κεφ:11

Η Ανθή σηκώθηκε απ'το σκαμπό και πήγε κοντά του πιάνοντας τον αγκαζέ.

"Από δω το τρίτο μέρος των τριών σωματοφυλάκων, το μικρό μας, η Φαίδρα ",του είχε μιλήσει για τις τρεις τους. Ήξερε σχεδόν τα πάντα γι'αυτες.
Σχεδόν τα πάντα όμως.

Έτεινε το χέρι του προς εκείνη χωρίς να πάρει λεπτό τα μάτια του απ'τα δικά της.
"Χαίρω πολύ... ".
Άπλωσε το τρεμάμενο χέρι της και έπιασε το δικό του. Ζέστη και ηλεκτρισμός που έφτασε μέχρι τις πατούσες της.

"Χάρηκα...",ένα ξερό χάρηκα, δικό της, που είχε φύγει απ' το σπίτι με τέτοιο ενθουσιασμό για αυτή τη συνάντηση.

Η Ανθή συνέχισε τις συστάσεις μα εκείνος,είχε μάτια μόνο για εκείνη.

Πήγε κοντά στον Αντρέα και χώθηκε στην αγκαλιά του. Στην ασφάλεια της τα δύο τελευταία χρόνια.
Δεν πίστευε αυτό που της συνέβαινε. Είχε θάψει  το παρελθόν, βαθιά πίστευε, πως είναι δυνατό να συνέβει αυτό τώρα.
Έπιασε την Ηρώ να την κοιτά εξεταστικά. Είχε καταλάβει? Είχε συνδέσει εκείνον,
με αυτόν?
Κοίταξε την Ανθή. Έδειχνε τόσο ευτυχισμένη. Ήταν ευτυχισμένη μαζί του. Κρεμόταν απ' τα χείλη του.

"Λοιπόν Μάνο,για πες μας τώρα έχεις συνηδητοποιήσει ότι παντρεύεσαι σε...",ο Ορέστης έκανε εναν γρήγορο υπολογισμό στο μυαλό του..."...Δέκα μέρες ακριβώς? Φίλε δεν είναι εύκολο πράγμα ο γάμος",ήταν καθαρή η διάθεση του να τον πειράξει.

"Δεν σε βλέπω να παραπονιέσαι όμως", ενώ πρόσθεσε  με ειρωνική διάθεση,"αλλά που να τολμήσεις", προκαλώντας το γέλιο όλων..

"Ακριβώς",πετάχτηκε η Έλλη παίρνοντας το αυστηρό της ύφος.

Η Φαίδρα ήταν η μόνη που δεν γελούσε,που δεν μιλούσε, μόνο σφιγγόταν όλο και περισσότερο πάνω στον Αντρέα.

Ο Μάνος γύρισε προς το αγκαλιασμένο ζευγάρι..."Αντρέα είσαι Σεφ μου εχει πει η Ανθή, ενδιαφέρον επάγγελμα. Έχεις δουλέψει ποτέ στο εξωτερικό?"

"Όχι ακόμα, αν και είναι απ' τα μεγαλύτερα όνειρα μου", η Φαίδρα γύρισε και τον κοίταξε μένοντας άναυδη. Γιατί εκείνη δεν ήξερε κάτι τέτοιο? Ήταν δύο χρόνια μαζί πως είναι δυνατόν να μην γνωρίζει πως είχε τέτοια επιθυμία ο άνθρωπός της?

Ξαφνικά ένιωσε τόσο εγωίστρια,πάντα την απασχολούσε η δουλειά της,τον φόρτωνε με τις ανησυχίες της αδιαφορώντας για τα δικά του θέλω.
Κι εκείνος, ποτέ μα ποτέ δεν έβαλε τον εαυτό του πάνω από εκείνη,όλα για εκείνη.
Γύρισε και του έδωσε ένα φιλί στα χείλη,γιατί έτσι το ένιωσε εκείνη τη στιγμή.
Γυρίζοντας αντίκρυσε το θυμωμένο βλέμμα του Μάνου να την κατακεραυνώνει. Ένιωσε τη ραχοκοκαλιά της να ανατριχιάζει, από φόβο.

"Κι εσύ... Φαίδρα,με τι ασχολείσαι είπαμε?",ένιωθε ότι θα λυποθημούσε αυτή τη στιγμή, μπροστά σε όλους".

"Αρχιτέκτονας είμαι...",πρόσθεσε διστακτικά.

"Ενδιαφέρον. Αν χρειαστεί να χτίσουμε δηλαδή θα έχουμε δικό μας άνθρωπο. Και η βάση σου είναι στην Αθήνα?",γιατί ζητούσε τόσες λεπτομέρειες? Και αυτό το δικό μας άνθρωπο.... Ήθελε να του πετάξει στα μούτρα ότι δεν είναι και δικός του άνθρωπος, είναι μόνο άνθρωπος της Ανθής . Δικός της άνθρωπος ναι, δικός του, ποτέ ξανά.

"Η βάση μας είναι στην Αθήνα,όμως αναλαμβάνουμε δουλειές σε όλη την Ελλάδα πλέον. Και αρκετές σε νησιά",πετάχτηκε η Ηρώ βγάζοντας την Φαίδρα απ' τη δύσκολη θέση.

"Ενδιαφέρον...κι εσύ Ηρώ, είστε συνεργάτες να υποθέσω?"

"Είναι το αφεντικό μου",πέταξε η Φαίδρα τελείως αυθόρμητα, τραβώντας το βλέμμα του πάνω της ξανά.

"Έλα ας αλλάξουμε θέμα,ούτε αστυνομικός που τους παίρνεις τα στοιχεία να ήσουν μωρό μου",πέταξε η Ανθή ξαφνικά δείχνοντας κατά κάποιο τρόπο ενοχλημένη.

"Προσπαθώ να μάθω τους φίλους σου,αυτό είναι όλο",της απάντησε χαμογελώντας της σφιγμένα.

Το έβλεπε καθαρά, μπορούσε να ξεχωρίσει ότι αυτό που ένιωθε για την Ανθή αυτός ο άντρας δεν ήταν αγάπη, δεν ήταν καν έρωτας.
Τον ήξερε τόσο καλά όσο ίσως, δεν θα τον μάθαινε  ποτέ η Ανθή.

Τα σφηνάκια πήγαιναν κι ερχόντουσαν όλο το βράδυ,κι εκτός της Έλλης που δεν μπορούσε να πιει λόγο της εγκυμοσύνης,η υπόλοιπη παρέα του δινε να καταλάβει.

"Πάω  τουαλέτα", ψιθύρισε η Φαίδρα ενω ελευθερώθηκε απ' την αγκαλιά του Αντρέα που είχε κουρνιάσει σχεδόν όλο το βράδυ.

Η ουρά ήταν μεγάλη,εκείνη όμως δεν ήταν πρωτάρα. Το ήξερε το μαγαζί σαν τη παλάμη του χεριού της.
Βγήκε απ' την πίσω πόρτα που οδηγούσε σε μία δεύτερη τουαλέτα που χρησιμοποιούσε μόνο  το προσωπικό. Ήξερε μέχρι που έκρυβαν το κλειδί. Πάνω στο σκέπαστρο κάτω από ένα κεραμίδι.

"Χα!",φώναξε ενθουσιασμένη όταν το βρήκε στη θέση του μετά από τόσο χρόνια.

Γύρισε να ξεκλειδώσει και πετάχτηκε απ' την τρομάρα της,όταν τον είδε να στέκεται ακουμπισμένος σε μία κολώνα,με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του να την κοιτά από πάνω ως κάτω εξεταστικά.

"Η Λιζ, που είναι.... Φαίδρα, τελικά",είπε με ειρωνικό ύφος.

"Ο Μανόλο που είναι, Μάνος",απάντησε εκείνη στον ίδιο τόνο.

"Πολύ ενδιαφέρον δεν βρίσκεις? Τελικά,βουνό με βουνό δεν σμίγει. Και μου έλεγε τόσα για σένα η Ανθή. Που να 'ξερα...Αλήθεια εκείνοι ξέρουν?".

Το βλέμμα της σκοτείνιασε κι ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό δυσκολεύοντας την αναπνοή της να βγει.
Άρχισε να τρέμει,ο φόβος της είχε γίνει θυμός και την έπνιγε.

"Μην τολμήσεις να ανοίξεις το βρωμοστομά σου,ακούς...",ούρλιαξε μες στα μούτρα του,μαστιγώνοντάς τον με την ανάσα της που μύριζε αλκοόλ και τσιγάρο.

Έσμιξε τα μάτια του,τα χείλη του έγιναν μία λεπτή γραμμή.
Τη γράπωσε απ' τα μπράτσα και την έφερε κοντά του,"μη με απειλείς εμένα, γιατί...",της μίλησε στον ίδιο τόνο με εκείνη προηγούμενος.

Τίναξε τα χέρια της σε μία προσπάθεια να ξεφύγει απ' τα δικά του που την κρατούσαν σφιχτά, δεν άντεχε την τόσο στενή επαφή μαζί του.
Δεν τα κατάφερε όμως. Την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του φυλακίζοντας τη στην αγκαλιά του, και άρχισε να της μιλά απαλά σχεδόν αγγίζοντας τα χείλη της...

"Γιατί εξαφανίστηκες, κόντεψα να τρελαθώ. Σε έψαξα παντού,ρώτησα για σένα μα κανείς δεν ήξερε τίποτα. Γιατί Λιζ γιατί?".

"Δεν ειμαι η Λιζ ανόητε, ακόμη δεν κατάλαβες πως όλα ήταν ένα ψέμα?"

Προσπαθούσε να απομακρυνθεί όμως ήταν αδύνατο. Τα χείλη του σφράγισαν τα δικά της σε ένα φιλί τόσο γνώριμο και οικείο που έκανε τα γόνατα της να λυγίσουν.

"Πόσο μου έλειψε αυτό, μου έλειψε η μυρωδιά σου, η γεύση σου...", ένιωσε το τράνταγμα του κορμιού της και μόνο τότε τραβήχτηκε πίσω  να την κοιτάξει.
Έκλαιγε, έκλαιγε με λυγμούς. Τα δάκρυα ανεξέλεγκτα κυλούσαν απ'τα μάτια της.

"Μωρό μου, όχι μην κλαις, σε ικετεύω",σκούπισε τα δάκρυά της με τα δάχτυλά του όμως δεν ήταν αρκετό. Δάκρυα έβγαιναν και ξανάβγαιναν απ' τα μάτια της μουτζουρώνοντας το όμορφο πρόσωπο της με μάσκαρα.

Πήρε μία βαθιά ανάσα και έκανε ένα βήμα πίσω προσπαθώντας να βρει ξανά την αυτοκυριαρχία της.

"Υποσχέσου μου. Υποσχέσου, πως κανείς δεν θα μάθει ποτέ τίποτα για τότε. Δεν θα μάθει τίποτα για εμάς. Ξέχασε με σε παρακαλώ...",του είπε και έφυγε τρέχοντας από εκεί, γυρίζοντας πίσω στο μαγαζί.




Δεν έχετε παράπονο αγάπες μου κι άλλο κεφάλαιο.
Επόμενο αύριο!! Καληνύχτα!!!!😘😘😘😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top