κεφ:10

Ένιωσε το στρώμα να βαθουλώνει δίπλα της και μία ζεστασιά να απλώνεται γύρω της.
Το χέρι του τυλίχτηκε στη μέση της και την τράβηξε απαλά κοντά του, κολλώντας τη στο σώμα του.
Μούγκρισε στον ύπνο της..."μωρό μου νυστάζω,τι ώρα είναι?",εκείνος άρχισε να τη φιλά στο αυτί και κατέβηκε στο λαιμό της,ενώ το χέρι του χούφτωσε το στήθος της ,"μου έλειψες...",η ανάσα του καυτή έβγαινε απ' το στόμα του χαϊδεύοντας απαλά το ανατριχιασμένο δέρμα της.

Το ένα λεπτό απολάμβανε το χάδι του και το επόμενο είχε πεταχτεί σαν ελατήριο από δίπλα του κι απ' το κρεβάτι.

"Τι στο καλό κάνεις εδώ. Άμα σε δουν...Δεν θέλω να σκεφτώ τι θα γίνει",καθόταν στο κρεβάτι χωρίς να κάνει βήμα και την κοιτούσε παίρνοντας το γοητευτικό του ύφος.

"Μόλις έφυγαν για την αγορά μαζί. Κι η Ηρώ μου έκανε τη χάρη να πάει από κει. Γύρνα πίσω τώρα γιατί με έχεις ανάψει τόσο που το παίζεις αθώα για τους γονείς σου, που θέλω σαν τρελός να σε πάρω".

Χαμογέλασε πονηρά και δάγκωσε τα χείλη της ενώ με αργά βήματα επέστρεψε στο κρεβάτι.

_

"Μπα μπα που ήσασταν εσείς οι δυο?",η Έλλη είχε έρθει στο σπίτι και βρήκε την Ηρώ μόνη στο σαλόνι και την αδερφή της με τον Αντρέα μόλις να βγαίνουν αγκαλιασμενοι από την κρεβατοκάμαρα.

"Αλήθεια εσύ κάνεις τίποτα ή...",είχε τη διάθεση να την πειράξει.

"Αστα, ούτε που με πλησιάζει. Φοβάται λέει μην κάνει κακό στο μωρό",πήρε το παραπονιάρικο ύφος της και η Φαίδρα με την Ηρώ γέλασαν.

"Έτσι εξηγούνται τα πολλά νεύρα",είπε στο τέλος η πρώτη κι η Έλλη της πέταξε ένα μαξιλάρι απ' τον καναπέ.

Αργότερα ντύθηκαν και βγήκαν να ξεναγήσουν την Ηρώ και τον Αντρέα στο νησί.

Δεν ήθελαν να κουράσουν τη μάνα με το καθημερινό μαγείρεμα κι έτσι τους προσκάλεσαν έξω για φαγητό.
Για την άλλη μέρα ο Αντρέας είχε υποσχεθεί να τους μαγειρέψει εκείνος κι η Αγγελίνα είχε ενθουσιαστεί που θα έτρωγε φαγητό απ'τα χέρια του.

"Είναι όμορφο νησί η Κέρκυρα κι έχει βενετσιάνικες επιρροές. Απορώ πως τόσα χρόνια δεν το έχω επισκεφτεί",σχολίασε η Ηρώ.

"Να που σου δόθηκε η ευκαιρία",της είπε η Φαίδρα πιάνοντας τη απ' τη μέση.

"Δεν νομίζω πως υπάρχει καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις έναν τόπο, απ' αυτόν. Δεν μετανιώνω λεπτό που ήρθα. Κι η Ανθή, ζήλεψα τη φιλία σας κορίτσια".

"Οι τρεις σωματοφύλακες...",είπε η Έλλη πιάνοντας την απ' την άλλη μεριά.
"Κι εμείς χαιρόμαστε που σε έπεισαν να έρθεις. Και που προσέχεις το μικρό μας", πρόσθεσε.

"Το μικρό μεγάλωσε γαμώτο ως πότε θα με αποκαλείς έτσι?"έδειχνε την πειραγμένη αλλά κατά βάθος της άρεσε που την αποκαλούσαν έτσι.

"Για πες όμως αλήθεια τώρα ο... Μάνος της Ανθής όντως κελεπούρι?",η Φαίδρα ήθελε να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε.
Η Έλλη κούνησε το κεφάλι δαγκώνοντας τα χείλη.

"Κόλαση σου λέω. Όταν μας τον πρωτογνώρισε είχα μείνει να τον κοιτάω με ανοιχτό το στόμα,μέχρι που ο Ορέστης με σκούντηξε και συνήλθα. Μια βδομάδα ήταν θυμωμένος μαζί μου και δεν μου μίλαγε, εξαιτίας του τρόπου που αντέδρασα".

Τα κορίτσια έπεσαν κάτω απ' τα γέλια ενώ ο Αντρέας κοίταξε την Φαίδρα σουφρώνοντας τα φρύδια.

"Εσύ φρόντισε να το κλείσεις το στόμα σου αν όντως ο τύπος τα σπάει",της είπε και φαινόταν να σοβαρολογεί.

"Μωρό μου,εγώ δεν σε αλλάζω με κανένα",του πέταξε τραβώντας τον πάνω της και δίνοντας του ένα φιλί.

"Κι εγώ τα ίδια έλεγα", ψυθίρισε η Έλλη στο αυτί της Ηρώς κάνοντας τη να γελάσει δυνατά.

Για μεσημεριανό επέλεξαν μία παραδοσιακή ταβέρνα δίπλα στο κύμα. Ήρθαν και οι γονείς της κι ο Ορέστης έκλεισε νωρίτερα το μαγαζί.

Ο Μιχάλης καμάρωνε τις κόρες του και τους γαμπρούς του. Ή τουλάχιστον ήλπιζε κι ο Αντρέας να γίνει γαμπρός του γιατί τον είχε βάλει στην καρδιά του και πίστευε πως αγαπάει την κόρη του αληθινά.
Τι άλλο να ζητούσε για την Φαίδρα του. Είχε σπουδάσει κι έβγαζε αρκετά χρήματα μονάχη της.
Και τώρα είχε βρει ένα παιδί καλό κι ευγενικό που την κοίταζε στα μάτια και τη φρόντιζε.
Είχε ακούσει την Έλλη να λέει στη μάνα της για τα πρωινά που της ετοίμαζε ώστε να μην φύγει νηστική για τη δουλειά,ακόμα και για τα μεσημεριανά που της πήγαινε στο γραφείο τώρα που είχε άδεια, λίγο πριν έρθουν στο νησί.
Δεν τα σχολίαζε,δεν σχολίαζε ποτέ τίποτα ,όμως τον ευχαριστούσε όταν τα άκουγε.
Η Αγγελίνα απ' την άλλη ως γυναίκα εκφραζόταν συχνά για το πόσο τυχερή ήταν η κόρη της που βρέθηκε ο Αντρέας στη ζωή της.
Από όταν έφυγε για το μεταπτυχιακό της στη Φλωρεντία,και κάποια χρόνια μετά δεν είχε κάποια σχέση κι αυτό τους ανησυχούσε. Ούτε κουτσή ήταν ούτε στραβή για να μην βρίσκει έναν άνθρωπο να έχει στο πλευρό της.
Φοβήθηκαν μην καταλήξει σαν εκείνες τις γυναίκες που νοιάζονταν μόνο για την καριέρα τους και έβαζαν σε δεύτερη μοίρα της ζωή τους.
Όταν έμαθαν για τον Αντρέα λοιπόν απ' την Έλλη, απ' τη Φαίδρα δεν θα έπαιρναν κουβέντα, πέταξαν απ' τη χαρά τους κι η ελπίδα τους να παντρέψουν κι αυτή την κόρη αναπτερώθηκε.

Οι γαμπροί δεν άφησαν τον Μιχάλη να πληρώσει κι ας το προσπάθησε.
Έφυγαν ολοι μαζί για το σπίτι γιατί όταν μεσημέριαζε ο ήλιος γινόταν πολύ καυτός.

"Πάω να ξεκουραστώ για να είμαι φρέσκια το βράδυ",είπε η Έλλη μπαίνοντας στην αυλή του σπιτιού της με τον Ορέστη να την ακολουθεί κατά πόδας.

Η Ανθή τηλεφώνησε αργά το απόγευμα να επιβεβαιώσει το ραντεβού.
Τα κορίτσια ετοιμάζονταν, ενώ ο Αντρέας είχε ντυθεί από νωρίς και είχε πάει δίπλα στον Ορέστη να μάθει περισσότερα για το κελεπούρι που είχε τσιμπήσει η Ανθή.

"Φτου σας",είπε η Αγγελίνα στα κορίτσια της όταν ήταν πλέον​ έτοιμες.
"Αντε να προσέχετε και να μην πιείτε...",σαν να μην πέρασε μία μέρα από όταν ήταν ακόμη λευθερες στο νησί και έβγαιναν.

Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά,κάνοντας τα κορίτσια να γελάσουμε.
"Να περάσετε καλά",είπε μονάχα και τις χαιρέτησε.

Ήταν ενθουσιασμένη που επιτέλους θα γνώριζε τον μέλλοντα σύζυγό της Ανθής.
Το ραντεβού ήταν στο μπαρ κάτω στο λιμάνι, στέκι κι αυτό από παλιά.
Ο κόσμος ήταν πολύς τέτοια εποχή και το μπαράκι γεμάτο.
Έψαξαν την Ανθή μες στο πλήθος. Την είδαν από μακριά να τους κάνει νόημα κουνώντας τα χέρια ψηλά στον αέρα.
Η Φαίδρα έψαξε γύρω της για κάποιον άντρα αλλά δεν είδε κανένα.

Έφτασαν κοντά της με τον Ορέστη να σπρώχνει τους θαμώνες ανοίγοντας δρόμο για να μην χτυπήσουν την Έλλη..
Αγκαλιάστηκαν με την Ανθή και κοίταξαν δίπλα της το άδειο σκαμπο.

"Πού είναι, δεν ήρθε? ",Φώναξε πάνω απ' τη μουσική για να ακουστεί η Φαίδρα.

"Νάτος...",είπε η Ανθή δείχνοντας πίσω της.
Γύρισε να τον δει με το γνωστό χαμόγελο της να φωτίζει όλο της το πρόσωπο.

Είχε φτάσει μπροστά της,τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της και έμειναν εκεί.

"Όχι...",σχημάτισε με τα χείλη που είδε μόνο εκείνος.
Ένα ΟΧΙ άηχο, άψυχο που γέμισε κάθε πτυχή της καρδιά της.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top