κεφ:14
Άργησε να ξυπνήσει. Είχε ξημερώσει όταν τις πήρε ο ύπνος με την Ηρώ.
Ο Αντρέας την περίμενε υπομονετικά στην κουζίνα που είχε σερβιριστεί το πρωινό.
"Καλημέρα υπναρού",της είπε δίνοντας της ένα φιλί.
"Ελα έφτιαξα πρωινό",τράβηξε την καρέκλα για να κάτσει. Πόσο τρυφερός ήταν πάντα μαζί της.
Πριν καν προλάβει να αρχίσει να τρώει, ήρθαν κι η Έλλη με τον Ορέστη.
"Οι γονείς μου?",ρώτησε τον Αντρέα,μιας και δεν τους είδε απ'την ώρα που σηκώθηκε.
"Βρε μικρό τα 'χεις χαμένα? Κυριακή σήμερα,αφού δεν σε ξύπνησε κι εσένα η Αγγελίνα απ'τα χαράματα για την εκκλησία τυχερή είσαι",πετάχτηκε η Έλλη.
Φυσικά ήταν Κυριακή και φυσικά είχαν πάει στην εκκλησία,αλλά το μυαλό της μετά τα χθεσινά είχε γυρίσει σε άλλες μέρες σε άλλες εποχές.
Η Έλλη έκατσε κι αυτή στο τραπέζι να απολαύσει τις νοστιμιές του Αντρέα.
"Αντρίκο μας,χάρμα το πρωινό σου. Έτσι σε έχει στην Αθήνα? Με τα πρωινά σου,τα μεσημεριανά σου...",
"Τα βραδινά μου...",συμπλήρωσε χαριτολογώντας η Φαίδρα.
"Τυχερούλα,που να βρεις τέτοιον άντρα στις μέρες μας",κοίταξε τον Ορέστη με νόημα λέγοντας αυτά τα λόγια η Έλλη, για να εισπράξει ένα μια γκριμάτσα από εκείνον σαν μικρού παιδιού.
Η Φαίδρα γέλασε με τα τερτιπια της αδερφής της και τις αντιδράσεις του Ορέστη. Τόσα χρόνια μαζί και δεν ειχαν αλλάξει καθόλου. Συνέχιζαν να πειράζουν ο ένας τον άλλο,συνέχιζαν να τη λένε ο ένας στον άλλο αλλά πάντα μα πάντα ήταν αγαπημένοι κι αχώριστοι.
Το τρίξιμο της πόρτας ακούστηκε και Αγγελίνα με το Μιχάλη μπήκαν μέσα σιγανά μην και κάνουν θόρυβο.
Τους βρήκαν όλους στην κουζίνα να απολαμβάνουν το πρωινό που τους είχε ετοιμάσει ο Αντρέας και είχε φυλάξει για εκείνους.
"Ξυπνήσατε,νωρίς νωρίς. Ελάτε έφερα αντίδωρο για όλους σας",έδωσε σε όλους να φάνε και μετά κοίταξε το τραπέζι.
Ήταν γεμάτο λιχουδιές.
"Όλα εσύ τα φτιαξες παλληκάρι μου? Μονάχος σου?",ρώτησε τον Αντρέα με θαυμασμό.
"Πάρτε καρέκλα και καθίστε. Για μένα αυτό είναι παιχνιδάκι",είπε δείχνοντας με το χέρι το τραπέζι.
Η Αγγελίνα συγκινήθηκε,τόσα χρόνια ποτέ κανένας δεν είχε κάνει κάτι τέτοιο για εκείνη. Μια ζωή εκείνη περιποιόταν τους άλλους. Μαγείρευε για όλους,πολλές φορές δύο και τρία φαγητά,να ικανοποιήσει όλων τα γούστα.
Όλη η οικογένεια μαζεμένοι στο τραπέζι. Μονάχα ο Αντρέας πήγαινε πέρα δώθε ίδρωνε και ξε ίδρωνε κοιτάζοντας ποτέ την Φαίδρα και πότε την αδερφή της.
Για μια στιγμή έβηξε καθαρίζοντας το λαιμό του τραβώντας τα βλέμματα πάνω του.
"Χθες βράδυ,κυρ Μιχάλη,έλεγα στη κόρη σου πως θα ήθελα να κοιμάμαι μαζί της...",ο μεγαλύτερος άντρας έσμιξε τα φρύδια του και σκυθρώπιασε ενώ οι υπόλοιποι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Η Φαίδρα είχε πάρει ένα ύφος που φώναζε θα σε σκοτώσω ενώ η Αγγελίνα είχε βάλει το χέρι στο στόμα σοκαρισμένη.
"... εκείνη μου είπε πως για να επιτρέψει ο πατέρας της κάτι τέτοιο θα πρέπει πρώτα να την αρραβωνιαστώ. Γι' αυτό και γιατί την κόρη σου την αγαπώ πιο πολύ κι απ'την ζωή μου, ζητώ το χέρι της. Τι λες θα μου τη δώσεις?"...
Ο Μιχάλης έσπασε ένα χαμόγελο ως τα αυτιά του μεγάλο, ενώ κατέβασε το κεφάλι του προς τα κάτω λέγοντας ναι.
Τότε ο Αντρέας γύρισε προς τη Φαίδρα. Γονάτισε μπροστά της τείνοντας ένα μαύρο βελούδινο κουτάκι εμπρός της.
"Μωρό μου,δεν έχω πολλά να σου πω. Τι νιώθω για σένα στο δείχνω κάθε μέρα κι αν μου το επιτρεψεις θα στο δείχνω μία ζωή. Τι λες,με παντρεύεσαι?",άνοιξε το κουτί και ενα λευκόχρυσο δαχτυλίδι με μπριγιαν λαμπύρισε μπρος στα μάτια της.
Όλοι είχαν στραφεί με κομμένη την ανάσα στη Φαίδρα περιμένοντας την απάντηση της.
Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. Ανάμικτα συναισθήματα σκίαζαν το μυαλό και τη σκέψη της.
Είχε μπροστά της τον άνθρωπο που της χάρισε την ευτυχία τα δύο τελευταία χρόνια. Τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής της. Τον αγαπούσε? Τον λάτρευε,έτσι τουλάχιστον ένιωθε μέχρι που εμφανίστηκε ο άλλος.
Όλοι κρεμόντουσαν απ'τα χείλη της, έπρεπε να δώσει μία απάντηση.
Κοίταξε γύρω της και μετά εκείνον. Όμορφος και γλυκός. Ο Αντρίκος της. Αυτός ήταν ο άνθρωπος της.
"Ναι χίλιες φορές ναι",του είπε και τον αγκάλιασε σφιχτά. Όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και έτρεξαν να τούς αγκαλιάσουν και να τους ευχηθούν.
Της πέρασε το μονόπετρο στο δάχτυλο,και της έδωσε ένα φιλί παθιασμένο χωρίς να νοιαστεί για τους γονείς της.
Η φωνή του Μιχάλη έφερε την απόλυτη ησυχία στο χώρο.
"Αγγελίνα,ετοίμασε το μεγάλο δωμάτιο για τα παιδιά. Κοτζάμ πρόταση γάμου έκανε ο Αντρίκος μας γι'αυτό",η Φαίδρα σηκώθηκε κι έτρεξε προς στον πατέρα της παίρνοντας τον αγκαλιά.
"Με το καλό παιδί μου,με το καλό",είπε ο Μιχάλης με δάκρυα στα μάτια.
Ο Αντρέας τους πλησίασε κι ο Μιχάλης τράβηξε κι αυτόν στην αγκαλιά του.
"Αγόρι μου,μου χάρισες μεγάλη χαρά. Να σαι καλά",είπε μονάχα χτυπώντας τον στην πλάτη.
Η Ηρώ κι η Έλλη ειχαν πάρει τη Φαίδρα παράμερα και χαζευαν το δαχτυλίδι.
"Αχ! Αδερφουλα μου είναι τέλειο. Με το καλό".
'Κι εγώ κουμπάρα",πέταξε η Ηρώ δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο.
Το κινητό της Έλλης χτύπησε και κοιτάζοντας την οθόνη χοροπήδησε απ' τη χαρά της.
"Ελα Ανθούλα. Μάντεψε. Ο Αντρίκος μας, ζήτησε απ' τον πατέρα το χέρι της Φαίδρα. Θα 'χουμε κι άλλο γάμο, το μικρό μας παντρεύεται",η τσιριδα της Ανθής έφτασε στα αυτιά της Φαίδρας σαν να την είχε δίπλα της.
"Ναι το μεσημέρι όπως είπαμε",είπε στο τέλος και το έκλεισε.
"Τρελάθηκε απ' τη χαρά της. Τα υπόλοιπα από κοντά το μεσημέρι".
Η Φαίδρα κοίταξε την Ηρώ και μετά γύρισε στην Έλλη.
"Εμείς δεν ξέρω αν θα έρθουμε. Θα πειράξει πολύ την Ανθή αν δεν έρθουμε με τον Αντρέα?".
"Ελα τώρα, μην χαλάς την παρέα. Θα την πειράξει. Πολύ. Δεν ακούω κουβέντα".
Πήρε τον Ορέστη κι έφυγαν ενώ τα άλλα δύο κορίτσια μάζεψαν την κουζίνα και έπλυναν τα πιάτα.
"Τι θα κάνεις? Αποφάσισες?",τη ρώτησε η Ηρώ.
"Δεν ξέρω Ηρώ,φοβάμαι πως θα περιπλέξω τα πράγματα και δεν το θέλω αυτό".
"Πιστεύεις πως εκείνος θα το αφήσει έτσι?".
"Είναι το μόνο που φοβάμαι. Αν...Αν δεν ήταν ο γάμος θα έφευγα αύριο κιόλας για την Αθήνα".
"Το να φεύγεις μακριά απ'το πρόβλημα, δεν σημαίνει πως το λύνεις κιόλας. Μίλα του αν θες τη γνώμη μου. Ξεκαθάρισε το".
Ήξερε πώς είχε δίκιο. Δεν ήξερε πως θα αντιδράσει και αυτό ήταν ο μόνος φόβος της.
Η αντίδραση του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top