κεφ:3
Κυριακή και όπως κάθε βδομάδα είχε γενική καθαριότητα.
Εκείνη άρχισε το ξεσκόνισμα ενώ ο Αντρέας ανέλαβε όπως πάντα, τα μπαλκόνια και την περιποίηση των λίγων λουλουδιών που διατηρούσαν εκεί .
Ξεκινώντας από την κρεβατοκάμαρα και προς τα έξω η Φαίδρα κοντοσταθηκε κοιτώντας μία κορνίζα της αδερφής της με τον γαμπρό της στο γάμο τους.
Πάντα είχε πολύ καλές σχέσεις με τους δύο τους και τώρα που εκείνη ήταν έγκυος στο πρώτο της παιδί,θα ήθελε να μπορούσε να το ζήσει μαζί της από κοντά.
Είχε να τη δει καιρό πάνω από έξι μήνες, τελευταία φορά είχαν έρθει εκείνοι στην Αθήνα για κάτι εξετάσεις που της είχε δώσει ο γιατρός για την εγκυμοσύνη.
Χάιδεψε τη φωτογραφία και χαμογέλασε στη σκέψη της μεγάλης κοιλιάς που θα είχε ως κάνει ως τώρα.
Στο νησί είχε να κατέβει πάνω από χρόνο αν και φέτος το είχε βάλει προτεραιότητα της ,με τη δουλειά, πάλι δεν θα κατάφερνε να πάει.
Μία θλίψη την τύλιξε σαν σεντόνι προκαλώντας της ασφυξία.
Πάντα ήθελε να φύγει απ' το νησί,δεν άντεχε τη μιζέρια του έλεγε και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, της έλειπε τρομερά.
Κι οι γονείς της, της έλειπαν πολύ και ας μην της το συγχώρεσαν ποτέ που δεν επέστρεψε εκεί μετά τις σπουδές της.
Ο πατέρας της έκανε όνειρα να της ανοίξει γραφείο,μέχρι και έτοιμους πελάτες της είχε.
Η Φαίδρα όμως ήθελε να ζήσει τη ζωή της μακριά από εκεί,από τα βλέμματα και τα κουτσομπολιά της γειτονιάς,απ'τις κακεντρέχειες των συγγενών.
Αυτά δεν άντεχε τόσα χρόνια και ήθελε να φύγει μακριά.
Να ζήσει στην πόλη, άγνωστη μεταξύ αγνώστων.
Ξεφύσιξε και έκανε να αφήσει την κορνίζα στη θέση της όταν ένιωσε το χάδι του Αντρέα στη ραχοκοκαλιά της.
"Σου λείψαν πολύ ε?",εκείνος είχε μόνο πατέρα και τον είχε κοντά του.
Η μάνα του είχε πεθάνει χρόνια πριν, ξαφνικά και αναπάντεχα.
Παρ' όλα αυτά εκείνος ποτέ δεν παραπονέθηκε, δεν λιγοψύχησε, δεν συχτηρησε βρε αδερφέ, για τα στραβά που τους έφερε η ζωή.
Πάντα αισιόδοξος,ονειροπόλος αθεράπευτα ρομαντικός κι ας άργησε πολύ να της το δείξει.
"Μου λείψαν και πάλι δεν θα καταφέρω να πάω", άτονα σηκώθηκε και έκανε να συνεχίσει τις δουλειές.
Το ξερε αυτό το ύφος , το πεισματάρικο που κρυβε παράπονο. Το 'παιρνε όταν κατι δεν πήγαινε με τα σχέδια της.
Όταν κατι ή κάποιος χάλαγε τα πλάνα της.
"Αν μπορέσεις να ξεκλέψεις δύο καθημερινές εγώ μπορώ να το κανονίσω",ότι ήθελε εκείνη, αρκεί να ήταν ευχαριστημένη.
Πέταξε το ξεσκονόπανο και περπάτησε αργά προς το μέρος του περνώντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του.
"Δεν θα βαρεθείς ποτέ να με ικανοποιείς",το ύφος της ήταν πονηρό και έκρυβε υπονοούμενα.
Την έσφιξε πάνω του βάζοντας τα χέρια του στους γλουτούς της και τραβώντας τη ακόμα πιο κοντά του.
"Τέτοια μου κάνεις...",τα χείλη του σφράγισαν τα δικά της ενώ την σήκωσε ελαφρώς ώστε να κάτσει πάνω του.
Τρύφτηκε στον καβάλο του και γουργούρισε σαν γατούλα καθώς την έριχνε στο κρεβάτι χωρίς να διακόψει το φιλί τους λεπτό.
-
Κυριακή βράδυ ώρα ανάπαυσης και ταινίας.
Ο Αντρέας έφτιαχνε ποπ κορν όταν εκείνη αποφάσισε να τηλεφωνήσει στην Έλλη.
"Έλα μικρό μου,χάθηκες?",ήταν πάντα τόσο τρυφερή μαζί της η Έλλη. Προστατευτική, σαν μάνα περισσότερο κι όχι σαν μεγάλη αδερφή.
"Έλα,πως είσαι? Ο Ορέστης, το μωρό?"
"Κλωτσάει ο άτιμος και δεν με αφήνει να ησυχάσω".
"Αγόρι? Φαντάζομαι τον Ορέστη χαρά",τα μάτια της είχαν θολώσει από δάκρυα ευτυχίας που θα αποκτούσε ανηψιό και με δυσκολία τα συγκρατούσε.
"Αυτός καλά το πήρε,ψύχραιμα,ο μπαμπάς νομίζω ότι το 'χει χάσει τελείως",σκέφτηκε τον πατέρα της, πώς να μην είναι χαρούμενος, πάντα ήθελε ένα γιο, αλλά η γυναίκα του μονάχα κόρες ήξερε να κάνει συνήθιζε να λέει,για πλάκα πάντα, γιατί λάτρευε τα κορίτσια του.
"Εσύ, ο Αντρίκος, όλα καλά? Πότε θα μας έρθετε καμία βόλτα? Μπας και τον δουν και ησυχάσουν?".
"Ακόμα έχουν κολλήσει γιατί δεν με παντρεύεται αφού μ'αγαπάει και μένουμε μαζί?",ξεφυσηξε η Φαίδρα.
"Λες και δεν τους ξέρεις τώρα. Λοιπόν, πότε θα μας έρθετε?".
"Εγώ ανέλαβα την πρώτη μου δουλειά,εξ ολοκλήρου,οπότε άδεια γιοκ για φέτος. Κοιτάζουμε μπας και κολλήσουμε δύο μέρες στο Σαββατοκύριακο και έρθουμε έτσι".
"Την πρώτη σου δουλειά? Μπράβο μικρό μου,συγχαρητήρια. Όπως να 'χει όμως θα 'ρθεις γιατί έχουμε γάμους".
"Μπα, και ποιός παντρεύεται? Καμιά ξαδέρφη?".
"Μπα,ποιος τις παίρνει αυτές. Η Ανθούλα μας", γέλασε με το πρώτο σχόλιο της Έλλης, ενώ πέταξε απ' τη χαρά της με το δεύτερο.
Η Ανθή ήταν συμμαθήτρια της Έλλης απ' τον παιδικό. Κολλητές και αχώριστες φίλες για χρόνια.
Μαζί τους και η Φαίδρα, αν και μικρότερη,πάντα την έβαζαν μέσα σε όλα.
Αχτύπητο τρίδυμο,έτσι της έλεγαν στη γειτονιά τα άλλα παιδιά και δεν τα έβαζαν ποτέ μαζί τους γιατί αν και κορίτσια ήταν σκληρά καρύδια.
"Πότε, ποιόν?",εύλογες ερωτήσεις,είχε να τη δει και να της μιλήσει πάνω από ενάμιση χρόνο.
Τελευταία φορά που είχε πάει στο νησί, εκείνη έλειπε ταξίδι επαγγελματικό στην Ιταλία.
Είχε αναλάβει το κατάστημα δερμάτινων ειδών του πατέρα της τα τελευταία χρόνια και εμπορευόταν τα πάντα από εκεί.
"Τέλος του Αυγούστου και άστα, μεγάλο κελεπούρι ο γαμπρός.
Ελληνο Ιταλός. Τον γνώρισε εκεί.
Του επαγγέλματος. Όπου να 'ναι θα σου έρθει η πρόσκληση. Θα 'ρθεις έτσι?",περίμενε με αγωνία την απάντηση της γιατί όλο και αραίωναν η επίσκεψης της,στο νησί τελευταία.
"Το συζητάς, να χάσω το γάμο της Ανθής ?",είπε κάπως αφηρημένα.
Η σχέση της με την Ιταλία ήταν πολύπλοκη. Ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού της,το είχε αφήσει εκεί, χρόνια πριν,όταν ακόμα σπούδαζε στη Φλωρεντία.
"Πρέπει να κλείσω. Να μου φιλήσεις τον Ορέστη και το μπέμπη μας. Σ'αγαπάω...",πάντα πίσω από κάθε σκέψη της η Έλλη.
Μην τη στεναχωρήσει,μην της κακιώσει. Η Έλλη δεν έπρεπε να μάθει ποτέ για τότε.
Ήθελε να είναι μόνο περήφανη γι' αυτήν και τίποτα άλλο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top