κεφ:5

Η άδεια του Αντρέα είχε ξεκινήσει,με εκείνη να απολαμβάνει κάθε στιγμή της ημέρας, τις ατέλειωτες περιποιήσεις του.
Κάθε μεσημέρι, της πήγαινε στο γραφείο σάντουιτς φτιαγμένα απ'τα χεράκια του. Μέχρι και το ψωμί χειροποίητο, όλα  για τη Φαίδρα του.
Φυσικά όλα αυτά τα προνόμια τα απολάμβανε και η Ηρώ,κι όπως συνήθιζε να της λέει πειράζοντας τη ο Αντρέας, κοντά στο βασιλικό ποτίζετε κι η γλάστρα.

Είχε μείνει μόνο μία βδομάδα μέχρι να φύγουν για το νησί.
Ο γάμος ήταν σε τρείς βέβαια, αλλά η Ηρώ αποφάσισε,αφού οι δουλειές είχαν προχωρήσει αρκετά,να κλείσει το γραφείο για δύο εβδομάδες,να πάει κι εκείνη τις διακοπές της.
Η Φαίδρα επέμενε να έρθει στην Κέρκυρα, εκείνη όμως λόγο του γάμου δεν ήθελε να νιώθει πως επιβαρύνει με την παρουσία της τα κορίτσια και γι'αυτό είχε αρνηθεί.
Το προσκλητήριο που είχε φτάσει εδώ και μέρες ​ το είχε πιασμένο με μαγνητάκι στο ψυγείο και κάθε φορά που πήγαινε να το ανοίξει και το έβλεπε, το πρόσωπο της φωτιζόταν. Τόσο πολύ χαιρόταν για την Ανθή.

Ο Αντρέας απ' την άλλη αν και δεν ήξερε πολλά γι' αυτή την Ανθή μια φορά την είχε δει μονάχα, μόνο που έβλεπε τη Φαίδρα τόσο χαρούμενη, εκείνος χαιρόταν δίπλα.

"Γεια σας κορίτσια,ο προσωπικός σας Σεφ έφτιαξε κάτι σπέσιαλ για σας",μπήκε μέσα φουριοζος όπως πάντα. Ανυπομονούσε για την ώρα που θα της  έφερνε φαγητό  λες και δεν υπήρχε άλλο ενδιαφέρον στη ζωή του παρά μόνο αυτό.

Κοίταξε το γραφείο της και απογοητεύτηκε που το είδε άδειο.
"Πού είναι?",ρώτησε κατσουφνιασμένα την Ηρώ κάνοντας της να γελάσει.

"Ελα κάτσε. Εμείς δεν σου κάνουμε δηλαδή? Είμαστε και σόι πανάθεμά μας. Έχει ραντεβού να παραδόσει ένα νέο πρότζεκτ. Και πριν ρωτήσεις,  από φθινόπωρο είναι να αρχίσει. Τι καλό μας έφερες σήμερα?"

"Χωριάτικο σάντουιτς με μπιφτέκι γαλοπούλας και..",τον διέκοψε αρπάζοντας του τη σακούλα απ' το χέρι.

"Καλά καλά,δεν με ενδιαφέρει και πολύ τι έχει μέσα. Άλλωστε ξαδερφούλι σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη".
Άρπαξε το  σάντουιτς και σκίζοντας το χαρτί με το οποίο το είχε τυλίξει ο Αντρέας, άρχισε να το καταβροχθίζει με λαιμαργία.

"Πότε φεύγετε?",τον ρώτησε με γεμάτο στόμα,δυσκολεύοντας τον να καταλάβει τι ακριβώς έλεγε.

"Μεθαύριο..",η φωνή του δεν είχε τον ενθουσιασμό των προηγούμενων ημερών,πράγμα που την εξέπληξε.

"Για...κοιτάμε εσύ. Τι συμβαίνει,έγινε κάτι?",άφησε το σάντουιτς κάτω και τον κοίταξε εξεταστικά.

"Τίποτα μωρέ,ξέρεις τώρα,πρώτη γνωριμία με τους γονείς της...",δύο ολόκληρα χρόνια σχέσης και ακόμη δεν τους είχε γνωρίσει, πέραν του Ορέστη και της Έλλης φυσικά.

"Μμμμ, κατάλαβα. Αλλά από όσο ξέρω σε συμπαθούν. Σωστά?"

"Έτσι λέει η Έλλη. Ανυπομονούν να με δουν".

"Ναι αλλά είναι και κάτι άλλο. Ακούω..",μάλλον ψυχολόγος έπρεπε να είχε γίνει η Ηρώ,πιο χρήσιμο θα ήταν με τους δύο τους που είχε μπλέξει.

"Να,λέω μήπως οι γονείς της περιμένουν κάτι παραπάνω απ'τη γνωριμία μας",αν και του τα έβγαζε με το τσιγκέλι,είχε καταλάβει που το πήγαινε.

"Κι εσύ τι σκέφτεσαι γι'αυτό? Θέλω να πω, είστε και δύο χρόνια μαζί. Φυσικά δεν πιστεύω η Φαίδρα να σε πήγαινε εκεί ξέροντας κάτι τέτοιο χωρίς πρώτα να το 'χει συζητήσει μαζί σου. ".

Το ενοχικό ύφος που είχε πάρει την έκανε να καταλάβει αμέσως πως ο μικρός της ξάδερφος κάτι ετοίμαζε.

"Ωχ! Δεν μ'αρεσει αυτό το βλέμμα. Μου θυμίζει κάτι σκανταλιές που έκανες μικρός. Τι έκανες αυτή τη φορά Αντρέα?".

"Αν είναι να με κοιτάς έτσι,λες και έχω κάνει φόνο,δεν σου λέω τίποτα",της είπε σαν πεισματάρικο παιδί εκείνος.

"Άστα αυτά και πες μου".

"Ωραία λοιπόν θα σου πω. Ειμαστε δύο χρόνια μαζί και να μιας και θα πάμε στο νησί να γνωρίσω τους γονείς της,έλεγα μήπως και το κάνουμε πιο επίσημο. Συμφωνεί κι η Έλλη",πρόσθεσε αφήνοντας τη άφωνη

"Ε! Μα τι θα σου έλεγε η Έλλη. Της ίδιας είσαι σίγουρος πως θα της αρέσει κάτι τέτοιο? Έχει τις παραξενιές της,την ξέρεις τώρα εσύ".
Αν την ήξερε λέει. Και τι δεν τον τράβηξε όταν κατάλαβε την αδυναμία που της είχε.

"Και δεν μου λες μικρέ,κουμπάρο δεν πιστεύω να σκέφτηκες  άλλον εκτός απο εμένα?", προσπάθησε να χαλαρώσει τη σκέψη της και να το δει θετικά. Το τελευταίο που θα ήθελε ήταν να τον απογοητεύσει.

"Όχι βέβαια,αρκεί να έρθεις μαζί μας στο νησί. Δεν μπορώ να πάω μόνος μου ανάμεσα στους Μόσχηδες. Να έχω μαζί μου κάποιον δικό μου".

Η Ηρώ γέλασε,"το φοβάσαι το κακό μικρέ. Ή μήπως φοβάσαι τον Μιχάλη, τον πατέρα της. Θα 'ρθω βρε,αφού σου έχω αδυναμία. Δεν το χάνω με τίποτα αυτό".

Σηκώθηκε και τον αγκάλιασε σφιχτά. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπήκε κι η Φαίδρα. Κοίταξε τους δύο τους παραξενεμένη.

"Τι ξαφνική εκδήλωση αγάπης είναι αυτή απ' τα ξαδερφάκια? Συμβαίνει κάτι?",έβαλε το χέρι της πάνω στον ώμο του Αντρέα και τους κοίταξε περιμένοντας μία απάντηση.

"Όχι μωρέ,εδώ το μικρό με παρακάλεσε να έρθω στο νησί, ξέρεις ενίσχυση απ' το σόι και με έπεισε τελικά",η τσιριδα απ τη χαρά της και το χοροπηδητό της έκαναν την Ηρώ να χαλαρώσει ακόμα περισσότερο.
Δεν ήθελε να είναι βάρος τώρα που ήταν κι ο γάμος . Ούτε ήθελε να νιώθει η Φαίδρα την υποχρέωση να την κουβαλάει παντού μαζί της,για να μην νιώθει μόνη.
Φαίνεται τελικά πως όλα αυτά, ήταν μονάχα στο μυαλό της,γιατί ο ενθουσιασμός της φάνηκε μεγάλος .

"Θα περάσουμε τέλεια θα δεις. Θα το λατρέψεις το νησί".

Ο Αντρέας την κοίταξε εξεταστικά. Πόσο φωτιζόταν το πρόσωπο της όταν μίλαγε για την Κέρκυρα. Απορούσε καμιά φορά γιατί δεν πήγαινε πιο συχνά.
Τους γονείς της βέβαια δεν τους ήξερε και δεν μπορούσε να φανταστεί τι σόι άνθρωποι ήταν.

Δυο μέρες μόνο είχαν μείνει και θα του λύνονταν όλες οι απορίες. Ήλπιζε μόνο να τον συμπαθήσουν οι γονείς της και εκείνος το ίδιο φυσικά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top