωνάζει διαπεραστικά λες και λυτρωτικά, με κάποιον απίστευτο τρόπο αστοχεί, σαν κάποιος ή κάτι να σκούντηξε το σπαθί. Καρφώνεται βαθιά στον πάγο δίπλα από το κεφάλι της και ευτυχώς σφηνώνει. Μέχρι να σπεύσει στη Στάχτη εκείνη έχει ήδη συνέλθει κι επικαλεστεί ένα ξόρκι που την καθιστά αόρατη. Και τότε ο ιππότης ουρλιάζει μ' ένα απίστευτο μίσος που πηγάζει κατευθείαν μέσα από την κρύα καρδιά του. Κρύα όσο κι αυτός ο παγωμένος τόπος που ονομάζει σπίτι.

Η Στάχτη βρίσκει το κουράγιο, κυλά μακριά από το σημάδι του και τρέχει αιμόφυρτη προς το παλαιό παρεκκλήσι του Αριαντέλ του οποίου η είσοδος της απαγορεύτηκε πέντε λεπτά νωρίτερα. Μοχθεί ν' ανακαλύψει γρήγορα τη δίοδο που θα την οδηγήσει στην περίφημη Ζωγράφο. Την οποία ο άσπλαχνος φύλακάς της βάλθηκε να οδηγήσει ως εδώ, να φυλακίσει και να προστατεύσει με κάθε κόστος. Η ίδια του η ζωή σαν να εξαρτάται από αυτό το καθήκον. Όμως μόνο ακατάστατες βιβλιοθήκες και φοβερές στοίβες από βιβλία σε τραπέζια και πατώματα βρίσκει κι ο μοχλός πουθενά μπροστά της! Με το βλέμμα ψάχνει μέσα σ' αυτό το χάος, ξύλο, χαρτί, μισοτελειωμένα ή ανέγγιχτα από τη φλόγα, άλλα σβησμένα κι άλλα αναμμένα κεριά. Ορίστε! Τον βρήκα! Ανάμεσα σε δυο στενά τοποθετημένες βιβλιοθήκες!

Σέρνεται λίγο ακόμη. Είναι τόσο κοντά... Υπό άλλες συνθήκες θα επικαλούνταν επειγόντως ένα ξόρκι θεραπείας, όμως με τον λιγοστό χρόνο δεν της μένει επιλογή. Ο στόχος είναι σημαντικότερος από τη ζωή της κι αυτό το γνωρίζει πολύ καλά. Βρίσκομαι τόσο κοντά! Δεν γίνεται ν' αποτύχω τώρα... Γρήγορα! Πριν καταλάβει πως έχω μπουκάρει. Ναι... Πλησιάζω! Ο μοχλός! Γρήγορα, τράβηξέ τον! Το ξόρκι αρχίζει να εξασθενεί!

Κι απλώνει βαριά το χέρι πιο σίγουρη από ποτέ, έτοιμη να ξεκλειδώσει το πέρασμα που θα την οδηγήσει στη δημιουργό του επόμενου Πίνακα μόλις αυτός καταστραφεί με όλη την αρρώστια που τον μαστίζει. Θα ελευθερώσω τη Ζωγράφο! Όμως...

"Όχι... Τι..."🔸

...δεν κατεβαίνει.

"Τι;! Όχι... Όχι!"🔸

Επιμένει, τον τραβά πιο δυνατά, υπό διάφορες κλίσεις κι ορμές όσο της είναι δυνατόν με τα τραύματα και το μούδιασμα απ' την πολύωρη έκθεση στην παγωνιά. Όχι! Όχι! Δεν κατεβαίνει!

"Στάχτη!"▪️

Γιατί...

Όσο κι αν προσπαθεί με όλη της τη δύναμη του σώματος και της ψυχής, ο μοχλός φαίνεται σαν να μην έχει καμιά διάθεση να κατέβει. Σκουριασμένος είναι;! Σαν να 'χει ενσωματωθεί με το μέταλλο που τον ενώνει.

"Λες η ασφάλεια του πίνακα να κρατούνταν τόσο ευάλωτη από παρείσακτους σαν εσένα;!"▪️

Τόσο εξοργισμένη, φριχτή από την αγανάκτηση. Μα σάμπως όταν μιλά ψύχραιμος η φυσική τραχύτητα κ' η αξιοθαύμαστη βραχνάδα της δεν της δημιουργεί ένα απόκοσμο δέος...; Το βήμα του διάχυτο, καθώς την πλησιάζει, κι άκρως απειλητικό. Έτσι άδοξα θα τελειώσουν όλα; Θεοί, είναι γραφτό πράγματι να δοθεί τώρα το τέλος στην «παρείσακτη» ύπαρξή μου; Ένα μονάχα βήμα πριν την επιτυχία; Θα με αφήσεις στ' αλήθεια να χαθώ απλώς σαν μια ακόμη των πολλών; Μετά απ' όσα κατάφερα;

"Γιατί συνεχίζεις να εθελοτυφλείς;!"🔸

Το δίκιο κ' η λογική την έπνιγαν κι αυτό φαινόταν ξεκάθαρα· έτρεμε σαν πέταλο στον αέρα. Μα πώς είναι δυνατόν να μην το καταλαβαίνει; αναρωτιόταν.

"Υπηρετώ το θέλημα της Λαίδης Φριντ. Κι αυτό που πας να καταστρέψεις... είναι το σπίτι της. Όπως και πολλών ακόμη όντων που έχουν βρει εδώ την ανακούφιση στα ψυχικά τους βάσανα."▪️

"Ανακούφιση...; ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ;!"🔸

Σκέφτεται. Σκέφτεται επίμονα... Κι αγγίζει διακριτικά το ραβδί που 'ναι περασμένο στη ζώνη, τάχα πως ξαποσταίνει μια στιγμή. Ένα ξόρκι που καθιστά αυτήν τη φορά αόρατα τα εναλλακτικά της όπλα, το τελευταίο που της απομένει... Ίσως η τελευταία μου ευκαιρία... Δεν πρέπει να τη χαραμίσω. Δεν. Πρέπει.

Ο ιππότης πλησιάζει ανίδεος αντικρίζοντας μονάχα δυο άδεια χέρια κι ένα κορμί στα πρόθυρα της λιποθυμίας απ' την ημιτελή τους μάχη, καταπονημένο κιόλας απ' τις αντίξοες συνθήκες της περιπλάνησής της. Κι αποφασισμένος να τελειώσει ό,τι ξεκίνησε τρέχει ίσια πάνω της σχεδόν με λύσσα να παραμορφώνει τις ήδη αδέξιες απ' την οργή κινήσεις του. Και λίγο πριν της επιτεθεί με μια τελευταία κραυγή να αναβλύζει δαιμονικά βαθιά μέσ' απ' το στήθος συμβαίνει το απρόσμενο· τρώει μία βαριά χαστούκα. Αμέσως το σπαθί τινάζεται μέσα από τα χέρια του, έπειτα το πόδι του γλιστρά πάνω στην ξύλινη σανίδα και κοτζάμ ιππόταρος πέφτει πάνω στα οπίσθια. Κοιτάζει έντρομα το παρεκκλήσι ολόγυρα, προς κάθε τοίχο και την οροφή, να καταλάβει από πού του ήρθε η αδέσποτη. Και παρά την κρίσιμη κατάστασή της η Στάχτη δεν συγκρατείται απ' το να μην γελάσει. Χαριτωμένο...

Ποτίζει με μάγια το αόρατο μαστίγιο, για δεύτερη φορά επωφελήθηκε από τα ύπουλα ξόρκια και τώρα που τον βρίσκει ευάλωτο τρέχει με τη σειρά της να επιτεθεί. Τον μαστιγώνει ξανά και ξανά, γρήγορα κι ασταμάτητα, κάθε επόμενο χτύπημα πιο εύστοχο, πιο δυνατό, όμως απ' ό,τι φαίνεται η φύση του όπλου δεν το καθιστά κατάλληλο για θωρακισμένα σώματα, μα μόνο για γυμνό δέρμα. Ο ιππότης καταφέρνει να βρει τον έλεγχο, να αντισταθεί με κάλυμμα τα χέρια κι εκείνη την παράξενη ασπίδα. Σύντομα τον βλέπει να βρίσκει την ισορροπία, οπότε τρέχει και μ' ένα σάλτο του ρίχνει μια κλωτσιά στο στομάχι. Του ρίχνει άλλη μία απανωτά και παραλίγο να τον ρίξει κάτω, αλλά η καταραμένη ευστάθειά του είναι μεγαλύτερη απ' όση προδίδει αυτό το ψηλόλιγνο σώμα. Δεν... αντέχω... άλλο...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top