Το Δίκαιο βασιλεύει ή το Άδικο ;

"Το δύσκολο σε μια διαφωνία δεν είναι να υπερασπισθεί κανείς τη γνώμη του, αλλά να την ξέρει."

André Maurois, 1885-1967, Γάλλος συγγραφέας

•Τέσσερα χρόνια αργότερα•


"... κι έτσι , δημιουργήθηκε το Βασίλειο της Κouka ."

"Διάβασέ το ξανά , Kaa-san ! Διάβασέ το !"

"Yona-chan , το διάβασα ήδη τέσσερις φορές ! Δεν κουραστήκατε ;"

"Αλλά μας αρέσει ο *Μύθος της ίδρυσης του Βασιλείου Κοuka*! Σε παρακαλώ , Kaa-san !"

Στιγμές σαν κι αυτές , η Sui-Feng δεν μπορούσε να βγάλει άκρη με τις κόρες της . Κάθε βράδυ διάβαζε μια ιστορία για να κοιμηθούν . Όμως , προτιμούσαν ιδιαίτερα την ιστορία του *Μύθου της ίδρυσης*. Είχε προσπαθήσει αρκετές φορές να τους διαβάσει κι άλλες ιστορίες , πιο κοριτσίστικες , αλλά δεν τα κατάφερε . Ο *Μύθος της ίδρυσης*, αν και είχε γαλουχίσει γενιές ολόκληρες , δεν θεωρούταν παραμύθι προορισμένο για μικρά κοριτσάκια .

Η Sui-Feng ήθελε να πιστεύει ότι απλά ήταν η αγαπημένη τους ιστορία , όμως το μητρικό της ένστικτο την προειδοποιούσε για κάτι πιο βαθύ . Κάτι που ξεπερνούσε τα όρια της κατανόησής της . Για την ώρα , αγνόησε αυτές τις σκέψεις και επικεντρώθηκε στην Yona και την Κaya , που την κοιτούσαν με αξιολάτρευτη προσμονή .

"Αχ! Πραγματικά , δεν καταλαβαίνω τι σας αρέσει σ'αυτή την ιστορία , γλυκές μου . "

Σ'αυτή την δήλωση , ήταν η Υοna που απάντησε πρώτη .

"Μου αρέσει πάρα πολύ ο Seiryuu , γιατί έχει τα ομορφότερα μάτια του κόσμου και μπορεί να δει τα πάντα όσο μακρυά κι αν είναι ."

"Μάλιστα . Κι εσύ Kaya ;"

"Εμένα , Kaa-san , μου αρέσει ο Οuryuu . Επειδή έχει ένα άφθαρτο σώμα , μπορεί να τους προστατεύσει όλους από τις επιθέσεις των κακών και να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν θα έχει βαβά ."

"Και γιατί προτιμάτε τόσο πολύ τον Seiryuu και τον Ouryuu ;"

Η Υοna και η Kaya κοιτάχτηκαν για λίγα λεπτά , πριν απαντήσουν ομώφωνα στην μητέρα τους .

"Όταν μεγαλώσουμε , θα τους παντρευτούμε !"

Εκείνη την στιγμή στο δωμάτιο επικράτησε αμήχανη σιωπή πριν η Sui-Feng γελάσει νευρικά .

Φυσικά . Δεν περίμενε τίποτα λιγότερο από τις κόρες της .

"Εντάξει , δεσποινίδες μου . Θα σας διαβάσω μια τελευταία ιστορία και θα συνεχίσουμε τον *Μύθο της ίδρυσης* αύριο . Εντάξει ;"

"Ναι , Kaa-san !"

Η Sui-Feng περπάτησε στην βιβλιοθήκη και πήρε ένα βιβλίο με φθαρμένο κόκκινο εξώφυλλο .

Το θυμόταν αυτό το βιβλίο .

Ήταν το παραμύθι που της διάβαζε η μητέρα της όταν ήταν μικρούλα . Και τώρα , θα μοιραζόταν αυτή τη στιγμή για πρώτη φορά με τις κόρες της .

Χαμογελώντας , επέστρεψε στο futon των κοριτσιών με το βιβλίο στα χέρια της .

"Κaa-san , τί είναι αυτό ;"

"Αυτό , μικρή μου Kaya , είναι το παραμύθι που μου διάβαζε η γιαγιά σας όταν ήμουν στην ηλικία σας . Θέλετε να σας το διαβάσω ;"

"Ναι !!!"

Χωρίς να χάσει χρόνο , η Sui-Feng άνοιξε το βιβλίο κι άρχισε να διαβάζει την ιστορία :

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό δύο αδέρφια που τσακώνονταν ποιος κυβερνάει τον κόσμο, το δίκαιο ή το άδικο. Το δίκαιο, έλεγε ο μικρός, το άδικο, έλεγε ο μεγάλος, και κάποια στιγμή ο μικρός εκνευρίστηκε κι είπε στον μεγάλο:

«Ξέρεις κάτι; Θα βάλουμε στοίχημα και θα κρίνει ο Ιερέας. Αν κυβερνάει το δίκαιο θα σου βγάλω τα μάτια, αν κυβερνάει το άδικο θα μου βγάλεις εσύ τα μάτια».

Ο μεγάλος δέχτηκε και ξεκίνησαν να ρωτήσουν τον Ιερέα. Στο δρόμο αντάμωσαν ένα γέρο και του είπαν:

«Άκου, παππούλη, θέλουμε να σε ρωτήσουμε κάτι».

κι αυτός αποκρίθηκε:

«Αν με ρωτήσετε, θα σας απαντήσω».

Τον ρώτησαν λοιπόν:

«Ποιός κυβερνάει τον κόσμο, το δίκαιο ή το άδικο»;

Κι ο γέρος απάντησε:

«Το άδικο, παλικάρια μου».

«Τ'ακούς, μικρέ;» είπε τότε ο μεγάλος αδελφός, «Έλα τώρα να σου βγάλω τα μάτια».

Αλλά ο μικρός απάντησε:

«Η συμφωνία μας ήταν ν'αποφασίσει ο Ιερέας, όχι αυτός ο γέρος».

Συνέχισαν λοιπόν το δρόμο τους ώσπου αντάμωσαν έναν καλόγερο και του είπαν:

«Sifu, θέλουμε να σε ρωτήσουμε κάτι».

κι αυτός αποκρίθηκε:

«Αν με ρωτήσετε, θα σας απαντήσω».

Τον ρώτησαν λοιπόν:

«Πες μας, ποιος κυβερνάει τον κόσμο, το δίκαιο ή το άδικο»;

κι αυτός απάντησε:

«Το άδικο».

Φώναξε τότε ο μεγάλος αδελφός.

«Τ'ακούς μικρέ; Έλα τώρα να σου βγάλω τα μάτια».

Αλλά ο μικρός του αντιγύρισε:

«Θα κρίνει ο Ιερέας και κανένας άλλος».

Έφτασαν τέλος στον Ιερέα, τον προσκύνησαν και τον ρώτησαν:

«Ποιος κυβερνάει τον κόσμο, Ιερέα; Το δίκαιο ή το άδικο»;

Κι ο Ιερέας απάντησε:

«Το άδικο».

Είπε τότε ο μεγάλος αδελφός στον μικρό:

«Κάτσε τώρα να σου βγάλω τα μάτια».

Κι ο μικρός αποκρίθηκε:

«Πάμε ως εκείνο το πηγάδι, να κάτσω εκεί και να ζητιανεύω ψωμί απ'τους περαστικούς, για να μην πεθάνω απ'την πείνα».

Πήγαν λοιπόν μαζί στο πηγάδι, που το ίσκιωνε ένας μεγάλος πλάτανος, κι εκεί ο μεγάλος αδελφός έβγαλε τα μάτια του μικρού κι έφυγε.

Ο μικρός αδελφός αφού κάθισε εκεί κάμποση ώρα, πείνασε πολύ κι είπε μέσα του:

«Πριν πεθάνω απ'την πείνα, καλύτερα να σκαρφαλώσω στο δέντρο και να φάω φύλλα».

Καθώς λοιπόν καθόταν πάνω στο δέντρο κι έτρωγε τα φύλα του, νύχτωσε και μαζεύτηκαν από κάτω μικροί δαίμονεα, κι ο γεροντότερος απ' αυτούς ρώτησε τον πρώτο τον νεότερο:

«Τί έκανες σήμερα»;

«Καταράστηκα δύο αδερφούς, που ο ένας έλεγε ότι βασιλεύει το άδικο κι ο άλλος το δίκαιο. Χόλιασα τον μεγάλο τόσο πολύ που έβγαλε τα μάτια του μικρού».

Τότε ο γερο-δαίμονας ρώτησε τον δεύτερο δαίμονα:

«Κι εσύ τί έκανες»;

Αυτός απάντησε:

«Εγώ καταράστηκα δύο άλλους αδερφούς, που στην αρχή ζούσαν μονοιασμένοι, κι άρχισαν να τσακώνονται για ένα κλήμα που ανήκει και στους δύο. Τους πήρα το τσαπί για να μην μπορούν να κόψουν το κλήμα κι ελπίζω αύριο να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο».

Τότε ο γερο-δαίμονας ρώτησε τον τρίτο τι είχε καταφέρει, κι αυτός απάντησε:

«Αναποδογύρισα το παιδί στην κοιλιά της βασίλισσας, για να μην μπορέσει να γεννήσει και να πεθάνει».

Ήρθε τότε η σειρά του τέταρτου δαίμονα, που ήταν κουτσός, κι όταν ο γερο-δαίμονας τον ρώτησε τι είχε κάνει, αυτός απάντησε:

«Δεν έκανα τίποτα».

Τον άρπαξαν τότε οι άλλοι και τον έδειραν κι αυτός θύμωσε τόσο πολύ που φώναξε:

«Μακάρι να έρθει εδώ ο άνθρωπος που έχασε το φως του και με αυτή τη στάχτη, αφού την ανακατέψει με το νερό του πηγαδιού, ν'αλείψει τα μάτια του, για να ξαναβρεί το φως του. Μακάρι να έρθουν εδώ οι αδερφοί και να πάρουν το τσαπί για να ξεριζώσουν το κλήμα. Μακάρι να έρθει εδώ η βασίλισσα και να πιει απ'αυτό το νερό, για να ξεγεννήσει και να μείνει ζωντανή».

Λάλησε τότε ο άσπρος πετεινός κι αμέσως οι δαίμονες τα μάζεψαν για να φύγουν, λάλησε έπειτα ο μαύρος πετεινός και σκόρπισαν, και στο μεταξύ πήρε να χαράζει.

Ο τυφλός κατέβηκε τότε απ' τον πλάτανο, έψαξε να βρει τη στάχτη,την ανατάτευσε μέσα στο νερό του πηγαδιού και μ'αυτή άλειψε τα μάτια του. Κι έτσι ξαναβρήκε το φως του.

Γέμισε έπειτα με νερό τη νεροκολοκύθα του, πήρε μαζί του την τσάπα που είχαν αφήσει εκεί οι δαίμονες, πήγε στο κλήμα, που έκανε τους δύο αδερφούς να τσακώνονται, και το ξερίζωσε.

Έπειτα πήγε στους δύο αδερφούς και τους ρώτησε για ποιο πράγμα μάλωναν.

Αυτοί του απάντησαν:

«Έχουμε ένα κλήμα που ανήκει και στους δυο μας, αλλά δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στην μοιρασιά του».

Τότε αυτός είπε:

«Το κλήμα ξεριζώθηκε».

Και τα δυο αδέλφια φώναξαν με μια φωνή:

«Ο Θεός να στ'ανταποδώσει»!

Από τότε άρχισαν να ζουν πάλι μονοιασμένοι.

Ύστερα ο μικρός αδελφός πήγε στη βασίλισσα και χτύπησε την πόρτα της. Οι υπηρέτες του βασιλιά δεν ήθελαν να τον αφήσουν να μπει, αυτός όμως επέμενε πως έπρεπε να μιλήσει στη βασίλισσα, κι εκεί που λογόφερνε με τους υπηρέτες, ο βασιλιάς άκουσε το θόρυβο και πρόσταξε να τον αφήσουν να μπει.

Σαν του έφεραν το ζητιάνο, τον ρώτησε:

«Μήπως ξέρεις κανένα γιατρικό για τη βασίλισσα»;

Αυτός αποκρίθηκε:

«Ναι, ξέρω ένα και το έχω μαζί μου. Το μόνο που χρειάζομαι είναι ένα ποτήρι νερό».

Του έφεραν τότε ένα ποτήρι νερό, αυτός έχυσε το μισό νερό κι έριξε μέσα το νερό του πηγαδιού, που είχε μαζί του. Μόλις η βασίλισσα ήπιε το νερό, έγινε καλά και γέννησε ένα αγόρι.

Ο βασιλιάς χάρηκε τόσο πολύ που φόρτωσε το γιατρό με πολύτιμα δώρα και του είπε να του ζητήσει μια χάρη.

Αυτός απάντησε:

«Ο τόπος μου δεν είναι παρά ένα χωριουδάκι. Θέλω να το κάνεις ένα μεγάλο χωριό και να μου χτίσεις εκεί ένα αρχοντικό σπίτι».

Τότε ο βασιλιάς του έδωσε τόσα χρυσά φλουριά όσα μπορούσε να κουβαλήσει ένα άλογο και του είπε:

«Πάρε αυτά τα λεφτά και χτίσε το χωριό και το σπίτι σου όπως ακριβώς τα θέλεις».

Έπειτα από λίγο καιρό, ο μεγάλος αδελφός γύρισε σπίτι του και ρώτησε τη γυναίκα του.

«Σε ποιον ανήκουν όλα αυτά τα καινούρια σπίτια»;

Εκείνη του απάντησε:

«Δεν ανήκουν σε κανέναν άλλο απ'τον αδερφό σου».

Φώναξε τότε αυτός:

«Δεν είναι δυνατό, αφού του έβγαλα τα μάτια»!

Κι αμέσως έτρεξε να βεβαιωθεί μόνος του.

Ο αδελφός του τον υποδέχτηκε πολύ φιλικά, τον έβαλε να καθίσει στην τιμητική θέση και του πρόσφερε καφέ και γλυκά.

Ρώτησε τότε ο μεγάλος:

«Για πες μου, πώς κατάφερες να ξαναβρείς το φως σου και να κερδίσεις τόσα χρήματα»;

Ο μικρός αδελφός απάντησε τότε:

«Πάντα σου έλεγα ότι το δίκαιο κυβερνά τον κόσμο, ενώ εσύ επέμενες ότι κυβερνά το άδικο».

Πικραμένος για τις πράξεις του, ο μεγάλος αδερφός ζήτησε συγχώρεση, την οποία ο μικρός τού την έδωσε αμέσως.

Από τότε, δεν άφησαν τίποτα και κανέναν να μπει ανάμεσά τους.

Όταν ολοκλήρωσε την αφήγηση του παραμυθιού , η Sui-Feng είδε με χαρά ότι τα κοριτσάκια της είχαν ήδη πέσει για ύπνο . Τα σκέπασε γρήγορα και τους έδωσε από ένα φιλί στο μέτωπο .

"Καληνύχτα , μικρές μου . Μην αφήσετε τίποτα και κανέναν να σας χωρίσει . Ποτέ ."

Έριξε μια τελευταία ματιά στις κόρες της , πριν κλείσει την πόρτα του δωματίου πίσω της .

Η νύχτα ήταν μεγάλη . Και κανένας στο Παλάτι του Πορφυρού Δράκου δεν ήταν προετοιμασμένος για τα γεγονότα που θα διαδραματίζονταν μέχρι το πρώτο φως της ημέρας .

•Την ίδια ώρα στον κήπο•


Ένα ολόγιομο γαλάζιο φεγγάρι είχε υψωθεί πάνω από τον ουρανό του Κuuto και με τη λάμψη του έλουζε κάθε γωνιά της Αυτοκρατορικής Πρωτεύουσας , χαρίζοντάς ένα αιθέριο τοπίο υπό τους μελωδικούς ήχους των γρύλων και το μεθυστικό άρωμα του νυχτολούλουδου .

Η Αυγουστιάτικη αυτή νύχτα ήταν πραγματικά λαμπερή και φωτεινή , με μια νότα δροσιάς να πλανάται στον αέρα .

Η Sui-Feng απολάμβανε την μαγευτική στιγμή , καθώς περπατούσε στον άδειο διάδρομο με θέα στον κήπο . Πάντα της άρεσε να παίρνει την συγκεκριμένη διαδρομή για τα ιδιαίτερα διαμερίσματά της . Ο Βασιλικός Κήπος ήταν πανέμορφος κατά την διάρκεια της μέρας , αλλά δεν συγκρινόταν με το αίσθημα ισορροπίας και γαλήνης που υποσχόταν την νύχτα .

Πήρε μια βαθιά ανάσα καθαρού αέρα , πριν χαμογελάσει ευγενικά με το βλέμμα καρφωμένο στο φεγγάρι .

"Μακάρι ο Il και οι κόρες μας να ήταν ακόμα ξύπνιοι . Τότε θα μπορούσα να μοιραστώ μαζί τους αυτό το θαύμα της φύσης . Χμ, ίσως την επόμενη φορά . Έχουμε ακόμα πολλές αναμνήσεις να ζήσουμε . Το μέλλον μάς ανήκει ."

Διατηρώντας το χαμόγελό της , η Sui-Feng συνέχισε την πορεία της .

Από τότε που γνώρισε τον Il , ζούσε ένα όνειρο βγαλμένο από παραμύθι . Παντρεύτηκε τον δεύτερο στην διαδοχή πρίγκιπα της Kouka και του χάρησε δύο υγιέστατες κόρες . Είχε όλα όσα θα μπορούσε να ζητήσει μια νεαρή αρχόντισσα του κοινωνικού της κύκλου και με το παραπάνω .

Τίποτα δεν φαινόταν ικανό να διαταράξει την ευτυχία που απολάμβανε με την οικογένειά της .

"Είναι όλα έτοιμα ;"

Οι σκέψεις της Sui-Feng διακόπηκαν απότομα όταν άκουσε μια βαριά αντρική φωνή από την κατεύθυνση του κήπου . Με την άκρη του ματιού της είδε μια ομάδα έξι στρατιωτών κοντά στην λίμνη με τα ψάρια Koi . Φορούσαν λευκή πανοπλία και από μέσα μαύρα ρούχα , ενώ τα πρόσωπά τους καλύπτονταν με μάσκες .

"Παράξενο . Αυτοί είναι από το Τάγμα του Yu-Hon . Υποτείθεται πως βρίσκονται σε αποστολή στα σύνορα με την Xing . Τί δουλειά έχουν εδώ ;"

Ευτυχώς οι πυλώνες του διαδρόμου ήταν αρκετά μεγάλοι για να κρύψουν την παρουσία της και ο φωτισμός ήταν περιορισμένος . Εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία , παρακολούθησε την συζήτηση μεταξύ των στρατιωτών από ασφαλή απόσταση .

"Ναι . Όλοι έχουν πάρει τις θέσεις τους . Περιμένουμε τις διαταγές σας , Soo-Jin sama ."

Γεια σας , φίλοι αναγνώστες !

Άλλο ένα κεφάλαιο και σήμερα . Το παραμύθι που διάβασε η Sui-Feng στην Yona και την Kaya είναι ένα παραδοσιακό ελληνικό παραμύθι , που το προσάρμωσα για τις ανάγκες της ιστορίας . Άλλαξα λίγο το τέλος , καθώς στην πρωτότυπη εκδοχή του ο μεγάλος αδερφός πεθαίνει . Ήθελα να το κάνω πιο ιδανικό για μικρά παιδάκια πέντε ετών , οπότε μη με πάρετε με τις πέτρες .

Η μικρή Yona έχει ένα φλερτ για τον Seiryuu . Να το εξελήξω σε ρομαντική σχέση στα επόμενα κεφάλαια ή να παραμείνω στο κλασσικό Yona/Hak ;

Ο Kan Soo-Jin κάτι φαίνεται να ετοιμάζει . Ποια είναι τα σχέδιά του ; Θα ανακαλύψει την κρυψώνα της Sui-Feng ; Τί πιστεύετε ;

~Μέχρι την επόμενη φορά~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top