τόσο δυνατά
Οι λέξεις αντηχούν στο νου μου δυνατά, νιώθω πως τσιρίζω στα μυαλά του:
To σκοτάδι είναι φυλαγμένο στο κάτω ντουλάπι του σκρίνιου. Όταν θύμωνε με τραβούσε απο τα μαλλιά και με έχωνε μέσα εκεί. Το σώμα μου ήταν λες και ήταν πλασμένο για να χωρά εκεί μέσα. Απέξω το ντουλάπι είχε ένα μικρό χρυσό κλειδί. Το γυρνούσε και με άφηνε εκεί για ώρες. Μυρωδιά ξύλου και ούρων. Ήμουν επτά ετών. Η Κάτια ήταν πάντα μεγάλη
"ηρέμησε.." μου γνέφει με το νου του. Κλείνω και πάλι τα μάτια και τον οδηγώ και πάλι στην φυλαγμένη ανάμνηση του νου μου.
την πρώτη φορά που με έχωσε στο ντουλάπι έχασα τις αισθήσεις μου σε λίγα λεπτά. Η σκέψη οτι μέσα στο ξύλινο κουτί ο αέρας μου τελείωνε. Ένα σφίξιμο στο στομάχι. Την δεύτερη φορά που με έσυρε εκεί μέσα άργησα να λιποθυμίσω. Κατουρήθηκα πάνω μου και για ώρες ένιωθα υγρή και φοβισμένη
Μου κρατά το χέρι. "συνέχισε" ψιθυρίζει .
την τρίτη φορά που με έχωσε στο ντουλάπι του σκρίνιου άρχισα να ξύνω με το νύχι μου το ξύλο. Το σχέδιο ήταν να ανοίξω μια μικρή τρύπα. Στην αρχή πίστεψα οτι το κάνω για να πάρω αέρα. Ήταν ψέμμα. Την πρώτη φορά μάτωσα το νύχι μου. Πάντα πονάει την πρώτη φορά. Ήμουν εφτά ετών αλλά όχι για πολλούς μήνες ακόμη
"Συνέχισε Αρετή"
Τις επόμενες φορές που με έχωσε εκεί μέσα, το σχέδιο ήταν ολοφάνερο. Αν κατάφερνα να ανοίξω τρύπα στο ξύλο, θα μπορούσα απο εκεί μέσα να γλιστρήσω και να ταξιδέψω όπου θέλω. Έπρεπε να νιώσω την φυλακή για να βρω το δρόμο της ελευθερίας.
δεν χρειαζόταν πια να με κλείσει στο ντουλάπι. εθελοντικά κρυβόμουν και χανόμουν εκεί για ώρες. Η τρύπα ήταν έτοιμη. Μια μικρή αχτίδα φωτός , μια μικρή όπη ξύλου, μια ισχυρή πεποίθηση και μια ελπίδα. Μπορούσα να ξεφύγω απο τα πάντα και να ταξιδέψω στο χρόνο. Έπρεπε να αποφασίσω όμως που. Ήμουν οχτώ χρονών. Είχε ξεκινήσει να με κάνει μπάνιο εκείνος. Με χτένιζε μετά, μου έκανε δυο κοτσίδια στα μαλλιά και με πονούσε πολύ. Όχι αν ήμουν φρόνιμη στο μπάνιο. Εκείνος ήταν εξήντα.
"πώς ταξίδεψες?" με ρωτά καθώς κάθεται σε μια γωνιά του νου μου
πως ταξιδεύεις μέσα σε μια μηχανή του χρόνου? κλείνεις τα μάτια και ονειρεύεσαι πως ένα ένα τα κόκκαλα σου φεύγουν και μένει πίσω ένα ζυμαρένιο κορμί. Το ζημώνεις και το απλώνεις, το κάνεις οτι θες. Το χώνεις σε μια τρύπα και ταξιδεύεις. Που Αρετή θέλεις να πας? Σε μια ευτυχισμένη μου στιγμή ψέλλισα στο νου μου. Πάντα δυο ζούσαμε σ'αυτό το νου. Νόμιζα πως όλοι οι άνθρωποι έχουν πολλούς εαυτούς.
Με φιλά στα χείλη. "Συνέχισε "
το ταξίδι ήταν μια ανοδική στροφορμή, μια ζάλη και ένα τράβηγμα προς τα πάνω. Φοβήθηκα για μια στιγμή πως η μηχανή του χρόνου δεν θα σταματούσε ποτέ. Μήπως δεν υπήρχε ευτυχισμένη στιγμή σε ολάκερη την ζωή μου? ζήτησα το ανέφικτο?
"Υπάρχει .." μου σφίγγει το χέρι δυνατά. Ο οο Άλεξ υπάρχει. Την ζω αυτή την στιγμή.
πριν την απελπισία η μηχανή μου έδωσε το σώμα μιας κοπέλας. Ήμουν επτά ετών και ήμουν και δεκαεπτά. Είχα το σώμα της , φορούσα τα ρούχα της, ήμουν όρθια σε μια μαρμάρινη σκάλα. Φορούσα ένα σιέλ φόρεμα. Το σπίτι γύρω μου όμορφο, όλο με τζάμια φτιαγμένο. Κατεβαίνω μερικά σκαλιά. Γιατί είναι αυτή η ευτυχισμένη μου στιγμή? Δεν καταλάβαινα. Τα πόδια μου κολλάνε. Στα πόδια μου υπάρχει αίμα. Και στο τέλος της σκάλας δυο κορμιά αργοσαλεύουν σε ένα κόκκινο πανί. Περπατώ αναμεσά τους . Το κρανίο του ενός έχει ανοίξει σαν παραγινομένο φρούτο.Νιώθω κάτι ζεστό. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου να με κοιτάει. Μου χαμογελάει. Και του χαμογελώ κι εγώ.
"όμορφος ε?" μου λέει και τώρα σκύβω εγώ να τον φιλήσω
"Πολύ όμορφος" του λέω με λέξεις.
Κλεινόμουν στο ντουλάπι του σκρίνιου. Δραπέτευα μέσα απο την τρύπα. Κάθε απόγευμα. Για καιρό. Ταξίδευα πάντα στην ίδια στιγμή. Τα πόδια μου υγρά στο κόκκινο χαλί και δυο μπλε μάτια να με κοιτούν. Ευτυχία.
"Τι ..έχεις να πεις?" ακούγομαι διστακτική. Μου φιλά την ανάποδη του χεριού μου. Με κοιτά σοβαρός.
"Ευτυχία" επαναλαμβάνει και χαμογελάμε και οι δυο.
Ναι είμαστε μαζί σε αυτό. Μαζί θα τα κάψουμε όλα.
Γυρνά πίσω και κοιτά την μαρμάρινη σκάλα.
"Είναι αυτή. Ναι" του απαντώ στο νου του.
Μου χαμογελά, μου χαιδεύει τα μαλλιά.
"Ας μην χάνουμε χρόνο..η παράσταση που γράφθηκε απο άλλους περιμένει τους ηθοποιούς."
Με οδηγεί στην σκάλα. Είναι αποφασισμένος. Κι εγώ.
" Όλα τρέλα μωρό μου" του λέω ανέκφραστα.
"Όντως" μου απαντά και μου χαμογελά λοξά. Είναι τόσο όμορφος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top