"Στη μέση του πουθενά."
Στεκόμουν στον σταθμό των τραίνων της Θεσσαλονίκης μαζί με μια μεγάλη ομάδα από φίλους και γνωστούς. Θα πηγαίναμε κάπου σαν μια μίνι εκδρομή με το τραίνο. Επειδή ήμασταν πολλά άτομα, χωριστήκαμε σε δυο ομάδες. Η Α' ομάδα ήδη έφυγε με το πρώτο τραίνο και εμείς έπρεπε να περιμένουμε το επόμενο τραίνο που ήταν σε μερικές ώρες.
Σαν επιτέλους ήρθε το πολυπόθητο μεταφορικό μέσο που θα μας πήγαινε σ΄ εκείνη την εκδρομή, άρχισα να νιώθω άβολα με κάτι. Προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν εκείνο που με τάραζε ψυχολογικά.
Όσο πλησιάζαμε στο σημείο, τόσο ταραζόμουν χωρίς αιτία. Σουρούπωνε όταν φτάσαμε σε μια ταβέρνα στη μέση του πουθενά, στη μέση ενός άγονου λιβαδιού μεγάλης έκτασης. Θυμάμαι ότι μέσα στο βαγόνι που καθόμουν μόνη (οι φίλοι μου που υποτίθεται ότι θα ήταν μαζί μου, καθόντουσαν αλλού) έβλεπα το ηλιοβασίλεμα έξω από το παράθυρο και το μυαλό μου σάλευε από το άγχος που με κατέτρωγε.
Σαν μπήκαμε στο μαγαζί, καθίσαμε στα τραπέζια περιμένοντας τους σερβιτόρους να έρθουν να μαζέψουν τα πιάτα των προηγούμενων πελατών όπου ήταν παρατημένα. Όσο περιμέναμε, έλεγα από μέσα μου ότι είναι ντροπή να τα αφήνουν τα φαγώσιμα εφόσον ξέρουν ότι έρχονται κι άλλοι πελάτες. Λίγο αργότερα συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχουν σερβιτόροι και ότι κανένας δεν θα ερχόταν να μας εξυπηρετήσει, σαν να είχαν χαθεί όλοι τους, σαν να μην υπήρχαν. Τότε άρχισε να με καταβάλει το άγχος και το κακό προαίσθημα που είχα από τότε που μπήκα στο τραίνο.
Άρχισα να κλαίω και να αναζητάω γνωστά μου πρόσωπα για να τα προειδοποιήσω ότι κάτι κακό έρχεται. Μέσα στην βαβούρα βρήκα δυο πρόσωπα που δεν περίμενα ότι θα τα έβρισκα εκεί, τους γονείς μου. Η μητέρα μου ήταν όπως στα νιάτα της και ο πατέρας μου ολοζώντανος (είναι νεκρός εδώ και χρόνια στην πραγματικότητα). Κάθισα στο τραπέζι τους που ήταν πίσω από μια φαρδιά κολόνα και άρχισα να τους εξιστορώ για το τι ένιωθα και τους ζητούσα να φύγουμε εδώ και τώρα (μεταξύ μας, δεν κυκλοφορούσε ούτε αυτοκίνητο στο σημείο που ήμασταν, σαν να ήμασταν απομονωμένοι στην ερημιά). Η μεν μητέρα μου μου έλεγε ότι δεν θα γίνει τίποτα και ότι όλα είναι στην φαντασία μου, ο δεν πατέρας μου απλά με κοιτούσε με ένα χαμόγελο στα χείλη του σα να έλεγε πόσο του έλειψα απ' εκεί που είναι.
Κατάλαβα ύστερα ότι δε με πίστευαν ότι τους έλεγα. Σηκώθηκα και έφυγα από το τραπέζι τους και αναζήτησα άλλα γνώριμα πρόσωπα ελπίζοντας να με πιστέψει κάποιος. Καθώς προχωρούσα, είδα την κολλητή μου Μ. και έτρεξα κατά εκεί στο τραπέζι της όπου ήταν μαζί με άλλα άτομα. Όταν πλησίασα, αναγνώρισα την θεία μου που ήταν καθισμένη, στρίβοντας τσιγάρο με μια σοβαρή έκφραση. Με ρώτησε η φίλη μου γιατί έκλαιγα και έτσι της είπα ότι είχα κακό προαίσθημα ότι κάτι άσχημο θα συμβεί και την παρακαλούσα να φύγουμε. Μετά από σκέψη, θυμήθηκε ότι όταν ήταν μικρή, ζωγράφισε κάτι που δεν το θεώρησαν σοβαρό οι μεγάλοι τότε.
Κι ύστερα ξύπνησα με ένα ψυχοπλάκωμα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top