Saul

Ακούγοντας non-stop ''Aerosmith- Dream on''

Ελπίζω αυτό και τα υπόλοιπα που θα ακολουθήσουν να μην κοσμούν μόνο μερικές σελίδες στο κιτρινωπό μου τετράδιο -και τώρα στην εφαρμογή αυτή-,αλλά και στις καρδιές σας.

Ήταν Οκτώβριος. Οκτώβριος του 2016. Μίας δύσκολης χρονιάς για όλους. Αλλά ακόμα πιο δύσκολης για όλους εκείνους τους ανθρώπους που δεν ζούσαν πραγματικά. Απλά επιβίωναν. Και φαίνεται πως ακόμα και σήμερα, αυτό συνεχίζουν να κάνουν...

Όταν ήταν μικρός επιθυμούσε να γίνει οικοδόμος.

«Θέλω να χτίζω σπίτια,» έλεγε, σηκώνοντας τα χέρια του στον αέρα, κουνώντας τα πέρα δώθε.

«Γιατί, αγάπη μου, θέλεις να γίνεις οικοδόμος;» του έλεγε η μητέρα του, χαμηλώνοντας αισθητά τον τόνο της φωνής της.

Γούρλωνε τα μάτια της και τα φρύδια της τότε ανασηκώνονταν αυτόματα. Εκείνος, έβαζε τον δείκτη του ακριβώς κάτω από το πιγούνι του και ανυψώνοντας το βλέμμα του προς τα πάνω, σαν να στοχαζόταν, μισόκλεινε τα μάτια του και κουνούσε ελαφρώς το κεφάλι . Σούφρωνε μάλιστα που και που τα χείλη του. Έκλεινε για μια στιγμή τα μάτια του. Τα κρατούσε εκεί, σφιχτά για λίγο, μέχρι να τα ανοίξει και πάλι λίγες στιγμές αργότερα και να γυρίσει το κεφάλι του προς το παράθυρο του σαλονιού.

Εκείνη, πήρε ένα απορημένο ύφος για την ολιγόλεπτη-αλλά άκρως πρωτόγνωρη- σιγή του μικρού της αγοριού και του έπιασε απαλά το χέρι. Το πίεσε για λίγο, πριν αρχίσει σταθερά και ήρεμα να διαγράφει μικρές μικρές κυκλικές διαδρομές στην αναστροφή της παλάμης του. Ένιωσε ένα ξαφνικό σφίξιμο στο δικό της χέρι τώρα. Εκείνη ήταν και η στιγμή που ο μικρός της, ονειροπόλος γιος, την τραβούσε με δύναμη προς το μέρος του.

«Σήκω ,σήκω.» της είπε, κοπανώντας τα πατουσάκια του στο πάτωμα από κάτω του, σαν να ήταν έτοιμος να σκάσει από την προσμονή. Κάτι ήταν διαφορετικό σήμερα. Δεν ήταν σαν τις άλλες φορές, που εκείνος της έλεγε ότι θέλει να γίνει κάτι και μετά από λίγα δευτερόλεπτα άλλαζε γνώμη. Εκείνη την νύχτα, φάνηκε αποφασισμένος. Πραγματικά αποφασισμένος. Κι ας ήταν μόλις 7 χρονών.

Την έσυρε μαζί του μέχρι το παράθυρο. Για την ακρίβεια, ήταν μπαλκονόπορτα. Ξετύλιξε τότε τα μικρά του δάχτυλα από το ζεστό της χέρι και με μία κίνηση, ξεκλείδωσε την ασφάλεια, ανεβάζοντας το χαρακτηριστικό κουμπί προς τα επάνω. Έπιασε το μεταλλικό, άσπρο πόμολο σε σχήμα παραλληλογράμμου και κρατώντας αντίσταση με τα πόδια του καρφωμένα στα γυμνά πλακάκια, έβαλε όλη του την δύναμη και έσυρε το βαρύ τζάμι προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Η μαμά του, απλά στεκόταν μερικά μέτρα πίσω του και έχοντας τα χέρια της σφιχτά διπλωμένα μπροστά από το πλούσιο στήθος της, τον παρακολουθούσε προσεκτικά. Την κάθε του, μικρή κίνηση. Την κάθε έκφραση του προσώπου του, τον κάθε έναν ηχηρό ήχο που έβγαινε από το στόμα του. Και χαμογελούσε. Ελαφρώς, αλλά χαμογελούσε. Το κεφάλι του τότε, γύρισε απότομα προς το μέρος της κι εκείνη, κούνησε το δικό της δεξιά-αριστερά για μία φορά προτρέποντάς τον με αυτόν τον τρόπο να της πει επιτέλους αυτό που ήθελε.

«Έλα. Έλα έξω.» της είπε αυτός και έχοντας ήδη γυρίσει το σώμα του από την άλλη μεριά, περπάτησε ξυπόλητος τώρα στο ξύλινο πάτωμα του μικρού τους μπαλκονιού. Στεκόταν πίσω από τα μαύρα κάγκελα, με το άσπρο δίχτυ να τα γεμίζει, όπου παρουσίαζαν έστω και ένα μικρό κενό, έχοντας σηκωθεί τώρα στις μύτες των ποδιών του.

Εκείνη, κατέφθασε πίσω του. Τοποθέτησε το ένα της χέρι στον ώμο του ενώ με το άλλο, ανακάτευε τα μπλεγμένα ξανθά μαλλιά του.

«Κοίτα...ναι, εκεί!» της έδειξε , τεντώνοντας όσο πιο πολύ μπορούσε προς τα εμπρός, τον δείκτη του αριστερού του χεριού.

Τα μάτια της, προσπάθησαν πολύ να καταλάβουν τον ''δρόμο'' που έδειχνε το χέρι του. Το μονοπάτι εκείνο που ήθελε να την κατευθύνει, το οποίο έκανε τα μάτια του να λαμπυρίζουν έχοντας το φεγγάρι να τα λούζει ολόκληρα, με το ελάχιστο φως του. Το μικρό αγοράκι πάσχιζε να διατηρήσει την ισορρόπια του, κρατώντας σταθερά το φαρδύ κάγκελο. Παρόλα αυτά, το σκοτάδι περιτριγύριζε τώρα, δεν ήταν αρκετό για να την εμποδίσει να δεις τις αρθρώσεις του δεξιού του χεριού να ασπρίζουν.

«Έλα εδώ.» του ψιθύρισε εκείνη στο αυτί, αφήνοντας ένα μικρό γέλιο να ξεφύγει από το στόμα της. Αφού πέρασε τα χέρια της κάτω από τους ώμους του και βεβαιώθηκε πως τον κράταγε σωστά, βγάζοντας ένα ελαφρύ βογγητό τον σήκωσε προς τα πάνω και ζητώντας του να κρεμαστεί στην πραγματικότητα από τον λαιμό της-τυλίγοντας τα χέρια του σε αυτόν- τον κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της. Το ένα της χέρι, τοποθετήθηκε μαλακά πάνω στο στήθος του μικρού αρσενικού ,ενώ το άλλοβασίστηκε ακριβώς κάτω από τον ποπό του. Εκείνος, μη θέλοντας να χάσει λεπτό από την τρομερή του διήγηση, ξαναάπλωσε το δάχτυλό του προς τα εμπρός, κάπου ανάμεσα στο μαύρο σκοτάδι που απλωνόταν γύρω του και στην λάμψη που του ανέδιδε το ολόγιομο φεγγάρι από πάνω τους.

Η μητέρα του τότε, έκλεισε τα βλέφαρά της ακόμα περισσότερο, σε μια προσπάθεια να καταλάβει τι σημάδευε ο μικρός Άρης.

«Εκεί, εκεί!» της είπε εκείνος, φωνάζοντας σχεδόν τις λέξεις, ταρακουνώντας το σώμα του.

«Αααα... τι είναι εκεί;» ρώτησε εκείνη, αφού μπροστά της , δεν έβλεπε παρά μόνο δύο ανθρώπους να κάθονται στο κρύο πεζοδρόμιο ενάντια σε ένα τοίχο γεμάτο συνθήματα και graffiti.

«Εκεί μανούλα , ξέρεις ποιος μένει;»

«Μα , εκεί δεν έχει σπίτι. Είναι το πίσω μέρος του εργοστασίου.»

«Ναι, το ξέρω ότι δεν έχει...» απάντησε εκείνος σουφρώνοντας στιγμιαία τα χείλη του, μην έχοντας όμως μετατοπίσει το βλέμμα του στιγμή από το σημείο εκείνο.

«Ε, τότε;» αναρωτήθηκε εκείνη, χαχανίζοντας ελαφρά.

«Εκεί μανούλα μένει ο φίλος μου, ο Saul.»

«Ο Saul; Δεν ήξερα ότι είχες φίλο με αυτό το όνομα.» Είπε εκείνη, με χιουμοριστική διάθεση όμως έχοντας ταυτόχρονα μια ανησυχία στον τόνο της φωνής της.

«Τον συνάντησα στο σχολείο. Έξω από το σχολείο.» είπε εκείνος, έχοντας γυρίσει το κεφάλι του προς το μέρος της.

«Μιλήσαμε την ώρα του διαλλείματος και νομίζω πως γίναμε φίλοι.» συνέχισε, χαμογελώντας πλατιά στο τέλος της πρότασής του.

«Χμμ και πως ξέρεις που μένει;» ένα συνοφρύωμα εμφανίστηκε ανάμεσα στα πυκνά φρύδια της.

«Μου το είπε.».

«Τι σου είπε δηλαδή;» ρώτησε εκείνη αποφασιστικά.

Ο Άρης τότε, έριξε το βλέμμα του ξανά στον τοίχο με τα πολλά graffiti.

«Μου είπε ότι στην πόλη του είχε πόλεμο και ότι βόμβες έπεφταν δίπλα στο σπίτι του. Μου είπε ότι η μαμά του βγήκε έξω για να βρει φαγητό για τους δυο τους ένα βράδυ. Πέρασε πολύ ώρα και εκείνος τότε έτρεξε να την ψάξει. Όμως, δεν την βρήκε πουθενά και μία καλή κυριούλα τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στην θάλασσα. Είχε πολύ κόσμο εκεί. Πολύ κόσμο που φόραγε κάτι κόκκινα, φουσκωτά σωσίβια. Τότε εκείνος άρχισε να κλαίει γιατί ήθελε την μαμά του. Η καλή κυριούλα όμως του είπε ότι αν μπει στην βάρκα μαζί και με τα υπόλοιπα παιδιά και τους γονείς τους, θα πήγαινε να την συναντήσει. Κι εκείνος, την πίστεψε...» έλεγε εκείνος, με σπασμένη πλέον φωνή. Έκανε μια μικρή παύση, ρουφώντας τα υγρά που έτρεχαν τώρα από την κόκκινη, από το κρύο, μυτούλα του.

Τα μάτια της μητέρας του είχαν τώρα βουρκώσει. Ήταν έτοιμη να κλάψει, όμως δεν το έκανε. Αντί αυτού, του χάιδεψε την κοιλιά καθησυχαστικά και του είπε ότι αν δεν ένιωθε καλά, μπορούσε να σταματήσει. Όμως εκείνος αρνήθηκε κατηγορηματικά.

Εισέπνευσε και εξέπνευσε τόσο βαθιά ώστε ένιωσε τα πνευμόνια της να γεμίζουν με οξυγόνο και πάλι. Η καρδιά της τα τελευταία λεπτά σφυροκοπούσε ανάμεσα στο στήθος της τόσο δυνατά που για μια στιγμή, νόμιζε πως θα πεταχτεί έξω από το υπόλοιπο σώμα της. Καλά διαισθανόταν ότι η σημερινή του συμπεριφορά ήταν διαφορετική. Κρατούσε το στόμα της κλειστό τόση ώρα. Η μύτη της είχε μπουκώσει. Αν επιχειρούσε να πάρει μια ακόμα αναπνοή, τότε ήταν σίγουρο πως τα δάκρυα θα άρχισαν να κυλούν σαν χείμαρρος στα αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα.

«Ήρθαν εδώ, στο λιμάνι μας και εκείνος ήταν τόσο χαρούμενος που μετά από τόσες μέρες ταξιδίου θα έβλεπε την μανούλα του. Όμως, δεν την βρήκε. Δεν την βρήκε την μανούλα του, μανουλίτσα μου.» της είπε εκείνος και χώθηκε στην αγκαλιά της κλαίγοντας με λυγμούς.

«Σςςς... ηρέμησε.» του ψιθύριζε τώρα εκείνη σιγανά, τρίβοντας του με απαλές κινήσεις την πλάτη.

«Και...και τώρα μένει εκεί, με εκείνη την κυρία. Μόνοι τους. Είναι μόνοι τους μαμά , έξω από το εργοστάσιο μέσα στο κρύο.» συνέχισε εκείνος, και εκείνη ένιωσε το κεφάλι του να της πιέζει το στήθος.

Τον έσφιξε τόσο σφιχτά στην αγκαλιά της που ένιωσε ασφάλεια ξανά. Ασφάλεια και στοργή να τον περιβάλλουν. Εκείνη, αφήνοντας του ένα υγρό τώρα, από τα αλμυρά ρυάκια δακρύων που έκαναν το μελαψό της πρόσωπο να γυαλίζει, φιλί στο πάνω μέρος του κεφαλιού του, μετατόπισε το βλέμμα της σχεδόν απέναντι. Δεν ήταν μακριά από το σπίτι της .Τους έβλεπε. Όχι ξεκάθαρα, αλλά τους έβλεπε. Ένα κοντό, σκουρόχρωμο μάλλον αγοράκι τυλιγμένο με ένα χαρτόκουτο γεμάτο τρύπες , περασμένο μάλιστα γύρω από τους ώμους του. Κοιτούσε το φεγγάρι και τα μάτια του έλαμπαν κάτω από το φως που εξέπεμπε. Όπως ακριβώς έλαμπαν και τα σμαραγδένια μάτια του δικού της αγοριού, του δικού της παιδιού, λίγα λεπτά νωρίτερα.

Όλοι βρισκόμαστε κάτω από τον ίδιο ουρανό, σκέφτηκε.
Όλοι είμαστε άνθρωποι. Σε κανέναν δεν αξίζει αυτό, ξανασκέφτηκε κοιτώντας τον τώρα με μια θολούρα να πλαισιώνει τις κόρες των μικρών της ματιών.

Είναι απλά ένα παιδί... θα μπορούσαμε να ήμασταν εμείς στην θέση του. Θα μπορούσε να ήταν ο Άρης στην θέση του, ήταν η τρίτη και μάλλον η πιο ισχυρή της σκέψη. Η πιο ισχυρή της σκέψη για να την ταρακουνήσει σθεναρά. Όχι ότι δεν είχε συμβεί ώρα αυτό, όχι. Απλά, σκεφτόμενη τον γιο της στην θέση αυτού του μικρού, δύστυχου αγοριού... δεν μπορούσε ούτε να το σκέφτεται.

Κοίταξε μία το φεγγάρι που έστεκε παντοδύναμο πάνω από τα κεφάλι της, μετά πάλι τον μικρό της γιο και ύστερα εκείνο το παιδί, τον Saul.

«Όταν μεγαλώσω, θα χτίζω σπίτια. Θα γίνω οικοδόμος.» μια φωνή την έβγαλε απότομα από τις σκέψεις της . Ο Άρης τώρα, είχε σηκώσει το κεφάλι του προς τα πάνω και με την αναστροφή της παλάμης του, σκούπιζε τα ελάχιστα δάκρυα που δεν είχαν μείνει στην ρόμπα της μητέρας του, αλλά στα μάγουλά του. Ρουφώντας λοιπόν την μύτη του, επανέλαβε:

«Ακούς μαμά; Όταν μεγαλώσω, θα γίνω οικοδόμος. Θα χτίζω σπίτια. Θα χτίζω σπίτια για να έχουν όλοι κάπου να μείνουν. Κάπου ζεστά.» είπε και πάλι με ην φωνή του έτοιμη να σπάσει για ακόμα μια φορά.

«Τι θα έλεγες να του πούμε να μείνει μαζί μας;» ακούστηκε να λέει εκείνη με ήρεμη και σταθερή φωνή, χωρίς να κλαίει πλέον.

Ο Άρης την κοίταξε βαθιά στα μάτια και τα δάχτυλά του τότε βρέθηκαν πάνω στο πρόσωπό της να σκουπίζουν τα αμέτρητα της δάκρυα. Δεν έκλαιγε πλέον. Παρόλο που σε λίγα δευτερόλεπτα από τώρα, θα ήθελε να το κάνει με όλη της την ψυχή. Όμως, ούτε και τότε έκλαψε. Απλώς, τον έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά της και του ψιθύρισε πόσο πολύ τον αγαπά, κλείνοντας τα μάτια της στιγμιαία, έχοντας μία και μόνο εικόνα χαραγμένη στο μυαλό της. Τον Saul να κοιτά το φωτεινό μισοφέγγαρο που έστεκε στον απέραντο ουρανό, την νύχτα αυτή.

«Ο Saul μου είπε ότι η μαμά του είναι η καλύτερη του κόσμου. Τώρα όμως μανούλα που θα γνωρίσει εσένα, ίσως αλλάξει γνώμη.»

ΤΕΛΟΣ


Άνοιξα ένα τετράδιο και χωρίς να έχω απολύτως τίποτα στο χαοτικό μυαλό μου, άρχισα να γράφω ακούγοντας όσες φορές χωρούν σε 1:30 ώρα και κάτι το τραγούδι των Aerosmith, το Dream on.

Θα έλεγα πως αυτό το τραγούδι ήταν η έμπνευσή μου. Προς την μεγαλύτερη δημιουργία μου. Γιατί για εμένα, αυτό που έγραψα σήμερα είναι το πιο δύσκολο και ταυτόχρονα το πιο όμορφο κείμενο που έχω γράψει ποτέ.

Δεν άκουγα στίχους. Μόνο μουσική, μόνο μελωδία. Μόνο μία δυνατή φωνή που βροντοφώναζε μία και μόνο φράση προς το τέλος.

«Dream on.»

Δική σας, Μαίρη, xx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top