κεφ:6
ΚΕΡΚΥΡΑ
Η Έλλη σηκώθηκε απ' τα χαράματα. Δεν είχε ύπνο.
Έξι μήνες είχε να δει την αδερφή της και το πόσο της είχε λείψει μονάχα ο Ορέστης το ξέρε που του γκρινιαζε κάθε μέρα .
"Η κυρά Αγγελίνα έχει σηκώσει το σπίτι",καθόταν στο παράθυρο με μία κούπα καφέ και κοίταζε το σπίτι των πεθερικών του απέναντι.
Η Έλλη πήγε κοντά και πέρασε το χέρι της στη μέση του.
Κοίταξε απ' το παράθυρο και γέλασε.
"Εμ, έρχεται ο γαμπρός έτσι θα τον υποδεχτεί,με τα καθημερινά της?",τη φίλησε τρυφερά στο κεφάλι και χάιδεψε με το άλλο του χέρι την κοιλιά της.
"Τι, λες να 'χουμε αρραβωνιάσματα?",τόσα χρόνια μαζί της και δεν ήξερε ως που μπορούσε να φτάσει.
Γέλασε πονηρά και ανασήκωσε τους ώμους .
"Ελα εδώ. Εσύ κάτι έχεις κάνει. Πες μου μονάχα πως δεν ανακατεύτηκες".
"Ωχου άσε με ρε Ορέστη. Εγώ τίποτα δεν έκανα. Ο Αντρέας ζήτησε τη γνώμη μου για κάτι κι εγώ του την είπα. Αυτό μονάχα",γιατί δεν τον έπειθε το ύφος της? Μα γιατί την ήξερε καλά. Είχε βάλει πάλι το χεράκι της,ήταν σίγουρος.
"Πρόσεχε Έλλη την τελευταία φορά που μάλωσες με την Φαίδρα έκανε να σου μιλήσει ένα χρόνο, κι ήταν γιατί πάλι παρενέβεις στη ζωή της."
Έκανε μία γκριμάτσα και προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα.
Ήταν πάντα πολύ αυστηρός μαζί της. Μήπως όμως είχε δίκιο?
Ήταν τότε που η Φαίδρα έφευγε για το μεταπτυχιακό της στη Φλωρεντία.
Είχε σχέση με ένα αγόρι απ'το πανεπιστήμιο,όχι κάτι σοβαρό,βέβαια η Έλλη είχε άλλη γνώμη.
Πως, παραλίγο να βρεθεί τότε αρραβωνιασμένη μαζί του,λόγο της βλακείας της Έλλης έκανε καιρό να το ξεχάσει.
Σχεδόν στο παραπέντε τον σταμάτησε στο αεροδρόμιο πριν έρθει στο νησί της να τη ζητήσει απ' τον πατέρα της σε γάμο.
Ευτυχώς δηλαδή που ο Ορέστης είχε την καλοσύνη να την προειδοποιήσει.
Έφυγε τότε για Φλωρεντία και για έναν ολόκληρο χρόνο δεν της μίλησε.
Τη ζωσανε τα φίδια. Μήπως είχε πέσει πάλι στην ίδια παγίδα?
Τώρα όμως ήταν αλλιώς . Ήταν μεγάλη και ώριμη και τρελά ερωτευμένη με τον Αντρέα.
Άλλωστε το ότι τον έφερνε στους γονείς της δεν ήταν τυχαίο.
Χαλάρωσε λίγο με την τελευταία σκέψη.
Στο κάτω κάτω δική του ιδέα ήταν. Εκείνη τον βοήθησε μόνο τι δαχτυλίδι να διαλέξει λέγοντας του τα γούστα της.
Ντύθηκε πρόχειρα και βγήκε να πάει στο πατρικό της.
Ο Ορέστης έφυγε για τη δουλειά και μετά θα πήγαινε εκείνος να τους παραλάβει απ' το αεροδρόμιο.
"Καλώς τη, έλα πέρνα μέσα",τη φίλησε στο μέτωπο,στοργικά. Πως το περίμενε το πρώτο εγγόνι ο κυρ Μιχάλης.
Όνειρα έπλαθε για εκείνο,πως θα το διδάξει τα πάντα για τα αμπέλια και το κρασί κι άλλες τέτοιες ανοησίες.
"Μαμά, μοσχοβόλησε ο τόπος, μπανκέτα* έφτιαξες?",αν δεν ήταν έγκυος ούτε που θα την άφηνε να αγγίξει το γλυκό.
Τώρα όμως δεν της χάλαγε χατήρι.
"Μέσα στην κουζίνα τα 'χω,σύρε να πάρεις",της ειπε χαμογελαστά η κυρά Αγγελίνα.
Η Έλλη πήρε το δικό της κι έκρυψε άλλο ένα στην χούφτα της να το δώσει στον πατέρα. Εκείνος δεν είχε λόγο να φάει και αν δεν ηταν εκείνη σιγά μην τον άφηνε να τα αγγίξει η γυναίκα του.
"Τέλεια τα 'κανες, και το σπίτι άνω κάτω το έφερες. Φτάνει τώρα ξεκουράσου και λίγο",πήγε πίσω της και την πήρε αγκαλιά.
"Ξένος κόσμος θα 'ρθει. Κι αυτή η Ηρώ,την ξέρεις εσύ?",δεν ήταν συνηθισμένη στις επισκέψεις και την ανησυχούσε λίγο που θα πρεπε να φιλοξενήσει την αφεντικίνα της Φαίδρας, την Αθηναία, όπως έλεγε μάλιστα.
"Ωχου βρε μαμά μην ανησυχείς μία χαρά κοπέλα είναι. Είναι και ξαδέρφη του Αντρέα θα δεις θα τη συμπαθησεις πολύ. Τι καλό θα μας φτιάξεις να φάμε?"
Τώρα είχε χτυπήσει το ευαίσθητο σημείο της. Μια βδομάδα δεν κοιμήθηκε σκεπτόμενη τι θα μαγειρέψει. Βλέπεις όταν της εξήγησαν ότι Σεφ σημαίνει επαγγελματίας μάγειρας,την Αγγελίνα τη ζώσανε τα φίδια. Ενώ ήταν πρώτης τάξης μαγείρισσα, ξάφνου είχε αμφιβολίες.
"Μπουρδέτο,πορπέτες, παστιτσάδα τα παραδοσιακά μας",είπε με άνεση ενώ ήξερε ότι υπερέβαλε μαγειρεύοντας τη μισή κερκυραϊκή παραδοσιακή κουζίνα.
"Α!Λίγα πράγματα...",απάντησε χαριτολογώντας η Έλλη. "Και...Που θα κοιμηθούν?",ήξερε αλλά πέθαινε να τα ακούσει απ' το στόμα της.
"Η Φαίδρα μας στο δωμάτιο σας,με την Ηρώ. Ο Αντρέας στον ξενώνα",την κοίταξε και σκύβοντας μπροστά μην την ακούσει ο Μιχάλης πρόσθεσε"ιδέα του πατέρα σου. Λες και στην πρωτεύουσα κοιμούνται χώρια".
Η Έλλη γέλασε με την ψυχή της ενώ αγκάλιασε τη μάνα της.
Όσο άγχος και να είχε για τους επισκέπτες απ' τη πρωτεύουσα όπως τους έλεγε η Αγγελίνα, η ψυχή της αδημονούσε να αντικρύσει την Αφαίντρα της.
Είχε τόσο καιρό να τη δει κι όπως έλεγε, της λείψαν τα ματάκια της.
Της είχε αδυναμία βλέπεις, ίσως γιατί ήταν η μικρότερη και την τυράννησε περισσότερο απ'την Έλλη. Τα καμώματα της την έβαλαν πολλές φορές σε μπελάδες κι άλλες τόσες χρειάστηκε να την καλύψει απ' το Μιχάλη.
Άσε που όταν βρισκόντουσαν οι τρεις τους,η Φαίδρα, η Έλλη κι η Ανθή πάντα κάποιος της έστελνε παράπονα για τη συμπεριφορά τους.
Τρεις σωματοφύλακες,τις φώναζε η Αγγελίνα,κι όταν πια μεγάλωσαν και εκείνη έφυγε για σπουδές,ξαφνικά το σπίτι ερήμωσε. Σαν εκείνη να κινούσε τα νήματα της ζωής εκεί μέσα.
Ήλπιζε πάντα πως θα επέστρεφε κάποια στιγμή,όμως τους το ξεκαθάρισε απ την πρώτη στιγμή, πως στο νησί δεν γυρίζει.
Μια βδομάδα έκλαιγε η Αγγελίνα,κι ο Μιχάλης δύο φορές πήγε στο γιατρό με ενοχλήσεις στην καρδιά.
Με τον καιρό όμως συνήθισαν στην ιδέα, αν και τελευταία με τη δουλειά,έκανε καιρό να τους επισκεφτεί.
Απ' όταν βρήκε τον Αντρέα όμως ησύχασαν. Είχε κάποιον να τη φροντίζει και να την αγαπά.
Αυτό που περίμεναν τώρα με τον ερχομό και τη γνωριμία τους,ήταν να τους ανακοινώσουν και τους δικούς τους γάμους.
"Θα καεί το πελεκούδι" έλεγε ο Μιχάλης κάθε φορά που η κουβέντα πήγαινε εκεί και η Αγγελίνα χαιρόταν με τη χαρά του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top