κεφ:19

Λαχανιασμένη καθώς ήταν έστριψε σε ένα δρομάκι που οδηγούσε σε ένα παλιό σπίτι που μικρές πήγαιναν για παιχνίδι εξερεύνησης,όπως έλεγαν. Ένα παλιό αρχοντικό μιας κόμισσας που ζούσε τότε στο νησί.
Ήταν μεγάλη σε ηλικία αλλά απ' το ντύσιμο και μόνο καταλάβαινες την ευγενή καταγωγή της.
Δεν είχε παιδιά, μόνο κάτι συγγενείς στην Αθήνα που δεν την επισκέπτονταν ποτέ και περίμεναν μόνο πότε θα πεθάνει για να κληρονομήσουν την ού και μικρή περιουσία της.
Η κόμισσα λοιπόν​ αν και όλοι την έλεγαν παράξενη και στριμμένη,είχε αδυναμία στις τρεις κοπέλες και συχνά τις άφηνε να παίζουν στην αυλή της.
Την πρώτη φορά που τις κάλεσε και μέσα στο σπίτι αν και αρχικά φοβήθηκαν να πάνε, τελικά έμελε να γίνει αυτό το σπίτι το καλύτερο μέρος για παιχνίδι και λίγο αργότερα στην εφηβεία το καταφύγιο τους.
Πήγαιναν εκεί για να φάνε αμυγλατωτά απ' τα χεράκια της,μα και γλυκό μανταρίνι που τόσο νόστιμο το έφτιαχνε η κόμισσα.
Της άφηνε να εξερευνούν το χώρο και να φοράνε τα δεκάδες καπέλα της και τα πανάκριβα χρυσαφικά της.

Η Φαίδρα άγγιξε το λαιμό της. Μια αλυσίδα με ένα κρύσταλλο σε σχήμα δάκρυ που κρεμόταν χρόνια τώρα απ' το λαιμό της,εκείνη της το είχε χαρίσει. Η Φαίδρα ήταν η αδυναμία της.
Αργότερα ανακάλυψε πως το κρυσταλλακι αυτό ήταν ένα μικρό διαμάντι.
Λίγο πριν πεθάνει είχε ζητήσει να τη δει, ήταν τότε όμως που έλειπε στη Φλωρεντία και δεν μπόρεσε να έρθει. Ο θάνατός της κόμισσας της στοίχησε πολύ.

Περιέργως εκεί την έβγαλε και πάλι ο δρόμος της.
Στο παλιό αρχοντικό, το καταφύγιο της.
Άνοιξε την παλιά σιδερένια πόρτα της αυλής. Είχε σκουριάσει και ετριζε.
Το σπίτι ήταν παρατημένο,τα λουλούδια είχαν ξεραθεί ενώ η μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στην είσοδο,ήταν μισό γκρεμισμένη.
Άφησε την ανάσα της να βγει με έντονη την αίσθηση της μελαγχολίας και της νοσταλγίας που της προκαλούσε το άλλοτε γεμάτο ζωή αρχοντικό.

Αν έκλεινε τα μάτια μπορούσε ακόμα να δει τις τρεις του να κυνηγιούνται ανάμεσα απ' τα δέντρα και τα παρτέρια, φωνάζοντας και γελώντας, ενώ αν έριχνε το βλέμμα της ψηλά στη βεράντα μπορούσε να δει κι εκείνη να χαμογελά γυρμένη στα κάγκελα παρακολουθώντας τες.

Η Ανθή έπρεπε σε εφτά μέρες να παντρευτεί τον Μάνο. Δεν έπρεπε να μάθει ποτέ για το δικό της παρελθόν με εκείνον.
Τα δικά τους λάθη έπρεπε να μην τα πληρώσουν άλλοι.

"Τι κάνεις εδώ?",η γνώριμη φωνή του πάγωσε το αίμα της.
Γύρισε και τον είδε να στέκει πίσω της κοιτώντας τη με μάτια γεμάτα περιέργεια.

"Εσύ τι κάνεις εδώ? Με παρακολουθείς?",του πέταξε θυμωμένα,γιατί αυτό πίστευε πως συνέβαινε.

"Θα μπορούσα να σε ρωτήσω το ίδιο αλλά μετά τη χθεσινή φυγή σου,δεν θα 'χα ελπίδα για κάτι τέτοιο",θα ήλπιζε να τον είχε παρακολουθήσει,να είχε τρέξει μετανιωμένη για τη χθεσινή φυγή της να τον συναντήσει.

"Λοιπόν,τι θες εδώ?"την ξανά ρώτησε αφού η περιέργεια του βλέποντας τη εκεί είχε μεγαλώσει.

"Ερχόμουν εδώ όταν ήμουν μικρή. Ερχόμουν με την Ανθή και την Έλλη...",είπε με νοσταλγία χωρίς να τον κοιτά.
"Η κόμισσα ήταν καλή μαζί μας,ακόμη έχω στη μύτη μου τη μυρωδιά των αμυγδαλωτων που πάντα μας κερνούσε".

Ο Μάνος την κοιτούσε μαγεμένος απ'τα λόγια της και για ακόμη μία φορά θεωρούσε πως η συνάντηση τους δεν ήταν τυχαία.

"Κι εσύ?",γύρισε να τον ρωτήσει.

"Εμένα...Ήταν γιαγιά μου",της είπε αφήνοντας τη άναυδη.

"Μα...πώς? Αφού δεν ήταν παντρεμένη"

"Ήταν αδερφή του παππού μου. Μια φορά μονάχα την είχα δει μικρός,η παρουσία της όμως ήταν τόσο επιβλητική που δεν την ξέχασα ποτέ. Είμαι κληρονόμος της. Ή μάλλον ο μόνος που θέλησε να κρατήσει το ερείπιο",είπε δείχνοντας με το χέρι του το σπίτι.

"Και θα το γκρεμίσεις φαντάζομαι",τον ρώτησε με έναν τόνο ειρωνίας στη φωνή της.

"Όχι. Σκέφτομαι να το αναπαλαιωσω. Τι λες, θα το αναλάβεις?".

Το ύφος της άλλαξε με μιας παίρνοντας αμυντική στάση απέναντι του ξανά.

"Δεν θα το έκανα ποτέ. Σου είπα και χθες Μάνο να μείνεις μακριά μου. Δεν μπορεί να μην βλέπεις τι καταστροφή πρόκειται να προκαλέσουμε αν μαθευτεί η γνωριμία μας.",έκανε να φύγει όμως εκείνος τη σταμάτησε μπαίνοντας μπροστά της και φράζοντας της την έξοδο.

"Δεν βλέπεις πως το σύμπαν μας θέλει μαζί? Εσένα και μένα. Όχι εμένα με την Ανθή ούτε εσένα με τον Αντρέα".

"Καταλαβαίνεις τι μου έχεις κάνει? Δεν μπορώ να αντικρύσω την Ανθή,δεν μπορώ να αντικρύσω τον Αντρέα. Νομίζω πως όλοι γνωρίζουν ξαφνικά και είναι έτοιμη να με κατασπαράξουν. Φοβάμαι για το κακο που μπορεί να προκαλέσει όλο αυτό. Για τις πληγές που θα αφήσει στους ανθρώπους που αγαπάμε".

"Για να μην μας κατακρίνουν οι άλλοι θα πρέπει να δυστηχισουμε εμείς? Το βλέπω στα μάτια σου κάθε φορά που με κοιτάς ή κάθε φορά που προσπαθείς να μη με κοιτάξεις,πως εμένα θέλεις. Δεν με ξεπέρασες ποτέ σου παραδεξου το".

"Κάνεις λάθος",φώναξε δυνατά,"εγώ τον αγαπώ τον Αντρέα. Σε έχω ξεπεράσει,πάρτο απόφαση και προχώρα παρακάτω. Παντρέψου την Ανθή και ξέχασε με".

Τα λογια της μαχαιριά στη καρδιά. Την άρπαξε απ' το σβέρκο κρατώντας τη σταθερά και τη φίλησε με όσο πάθος του 'χε απομείνει τα τόσα χρόνια που έμενε μόνο να τη σκέφτεται.

Δάγκωσε τα χείλη του με τόση δύναμη που μάτωσαν.
Γεύτηκε το αίμα του ανάμεσα στο φιλί τους. Την κρατούσε τόσο γερά που την πονούσε. Μα πιο πολύ την πονούσε αυτό που ένιωθε εκείνη τη στιγμή.

Τραβήχτηκε απ'το στόμα της σχεδόν χωρίς ανάσα. Ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της.
Με τα μάτια κλειστά έφερνε ο κόσμος γύρω τους.
Έπλεξε τα χέρια του με τα δικά της...
"Μαζί σου αγάπη μου εγώ έχω πετάξει...",της ψιθύρισε το στίχο ενός τραγουδιού που τότε,στη Φλωρεντία, εκείνη σιγοτραγουδούσε, μην γνωρίζοντας πως έστω και λίγο, εκείνος καταλάβαινε τι έλεγε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top