κεφ:8

Κοιμήθηκαν πρώτη φορά χωριστά μετά από δύο χρόνια. Δεν μπορούσε όμως να κάνει αλλιώς, οι κανόνες στο σπίτι ήταν συγκεκριμένοι.

Το πρωί ο Αντρέας έφυγε με τον Ορέστη για το μαγαζί,ένα φυτώριο που διατηρούσε αφού είχε σπουδάσει γεωπόνος και μετά θα πήγαινε με το Μιχάλη στα αμπέλια.
Μάλιστα εκείνος το πρότεινε στο Μιχάλη πράγμα που τον εξέπληξε και τον χαροποίησε παράλληλα.

Τα κορίτσια ετοιμάστηκαν και αφού απόλαυσαν πρωινό απ'τα χεράκια της μάνα τους,πήραν την Ηρώ και έφυγαν για το μαγαζί της Ανθής η οποία δεν είχε ιδέα πως η Φαίδρα θα ερχόταν δύο βδομάδες νωρίτερα στο νησί.

"Εσύ να προσέχεις. Κοίτα μην αρχίσετε τις τρέλες, δεν είστε πλέον δεκαπέντε",φώναξε στην Έλλη η Αγγελίνα φοβούμενη την ένωση των τριών τους μετά από τόσο καιρό.
Πήραν τον πλακόστρωτο δρόμο με τα πόδια όπως παλιά, αγκαζέ η μια με την άλλη και την Ηρώ να απολαμβάνει τη κάθε στιγμή σαν απ'τις καλύτερες που είχε ως τώρα στη ζωή της.

Όταν έφτασαν στο κέντρο, από μακριά ξεχώρισαν την Ανθή να τακτοποιεί τις τσάντες και τα παπούτσια στο σταντ που είχε στηθεί έξω, για καλύτερη επαφή του πελάτη με το προϊόν.
Είχε εξελιχθεί σε εξαιρετική επιχειρηματία, ανεβάζοντας στα ύψη τις πωλήσεις τα τελευταία χρόνια.

Σαν να τις ένιωσε, τις αδερφές ψυχές της και γύρισε το κεφάλι προς το μέρος που κατέβαιναν τα κορίτσια, οι στιγμές που ακολούθησαν μοναδικές.
Πέταξε κάτι παπούτσια που κρατούσε στο χέρι και άρχισε να χοροπηδά και να φωνάζει σαν μικρό παιδί,ενώ έτρεξε  προς αυτές.
Τα χέρια λύθηκαν και η Έλλη με την αδερφή της έκαναν το ίδιο.

Φιλιά,αγκαλιές, χοροπηδητό και γέλια απ'τις τρεις τους. Η χαρά ήταν μεγάλη και δεν μπορούσε να κρυφτεί.
Η Ηρώ παραδίπλα δεν ένιωσε στιγμή άσχημα,μονάχα ζήλεψε τη μοναδική σχέση που είχαν μεταξύ τους τα κορίτσια.
Εκείνη μεγάλωσε στην Αθήνα και τα πράγματα ήταν πολύ περιορισμένα.

"Μικρό μας, πότε ήρθες?",ρώτησε η Ανθή χωρίς να την αφήσει απ την αγκαλιά της.

"Μόλις χθες,τι νόμιζες ρε, θα ερχόμουν μία μέρα πριν το γάμο? Το γάμοοοο",τσίριξε επαναλαμβάνοντας τη λέξη.
"Βέβαια ωφείλω ένα τεράστιο ευχαριστώ στο αφεντικό",είπε χαριτολογώντας  δείχνοντας με το βλέμμα την Ηρώ.

"Ανθή,από δω η Ηρώ. Κολλητή μου και αφεντικό μου. Ηρώ η Ανθούλα που σου έλεγα".

Η  Ηρώ έκανε να δώσει πάλι το χέρι της αλλά για δεύτερη φορά εισέπραξε μία ζεστή αγκαλιά απ' την άλλη κοπέλα, κάνοντάς τη να νιώσει ακόμα πιο ευπρόσδεκτη στο νησί,την παρέα των τριών και το γάμο της.

"Μου λειψες ρε γαμώτο. Μας έχεις ξεχάσει τελείως. Ο Αντρίκος?",είχε δίκιο η Ανθή, όλο και πιο αραιά ερχόταν στο νησί τα τελευταία χρόνια. Όχι όμως επίτηδες. Η δουλειά την είχε απορροφήσει εντελώς και δυό φορές που είχε έρθει, η Ανθή έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι,όπως έλεγε ο πατέρας της. Τώρα κατάλαβε ποιο ήταν το επαγγελματικό ταξίδι που την κρατούσε συχνά μακριά απ το νησί..

"Δύο φορές που ήρθα έλειπες σε... επαγγελματικό ταξίδι",της είπε κλείνοντας το μάτι. "Ο Αντρέας με τον Ορέστη και μετά θα πάει στ' αμπέλια με τον μπαμπά".
Η Ανθή κόντεψε να πνιγεί με το σάλιο της.

"Είναι εδώ? Με τον κυρ Μιχάλη? Πες μου πως μένει και σπίτι σας".

"Όχι στο κοτέτσι τον βόλεψε η μάνα",πέταξε χαριτολογώντας η Έλλη για να εισπράξει ένα μορφασμό απ' την Ανθή.

"Τι έγινε μικρό,θα έχουμε κι άλλο γάμο?",ρώτησε την Φαίδρα γαργαλώντας τη  στη κοιλιά.

Εκείνη γέλασε και γύρισε με ύφος προς την Ηρώ "εσύ όλα αυτά μην τα πεις στον ξάδερφο σου γιατί βλέπω να φεύγει κολυμπώντας απ' το νησί για την Αθήνα".
Η Ηρώ γέλασε πονηρά γιατί ήξερε, ενώ η Έλλη που ήταν πανέξυπνη το πιάσε αμέσως.
Η Ανθή απ' την άλλη έκλεισε το στόμα με το χέρι της,όταν κατάλαβε πως η κοπέλα είναι ξαδέρφη του Αντρέα.

"Άσε τα δικά μου τώρα. Είναι παλιά και τα γνωρίζεις. Τα δικά σου πες μου. Θέλω να τα μάθω όλα. Ιταλός μου είπε η Έλλη ε?".

"Λοιπόν στρωθείτε να παραγγείλω καφέ ή μάλλον όχι, τι έχουμε μνημόσυνο? Το κλείνω και πάμε στο λιμάνι για τσιπουράκι. Εσυ μην κοιτάς μία πορτοκαλάδα και πολύ σου είναι".

Η Φαίδρα τις κοίταξε με απορία.
"Τι έχουμε εδώ διακρίνω μία επιθετική διάθεση",ρώτησε την Έλλη.

" Σ' αυτή να το πεις,που μου κρατάει μούτρα γιατί έμεινα λέει έγκυος, τώρα που παντρεύεται",η Φαίδρα γέλασε με την αδερφή της, τη φίλη τους​ και τα καμώματα τους. .

"Τώρα κοντεύει να γεννήσει βρε Ανθή μου",της είπε δικαιολογώντας την Έλλη.

"Ναι καλά. Και δεν θα μπορεί ούτε να χορέψει, ούτε να πιει στο γάμο μου. Πού να την πάει την κοιλιά",είπε δήθεν παραπονιάρικα χαϊδεύοντας την μεγάλη κοιλιά της Έλλης.

Έκλεισε το μαγαζί και οι τέσσερις τους ξεκίνησαν για το λιμάνι. Ένα μαγαζί συγκεκριμένο είχαν που πήγαιναν πάντα και η επιλογή του δεν ήταν τυχαία.
Ανήκε στον αιώνια ερωτευμένο με την Φαίδρα ...Χαρίση.

Μόλις την είδε  σκοτώθηκε να ετοιμάσει τραπέζι.
Αν και είχε πλέον παντρευτεί κι είχε δύο παιδιά η Φαίδρα όπως έλεγε, είχε χαραχτεί στην καρδιά του αιώνια.

"Και τώρα θα δεις Ηρώ τι πάει να πει νησιώτικη περιποίηση... ενος αιώνια ερωτευμένου άντρα", πρόσθεσε. " Έκαιγε καρδιές το μικρό μας στο νησί τι νόμιζες", είπε χαρητολογωντας η Ανθή..

Δεν παρήγγειλαν,τα πιάτα ερχόντουσαν το ενα μετά  το άλλο στο τραπέζι τους που στο τέλος δεν χώραγαν.

"Φτάνει βρε Χαρίση, είπαμε η Έλλη τρώει σαν βόδι τελευταία αλλά εντάξει είναι αρκετά",η Φαίδρα γέλασε με το σχόλιο της Ανθής ενώ η Έλλη της έκανε μια γκριμάτσα βγάζοντας τη γλώσσα της.

"Και να φανταστείς Ηρώ,πως η αγαπημένη μου αδερφή και η καλή μου φίλη από δω εκμεταλευόντουσαν την αδυναμία τέλος πάντων,που μου είχε ο Χαρίσης και με έφερναν εδώ με το ζόρι γιατι τρώγαμε και πίναμε και στο τέλος δεν πληρώναμε τίποτα".

"Ναι αλλά αφήναμε καλό μπουρμπουάρ", προσπάθησε να δικαιολογηθεί η Έλλη και η  Ανθή συμφώνησε ενώ η Ηρώ γέλασε άλλη μία φορά με τα καμώματα των κοριτσιών.

Η Φαίδρα σήκωσε το ποτήρι κι οι άλλες τρεις την ακολούθησαν.

"Στην επανένωση των τριών σωματοφυλάκων,που βλέπω να γίνονται τέσσερις",πρόσθεσε και τσούγρισαν τα ποτήρια χωρίς να τα αφήσουν κάτω," στο γάμο της Ανθούλας,να είναι πάντα ευτυχισμένη με τον καλό της",τσούγρισαν άλλη μία και η Ανθή πρόσθεσε όλο νόημα,"και στις χαρές που επρόκειτο να 'ρθουν", κοιτώντας και δείχνοντας την κοιλιά της Έλλης μα και την Φαίδρα εννοώντας φυσικά τον Αντρέα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top