κεφ:21
Το νερό έπεφτε καυτό πάνω του, σχεδόν καίγοντας τους μυς του,ενώ το μέτωπό του ακουμπούσε στα πλακάκια που ηταν κρύα και έρχονταν σε αντίθεση με τη ζεστασιά που αναδυόταν στον υπόλοιπο χώρο απ τους υδρατμούς.
Με τα μάτια κλειστά έφερνε μνήμες στο μυαλό του από εκείνες τις ευτυχισμένες μέρες μαζί της.
Την έβλεπε να γελά σπαρακτικά καθώς την έχει φυλακίσει κάτω από το σώμα του γαργαλώντας τη ανελέητα.
Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε αφηρημένα στο πρόσωπό του,ενώ τη σκηνή έκοψε βίαια η αποκάλυψη για το πώς την έκανε πραγματικά να νιώθει.... πόρνη ξανά και ξανά η λέξη στροβίλιζε στο μυαλό του και τα δόντια του έσφιγγαν τόσο πολύ που τον πονούσε το σαγόνι του.
Άνοιξε τα μάτια απότομα όταν νόμιζε πως άκουσε χτύπημα στην πόρτα.
Αφουγκράστηκε για μία στιγμή μέχρι που το άκουσε ξανά. Τύλιξε την πετσέτα γύρω του και βγήκε απ' το μπάνιο γρήγορα για να δει ποιός είναι.
Δεν κοίταξε πρωτού ανοίξει και έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν τη είδε μπροστά του να τον κοίτα με μάτια κόκκινα και πρησμένα απ' το κλάμα.
Δεν έκανε βήμα,μονάχα έστεκε εκεί ανίκανη να πάει μπρος ή πίσω.
Άπλωσε το χέρι και την τράβηξε μέσα κλείνοντας τη στην αγκαλιά του. Ένιωσε στο στήθος του, παρά άκουσε,να παίρνει μία βαθιά ανάσα σαν να ξαναγεννήθηκε, σαν να πήρε μόλις ζωή στην αγκαλιά της.
Πήρε το πρόσωπο της στα χέρια του και το σήκωσε ψηλά αναγκάζοντας τη να τον κοιτάξει στα μάτια.
"Σ'αγαπάω,δεν έπαψα ποτέ να σ'αγαπάω...",έσκυψε και άγγιξε τα χείλη της, που είχαν πρηστεί από το κλάμα. Σαν βάλσαμο το ένιωσε και το καλοδέχτηκε χωρίς δισταγμό.
Το φιλί τους γρήγορα βάθυνε και οι γλώσσες τους χόρευαν κυκλικά η μία γύρω απ' την άλλη.
Την πήρε αγκαλιά και χωρίς να αφήσει σκέψεις και ενοχές να εισβάλουν στο μυαλό του την οδήγησε με γρήγορα βήματα στην κρεβατοκάμαρα.
Την ακούμπησε μπροστά απ' το κρεβάτι και κάνοντας ένα βήμα πίσω, της έδωσε το χώρο και το χρόνο να γδυθεί.
Το λινό λευκό φόρεμα που έδενε στο λαιμό κύλησε απ' το σώμα της και χύθηκε στο πάτωμα αφήνοντας τη γυμνή και εκτεθειμένη εμπρός του.
Ο θαυμασμός του για το γυμνό κορμί της φαινόταν στα μάτια του που γυάλιζαν από τη λαχτάρα του για εκείνη.
Έκανε προσπάθειες να συγκρατήσει την ορμή του για να μην χαλάσει τη μαγεία της στιγμή μα ήταν πάνω απ' τις δυνάμεις του.
Το κορμί της δέχτηκε την ανελέητη επίθεση του με φιλιά πότε τρυφερά και πότε βίαια, παντού.
Έπεσαν ταυτόχρονα στο κρεβάτι και όταν ήταν πια έτοιμος να διεκδικήσει κάθε σπιθαμή του κορμιού της,άρπαξε το πρόσωπό της αναγκάζοντας τη να τον κοιτάξει στα μάτια.
"Κοίτα με...Θέλω να με κοιτάς,θέλω να βλέπω τα μάτια σου...μάτια μου", ψυθίρισε κοντά στο πρόσωπο της χαϊδεύοντας το με την ανάσα του και μπήκε μέσα της,γλυκά,τρυφερά,μοναδικά.
Χορτασμένη απ'τον έρωτα του είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά του αφουγκράζοντας τους χτύπους της καρδιάς του.
Ένιωθε ενοχές μόνο για ένα πράγμα. Γιατί δεν ένιωθε ενοχές για ότι είχε μόλις κάνει.
Για το ότι είχε πάει να τον βρει στο ξενοδοχείο που έμενε και έκανε έρωτα μαζί του. Για το ότι είχε προδώσει τον Αντρέα μα ακόμα περισσότερο γιατί είχε προδώσει την Ανθή.
Βρισκόταν στο μοναδικό μέρος που ήθελε να βρίσκεται, στην αγκαλιά του κι αυτό ήταν το μόνο που σκεφτόταν αυτή τη στιγμή.
Ο Μάνος σαν να μην μπορούσε να πιστέψει τι είχε συμβεί, την έσφιγγε πάνω του κατά διαστήματα,ενώ ένιωθε το βλέμμα του να την καρφώνει και την ανάσα του να σφίγγετε κάθε φορά στα πνευμόνια του.
Μπορούσε εύκολα να αισθανθεί το φόβο του. Τον ήξερε πολύ καλά για να καταλάβει ότι έτρεμε για το μετά. Για το ότι μπορεί να έφευγε τόσο εύκολα όσο εύκολα ήρθε να τον συναντήσει.
"Και τώρα τι? Τι κάνουμε μου λες?",το ύφος της τρομαγμένο ζητούσε μια απάντηση,μια λύση.
Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι αφήνοντας τη μόνο για λίγο απ' την αγκαλιά του.
Έδειχνε σκεφτικός μα αποφασιστικός .
"Δεν μπορώ να παντρευτώ την Ανθή κι εσύ θα χωρίσεις απ'τον Αντρέα. Μετά θα δούμε. Θα έρθεις μαζί μου.",δεν ήταν ιδέα της,αυτό που μόλις της είχε πει ήταν διαταγή. Είχε ήδη σχεδιάσει το μέλλον τους χωρίς καν να τη ρωτήσει.
Η Φαίδρα μόλις συνηδητοποίησε τι κατάληξη θα είχε ο παρορμητισμός της πετάχτηκε σαν ελατήριο απ το κρεβάτι και άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε κουνώντας το κεφάλι τής αρνητικά, πολλές φορές.
Ο Μάνος την ακολούθησε,την έπιασε απ τους ώμους και τη γύρισε προς τη μεριά του.
"Τι ήταν όλο αυτό θες να μου πεις? Κοιμήθηκες μαζί μου γιατί? Μόνο για να μου πεις αντίο? Τι σκατα είχες στο κεφάλι σου πριν έρθεις εδώ?",της φώναζε θυμίζοντας της για ακόμη μια φορά γιατί είχε φύγει τότε. Τι ήταν αυτό που δεν άντεχε σε εκείνον.
"Πώς θα το κάνω αυτό στην Ανθή?Δεν μπορώ να το κάνω αυτό",ψελισε κατεβάζοντας το κεφάλι.
"Την Ανθή μονάχα?",τη ρώτησε με ειρωνικό ύφος.
Τίναξε τα χέρια του από πάνω της νευριασμένα και απομακρύνθηκε
"Τι θες να ακούσεις? Ότι δεν θέλω να πληγωσω τον Αντρέα? Ε! Ναι λοιπόν,δεν θέλω να τον πληγωσω γιατί δεν του αξίζει κάτι τέτοιο και γιατί τον αγαπώ".
"Τον αγαπάς? Μα αγαπάς και μένα. Τόσο μεγάλη καρδιά έχεις λοιπόν? Ίσως τελικά τότε να μην είχα τόσο αδικ...".
Το χέρι της έσκασε με δύναμη πάνω στο μάγουλο του ξαφνιάζοντας τον δυσάρεστα.
"Τι έκανες...?"ρώτησε κρατώντας το πρόσωπό του.
"Ούτε ήμουν,ούτε θα ξαναγίνω η πόρνη σου".
Άρχισε να ντύνεται νευρικά,ο Μάνος την κοίταζε χωρίς να μιλά, όταν κατάλαβε όμως πως αυτό ήταν το τέλος πέρασε τα χέρια του μέσα απ τα μαλλιά του νευρικά και έτρεξε πίσω της αγκαλιάζοντας τη απ τη μέση.
"Συγνώμη μωρό μου,δεν ήθελα...ηρέμησε και έλα να μιλήσουμε",τη φιλούσε απαλά στην πλάτη,στο λαιμό μα εκείνη δεν έκανε καμία κίνηση υποχώρησης.
Συνέχισε χωρίς να τον κοιτά καν.
"Μην φύγεις σε ικετεύω. Μην φύγεις ξανά, ήμουν εγωιστής το ξέρω, όμως θα μάθω...",την ικέτεψε μα εκείνη σκληρή όσο ποτέ πριν, τον κοίταξε λίγο πριν κλείσει την πόρτα πίσω της και μόνο μια λέξη βγήκε απ τα χείλη της.
"Τελειώσαμε",η πόρτα έκλεισε κι εκείνος βυθίστηκε για άλλη μια φορά στην απόλυτη μοναξιά συνοδευμένη με την πικρή γεύση που του είχα αφήσει η τελευταία της κουβέντα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top