κεφ:1

Ήταν απ' αυτές τις μέρες του καλοκαιριού με την αφόρητη ζέστη ,που δεν μπορούσες να αναπνεύσεις,πόσο μάλλον να κατεβείς στο κέντρο για δουλειά.
Σηκώθηκε με δυσκολία απ' το κρεβάτι της και μπήκε κατευθείαν στο μπάνιο.
Έβαλε την λινή της μπεζ παντελόνα και λευκό πουκάμισο, ενώ έπιασε τα μαλλιά της κότσο.
Για μακιγιάζ ένα κραγιόν,ρουζ και λίγη μάσκαρα ήταν αρκετά, ίσα να φαίνεται περιποιημένη. Είχε κι αυτό το ωχρό δέρμα που την έκανε να μοιάζει με άρρωστη,που δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά.

Στο τραπέζι όπως κάθε πρωί υπήρχε μία κούπα με σκέτο γαλλικό καφέ και French toast με μέλι.
Χαμογέλασε κοιτάζοντας τα, πάλι είχε σηκωθεί νωρίτερα,κι ας μην δούλευε σήμερα,μόνο για να μην της λείψει το πρωινό.
Αν και δεν είχε όρεξη έφαγε τις φέτες για να τον ευχαριστήσει και μπήκε στο μπάνιο να βουρτσίσει τα δόντια της.

"Καλημέρα",ακουμπισμένος στην πόρτα ο Αντρέας, την κοιτούσε με λάγνο ύφος, που έπαιρνε μόνο όταν ήθελε, ένα συγκεκριμένο πράγμα.

"Ούτε για αστείο, βιάζομαι",του πέταξε κι έκανε να τον προσπεράσει. Τη φυλάκισε ανάμεσα στον τοίχο και σε εκείνον και τρύφτηκε πάνω της απροκάλυπτα.

"Και... θα με αφήσεις έτσι? Δεν με λυπάσαι καθόλου?"έδειξε με το βλέμμα του το παντελόνι της πιτζάμας του,που κόντευε να εκραγεί, κάνοντάς τη να ανοίξει τα μάτια διάπλατα και να χαμογελάσει.

"Αντρέα βιάζομαι,έχω ραντεβού με πελάτη και δεν με παίρνει να αργήσω. Θα στο χρωστάω...",του ψυθίρισε στο αυτί ενώ λυγίζοντας τα πόδια πέρασε κάτω απ' το χέρι του ξεφεύγοντας και τρέχοντας μακριά του, βρέθηκε στην πόρτα.

"Με σκοτώνεις...",της φώναξε καθώς έμπαινε στο μπάνιο αφήνοντας τον διψασμένο για εκείνη και ανικανοποίητο.

_

Ζέστη απ'το πρωί, προχώρησε ως τη στάση του τραμ και επιβιβάστηκε γρήγορα λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες και ξεκινήσει.
Βρήκε μία θέση κενή και έκατσε γρήγορα, ενω έβγαλε να μελετήσει τα χαρτιά της για την ανακαίνιση της κατοικίας που είχε αναλάβει το γραφείο στο οποίο εργαζόταν.
Η Ηρώ, η αφεντικίνα της, είχε δείξει τεράστια εμπιστοσύνη αναθέτοντας της αυτή τη δουλειά εξ ολοκλήρου. Η πρώτη της δουλειά στο επάγγελμα που λάτρευε, αρχιτεκτονική και διακόσμηση.

Το κινητό δονήθηκε στην τσάντα της πριν αρχίσει να ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος που είχε επιλέξει ως ringtone, το Creep των Radiohead.

"Ναι Ηρώ μου, καλημέρα, στο δρόμο βρίσκομαι. Κολωνάκι...Όχι θα είμαι στην ώρα μου μην ανησυχείς. Θα σε πάρω αμέσως μετά".
Μπορεί να της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη η Ηρώ, όμως η υπόθεση αυτή είχε πολύ χρήμα και ο πελάτης ήταν επιφανής και φοβερή διαφήμιση για το γραφείο. Έπρεπε να τον κερδίσει οπωσδήποτε.

Κατέβηκε στο Σύνταγμα και από εκεί πήρε ταξί. Το ραντεβού ήταν στο Κολωνάκι.
Δεν ήταν και πολύ καλή η ιδέα τελικά να κάτσει στο τραμ,απ'
τη ζέστη αλλά περισσότερο απ' την αγωνία της είχε ιδρώσει και δεν ήταν ότι πιο κολακευτικό για επαγγελματική συνάντηση. Για την ακρίβεια δεν θα ήταν κολακευτικό για καμία συνάντηση.

Έφτασε νωρίτερα, ευτυχώς από εκείνον, και έκατσε περιμένοντας τον, παραγγέλνοντας έναν καφέ.

Κοίταξε το ρολόι στον καρπό της για τρίτη φορά και αναστεναξε. Μισή ώρα είχε καθυστερήσει το ραντεβού της,είχε αρχίσει να εκνευρίζεται, από τη μια με την αγωνία της που είχε χτυπήσει κόκκινο και απ την αλλη με την αφόρητη ζέστη που την έκανε να ιδρώνει ακόμα περισσότερο. Ο σερβιτόρος για δεύτερη φορά της έφερε ένα ποτήρι νερό γεμάτο παγάκια και το ακούμπησε κοιτάζοντας τη ευγενικά, πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι.
Τον είδε από μακριά,είχε ερθει με τη σύζυγό του, δεν την έβλεπε πρώτη φορά. Ήταν δύσκολη γυναίκα και ήξερε καλά πως εκείνη έπρεπε να κερδίσει με τις ιδέες της. Όσον αφορούσε εκείνον τον είχε ήδη στο χέρι.
Έβγαλε ένα χαρτομάντιλο και σκούπισε τυχόν γυαλαδες στο πρόσωπο της και σηκώθηκε να τους υποδεχτεί.

"Καλημέρα,κυρία Ανανιάδη κύριε",έδωσε το χέρι και στους δύο και τους προέτρεψε να κάτσουν.
Εκείνος όπως πάντα μετρημένος και λιγομίλητος, ενώ εκείνη ψυχρή ως και αδιάφορη, την έκαναν να θέλει να αρχίσει να αρχίσει να τρέχει μέχρι να φτάσει σπίτι της.

Όμως όχι, δεν θα το έβαζε κάτω. Ύψωσε το ανάστημα της, τόσες σπουδές είχε κάνει στο κάτω κάτω,δεν θα κόλλαγε στους πρώτους πελάτες που της εμπιστεύτηκε το γραφείο. Έπρεπε να βγάλει την Ηρώ ασπροπρόσωπη.

Μέσα σε μία ώρα τους είχε πάρει και τα σώβρακα, όπως θα έλεγε ο Αντρέας.
Την κοιτούσαν κι οι δυο εκστασιασμένοι,με την άνεση της και τις γνώσεις της.
Η δουλειά είχε κλείσει,τους είχε κερδίσει.
Η πρώτη της αληθινή δουλειά, που θα γινόταν πράξη και δεν θα έμενε στη μακέτα.

Έδωσαν τα χέρια και ανανέωσαν το ραντεβού τους για την ερχόμενη εβδομάδα και αφού αποχώρησαν, έκατσε φαρδιά πλατιά στην καρέκλα αφήνοντας έναν​ αναστεναγμό ανακούφισης να βγει απ το στήθος της.

Έβγαλε το τηλέφωνο απ την τσάντα και κάλεσε την Ηρώ να της ανακοινώσει τα ευχάριστα,ενώ είχε σηκωθεί ψάχνοντας ταξί.

"Ηρώ...Όλα καλά. Έκλεισε η συμφωνία, έρχονται απ' το γραφείο να υπογράψουν. Σ'ευχαριστω. Σε ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη...",ένα ευχαριστώ ήταν το λιγότερο που μπορούσε να της πει για την εμπιστοσύνη που της έδειξε.
Τώρα μπορούσε να γυρίσει στον Αντρέα της, μιας και για το υπόλοιπο της ημέρας η Ηρώ της είχε δώσει άδεια.
Από αύριο είχε πολύ τρέξιμο,οπότε σήμερα έλεγε να το απολαύσει όσο μπορούσε μαζί του, γιατί για δύο μήνες τουλάχιστον, θα άκουγε μόνο γκρίνια για τον ελάχιστο χρόνο που του διαθέτει.

Δεν τον βρήκε σπίτι, κι έτσι δεν έχασε την ευκαιρία να συμμαζέψει λίγο.

Έβαλε πλυντήριο και έβγαλε τα σεντόνια να αεριστούν. Θυμάται πάντα τη μαμά της να το κάνει με τον ηλιο τα καλοκαίρια στο νησί.

Την έφερε στο νου της και ένας κόμπος στο λαιμό δεν άφηνε την αναπνοή της να βγει.
Πόσο καιρό είχε να τη δει. Να τη σφίξει στην αγκαλιά της, να ρουφήξει τη μυρωδιά της.

Φέτος δεν είχε άδεια,αυτή η δουλειά θα της έπαιρνε χρόνο. Έπρεπε όμως να ξεκλέψει λίγες μέρες να πάει στο νησί.
Της είχαν λείψει πολύ. Ολοι της είχαν λείψει πολύ.
Ήταν που ήθελε να τους γνωρίσει και τον Αντρέα.
Μονάχα η Έλλη η αδερφή της με το γαμπρό της τον Ορέστη τον είχαν γνωρίσει, αλλά κι αυτοί τον είχαν δει μονάχα δύο φορές από κάτι σύντομες επισκέψεις τους στην Αθήνα.

Ένιωσε τα χέρια του να τυλίγονται γύρω απ τη μέση της και να την τραβούν πάνω του.
Η μυρωδιά του ήταν μεθυστική. Ένιωθε τόσο τυχερή που τον είχε στη ζωή της. Ήταν το ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα, στη ζωή της ο Αντρέας. Ο Αντρίκος της, όπως συνήθιζε να τον φωνάζει.

"Έφερα σαμπάνια,αλλά θα πρέπει να περιμένουμε,είναι ζεστή. Την έχω βάλει στην κατάψυξη. Εχεις καμία ιδέα,πως να περάσουμε την ώρα μας μέχρι να κρυώσει...",η γλώσσα του πέρασε απ' το αυτί της και η καυτή του ανάσα χύθηκε πάνω στο λαιμό της.
"Σαμπάνια? Γιορτάζουμε κάτι?", τρύφτηκε νωχελικά πάνω του αποσπώντας του ενα βογκητό απ'
το στόμα.
"Την πρώτη σου δουλειά,μωρό μου, τι άλλο?",ήταν τόσο σίγουρος για εκείνη που την τρέλενε.
Γύρισε αργά και γραπώνοντας τον απ' το μπλουζάκι προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα.
Μεθυσμένος από τον έρωτά του για εκείνη την ακολούθησε με ένα πονηρό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top