*μην με αφήσεις
Ενημερώνω οτι το κεφάλαιο περιέχει αυτοκτονικό ιδεασμό.
"Όλοι κάποτε ήμασταν τρελοί" Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρας
O Μαλτέζος ακούει με προσοχή το τραγούδι. Έχει γκρι κροτάφους και γυμνασμένο σώμα. Αδύνατος αλλά μυώδης. Τα μάτια του άλλοτε έχουν το μπλε του πάγου ενώ στο φως στα μάτια του λαμπυρίζουν λευκά στίγματα.
-Συγνώμη..για το γκράφιτι..σας έφερα σε δύσκολη θέση..ξεστομίζω απλά για να σπάσει η εκκωφαντική ησυχία του.
Γυρνά και με κοιτά ξαφνιασμένος.
-Δεν με νοιάζει..αλήθεια..μου λέει και κοιτά ξανά την οθόνη του υπολογιστή.
-Θα σου βάλω το δικό μου αγαπημένο τραγούδι, συμπληρώνει σοβαρός καθώς κλείνει τον υπολογιστή. Σηκώνεται και με σταθερό βήμα βγάζει ένα απο τα σιντί του. Το τοποθετεί στην συσκευή και με κοιτά λοξά.
"Μου αρέσει να το ακούω όταν σε σκέφτομαι. " μου λέει σχεδόν αδιάφορα.
Επιστρέφει στο γραφείο αλλά δεν κάθεται στην καρέκλα του. Ακουμπά το ξύλο του γραφείου όπως εγώ και μένει όρθιος μαζί μου.
Μοιάζει τόσο πολύ με τον Άλεξ.
"Κι εσύ μου μοιάζεις.."ψιθυρίζει αργά την φράση σαν να μου αποκαλύπτει ένα μυστικό που κανείς δεν πρέπει να ακούσει.
Η παλάμη του ακουμπά την πλάτη μου και την χαιδεύει απαλά. Το κορμί μου ανατριχιάζει..δεν θέλω να με αγγίζει..το άγγιγμα του μου προκαλεί δυσφορία και κάτι που κάνει το στομάχι μου να συστρέφεται με ταχύτητα.
-Απο εμένα θα έχεις τα πάντα, ο κόσμος όλος θα είναι στα πόδια σου και θα τον εξουσιάζεις, θα ανακαλύψουμε μαζί όλες σου τις δυνάμεις, θα τις ξυπνήσουμε , θα τις απελευθερώσουμε και θα σε αφήσω μετά μόνη.
Το δάχτυλο του διαγράφει κύκλους στην πλάτη μου. Τα μάτια του έχουν μια περίεργη λάμψη.
Δεν μπορώ να πάρω ανάσα..δεν θέλω να με αγγίζει..έτσι.
"Δεν..καταλαβαίνω" του λέω καθώς κοιτάζω τα παπούτσια μου..δεν θέλω να τον κοιτάξω..αρχίζω και σκέφτομαι πως η απόφαση μου είναι η καλύτερη που έχω πάρει. Πρέπει να τα τελειώσω όλα..πριν επαναληφθεί ..ξανά..αυτό που φοβάμαι. Είναι όλα..
Απλά μπορώ να τα τελειώσω όλα. Δεν χρειάζεται να δώσω καμία μάχη.
"Εγώ φταίω. Αλλά γρήγορα όλα θα ξεκαθαρίσουν"μου ψιθυρίζει . Φαίνεται αναστατωμένος.
Ο κύκλος στην πλάτη μου που σχηματίζει με το δάχτυλο του διαγράφεται ασταμάτητα. Η μουσική σκορπίζεται στα πατώματα, διαφεύγει απο τα παράθυρα, χρωματίζει την στιγμή. Νιώθω να μου κόβεται ο αέρας. Δεν γίνεται να κάνω λάθος
..με αγγίζει ερωτικά.
Τα μάτια του ψάχνουν τα δικά μου. Μου λέει κάτι άηχα, μου το φωνάζει αλλά δεν μπορώ να το καταλάβω. Δεν θέλω να καταλάβω.
Η πόρτα ακούγεται ξαφνικά να ανοίγει με κρότο.
Γυρνάμε το βλέμμα μας και οι δυο και βλέπω ένα λαχανιασμένο Άλεξ να μας κοιτά.
Με κοιτά αναστατωμένος για μια στιγμή. Το βλέμμα του γλιστρά απο τα μάτια μου και σταματά πάνω στο χέρι του πατέρα του. Εκείνο βρίσκεται ακόμη στην πλάτη μου. Το βλέμμα του αυτόματα σκοτεινιάζει και όμως σαν σηκώνει και πάλι το κεφάλι προς εμάς εκείνος είναι χαμογελαστός. Απο εκείνα τα περίεργα χαμόγελα του που δεν έχουν ρίζες στην καρδιά.
Μια στιγμή ακινησίας και για τους τρεις. Μια αναμέτρηση. Κανείς δεν μιλάει.
Είναι τόσο ίδιος με τον πατέρα του. Και τόσο διαφορετικός. Είναι σαν να σταμάτησε ο χρόνος τα σώματα τους σε δυο διαφορετικές στιγμές. Μια στα 17 και μια στα πενήντα.
"Θέλω να σου μιλήσω ..πατέρα.."του λέει ανέκφραστα καθώς ο Μαλτέζος κλείνει με μια κίνηση την μουσική.
"Ακούω Αλέξανδρε "του απαντά αμέσως σχεδόν ειρωνικά.
"Εγώ καλύτερα να φύγω" λέω βιαστικά χωρίς να δείχνω αν απευθύνομαι σε κάποιον. Μαζεύω το σακίδιο μου απο το πάτωμα και πριν μιλήσει κάποιος σκύβω το κεφάλι και με αποφασιστικά βήματα πάω να βγω απο το γραφείο του Μαλτέζου. Πριν όμως διασχίσω την πόρτα, ελάχιστα χιλιοστά πριν την έξοδο ο Άλεξ κάνει ένα βήμα ξαφνικό στο πλάι , ίσα για να νιώσω το δέρμα του χεριού του πάνω στο δικό μου. Ανεπαίσθητο άγγιγμα .
Νιώθω να ηλεκτρίζεται το κορμί μου.
-Λυπάμαι που διέκοψα την συζήτηση σας..του λέω ίσα γιατί δεν θέλω να φύγω χωρίς να του μιλήσω .
Νιώθω την λοξή ματιά του να πέφτει πάνω μου. Το βλέμμα του είναι αινιγματικό..σαν να ρωτά αν είμαι καλά. Βεβαιώνομαι οτι ήρθε εδώ για να με βοηθήσει. Αλλά πως το ήξερε οτι ο πατέρας του οτι..
Οτι..
Κλείνω την πόρτα πίσω μου και αφήνω μια μεγάλη ανάσα να δραπετεύσει απο μέσα μου.
Φοβάμαι.
Φοβάμαι πολύ, πνίγομαι, ο αέρας είναι βαρύς και δεν αντέχω. Μετα βίας αναπνέω.
Μπήγω τα νύχια μου στο μπράτσο μου.
ΟΧΙ ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ.
Περπατάω με γρήγορα βήματα προς το δωμάτιο μου. Κλειδώνω την πόρτα πίσω μου και κάθομαι στο κρεβάτι μου. Τα φώτα του δωματίου του Άλεξ είναι ανοιχτά.
Τρέμω είμαι μόνη μου .
ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ΕΙΜΑΙ ΔΥΝΑΤΗ
Δεν έχω πειράξει κανέναν, δεν ζήτησα τίποτα, ήθελα να είμαι σαν όλους τους άλλους
ΤΟΥΣ ΜΙΣΩ ΟΛΟΥΣ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
Είμαι αδύναμη
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΜΟΙ
είμαι άνθρωπος
ΟΧΙ ΓΙΑ ΠΟΛΥ
Το μάτι μου πέφτει στο ταβάνι. Ένα άδειο κουκούλι λευκό κολλημένο στο σοβά. Τα σκουλήκια..τα σκουλήκια..
Ανοίγω το φώς.
Τα σκουλήκια έφυγαν..ήταν κάμπιες..τα σκουλήκια τα λευκά ήταν κάμπιες
Κοιτάω γύρω μου,
-Είστε εδώ?λέω θυμωμένα
Χτυπάω με το μαξιλάρι μου με δύναμη το στρώμα, ρίχνω την καρέκλα μου κάτω
-Είστε εδώ?ξαναλέω οργισμένα
Κλείνω τα φώτα και κάθομαι στο κρεβάτι. Μια αχτίδα φωτός διαπερνά εις μήκος το δωμάτιο. Και τότε εμφανίζονται. Να χορεύουν άτσαλα στο φως. Μαύρες μικρές πεταλούδες.
"Μετασχηματισμός"
ακούω την φωνή του Λεό στο νου μου
-Είμαι δυνατή , του απαντάω με σιγουριά
"Απέδειξε το"
Βλέπω τον Άλεξ να μπαίνει στο δωμάτιο του. Δεν κοιτά προς το δωμάτιο μου. Βάζει ακουστικά, ανοίγει τον υπολογιστή και πέφτει με φόρα στο κρεβάτι. Σηκώνομαι πάνω και κολλάω στην κρύα τζαμαρία.
Νιώθω όμως τόσο κουρασμένη..αν ο Άλεξ μου παραδινόταν ..αν ένιωθε την ανάγκη μου..αλλά δεν πρόκειται να συμβεί. Εκείνος θέλει εμένα, θέλει την Βάνα..δεν ξέρω ποιά άλλη μπορεί να έχει. Ήθελα τόσο να του μιλήσω..να του πω ποιά είμαι στ'αλήθεια..νόμιζα πως το είχε νιώσει..αλλά τίποτα φαίνεται δεν κατάλαβε..ή απλά δεν τον ενδιαφέρει να μάθει.
Δεν θυμάμαι πότε ξεκίνησε να με ακουμπά ο πατριός μου. Η πρώτη μου ανάμνηση είναι όταν είμαι επτά ετών. Η Κάτια τον άφηνε να με προσέχει καμιά φορά όταν έλειπε.
-Είμαι δυνατή και δεν φοβάμαι κανέναν. Κανένας δεν μπορεί να με αγγίξει, κανένας δεν μπορεί να με πληγώσει, φωνάζω στον Άλεξ. Είναι στο κρεβάτι του, ακούει μουσική, δεν με προσέχει που τον παρατηρώ, που του μιλάω, του λέω το πιο άσχημο πράγμα που μου συνέβη..ήθελα να του το πω τόσο πολύ.
"Ήταν γυμνός στο κρεβάτι και εκείνος μου είπε πως θέλει να παίξουμε..ήμουν εφτά ετών Άλεξ.."
του ψιθυρίζω τώρα με το νου μου, αλλά δεν με κοιτά..
Περιμένω ακίνητη. Αν με κοιτάξει δεν θα κάνω τίποτα. Θα είναι για μένα ένας οιωνός για να πιστέψω.
Περιμένω ακίνητη. Αν με κοιτάξει θα ελπίσω, το υπόσχομαι.
Το υπόσχομαι το υπόσχομαι το υπόσχομαι μόνο να γυρίσει να με κοιτάξει μια φορά-
................................
..............................
...........................
......................
..................
.............
.........
...
.
"Δεν πειράζει Άλεξ..ίσως όλα να τα φαντάστηκα..ίσως να μην ήσουν η αδελφή ψυχή μου..ίσως ούτε εσύ δεν μπορείς να με καταλάβεις" του ψιθυρίζω καθώς τον κοιτάω.
Είμαι σίγουρη πια γι αυτό που θα κάνω.
Τρέχω στο μπάνιο και παίρνω τις λεπίδες απο το ξυραφάκι. Τις χώνω στην τσέπη του τζην μου. Φοράω ένα φούτερ και φεύγω με γρήγορα βήματα.
Θυμάμαι να μου κάνει μπάνιο. Με έτριβε χαμηλά με δύναμη " με πονάς' του έλεγα και εκείνος θύμωνε που δεν ήμουν υπάκουη και μου έχωνε μέσα στο νερό το κεφάλι. Πριν με πνίξει , μου έβγαζε το κεφάλι έξω.Ήμουν οχτώ ετών.
Στο δάσος. Πρέπει να γυρίσω στο δάσος. Εκεί έχει μια λίμνη.
μια μέρα εκεί που έπαιζα σταμάτησα να αναπνέω. σαν να μου έκλεισε κάποιος το στόμα. στο νοσοκομείο είπαν πως είναι ψυχολογικό. κι έτσι η κάτια ηρέμησε και δεν μου έδωσε ξανά σημασία. ήμουν εννιά ετών.
"Μετασχηματισμός"μου λέει ξανά ο Λεό.
Του γνέφω καταφατικά. Δεν φοβάμαι να πεθάνω. Δεν γίνεται να με εξαφανίσω..απλά θα σταματήσω να ζω αυτή την ζωή.
δυο μέρες πριν την παντρευτεί μου ζήτησε να τον φωνάζω μπαμπά. ήμουν έντεκα ετών.
Είναι τόσο μοναχικό την στιγμή του θανάτου μου ..οτι θα έχω μόνο το θεό Λεό για παρέα.
ήμουν δώδεκα ετών όταν μπήκε μέσα μου. δυο μέρες μετά μου ήρθε για πρώτη φορά περίοδος.δεν ήξερα τι είναι αυτό. νόμιζα οτι φταίει αυτό που μου έκανε απο πίσω.
Χαμογελάω. Θα σταματήσουν οι μνήμες σε λίγο.
...
Περπατάω στο ίδιο σημείο που ζευγάρωσε ο λύκος μου με εμένα.. το φως θα κρατήσει για λίγο ακόμη. Τώρα θα πάω πιο βαθιά στο δάσος.
Περπατάω με πιο σίγουρα βήματα. Νιώθω να ζαλίζομαι . Δεν έχει σημασία. Τίποτα πια δεν έχει σημασία.
Η λίμνη εμφανίζεται μπροστά μου. Είναι σκοτεινά τα νερά της.
Αν ο Άλεξ ήταν αδερφή ψυχή μου θα είχε έρθει να με βρει..όπως το πρωί επέστρεψε σε μένα..αν ο Άλεξ ..
Δεν ήταν οτι δεν με πλησίασαν παιδιά για να κάνουμε παρέα. ήταν εγώ οτι δεν άντεχα να τους έχω κοντά μου. όλο μιλούσαν και είχαν καθαρά νύχια και όμορφα ρούχα. ήθελα να έχω μια φίλη καλή. αλλά απλά η ανάγκη μου να είμαι μόνη ήταν πάντα μεγαλύτερη. δεν ήξερα πως να συμπεριφερθώ. Απο τότε που γεννήθηκα υποδύομαι τον άνθρωπο. κοιτάω πως το κάνουν οι άλλοι και παίζω κι εγώ
Φτάνω στην λίμνη. Είναι κρύο το νερό και τα ρούχα μου μουσκεύονται αμέσως. Ξαπλώνω στο νερό και αφήνω έξω μόνο το στόμα και την μύτη μου. Τα χέρια μου είναι ελαφριά , τα μαλλιά μου κουνιούνται κάτω απο το νερό σαν φύκια. Μουσκεύει η ψυχή μου και στάζει.
"Δεν φοβάμαι" λέω καθώς κοιτάω σάπια φύλλα να πέφτουν απο τα δέντρα. Κουνιούνται σαν να χορεύουν παραδομένα στον αέρα. Τα χορεύει όπως θέλει ο αέρας και αυτά είναι απαθή και ατρόμητα, κουνιούνται πέρα δώθε και αφήνουν το σώμα τους απαλά στο νερό.
Νομίζω πως η ανάσα μου σταματά σιγά σιγά.
Αυτό είναι το νιώθω.
Το θέλω τόσο πολύ.
Η φύση γέρνει το κεφάλι της πάνω μου και με κοιτά.
-Θέλω να γίνουμε ένα. Ξανά. Το θέλω πολύ.. λέω κοιτώντας την φύση να βουλιάζει στο σκοτάδι.
Το σώμα μου υγρό , διαλύεται σε χιλιάδες σταγόνες, γίνομαι υδρογόνο και οξυγόνο, μικρές μπαλίτσες απο αέρα, αποσαθρώνομαι και διαλύομαι
-Διαλύομαι μέσα σου ..μου ψιθυρίζει ο αέρας
-το θέλω τόσο πολύ ..ψιθυρίζω στον αέρινο εραστή μου
δεν είμαι άνθρωπος, είμαι τα πάντα, είμαι ένα τίποτα και είναι τόσο όμορφο. Να μην είμαι κάτι. Τόσο όμορφο σκέφτομαι και δακρύζω.
Σε λίγο θα είμαι μέσα σε όλα, μέσα σε όλους και ίσως ποιός ξέρει κάποτε να μπω στο σώμα του Άλεξ σαν αέρας, θα φωλιάσω μέσα του , θα γίνω το αίμα του, θα είμαι εκεί μέχρι που θα κλείσει τα μάτια. Και όταν διαλυθεί θα ταξιδεύουμε στο ένα μαζί.
"Κάντο" μου λέει ο θεός Λεό
Χαμογελάω
Δεν ξέρω γιατί μου φύσηξες την ανθρώπινη ζωή μέσα μου. Ποτέ δεν θα το επέλεγα. Είσαι σκληρός να ορίζεις στον αέρα να γίνει άνθρωπος
"έχεις το χρυσό κλειδί για να βγεις απο το κελί σου"νεύει ο Λεό ανυπόμονα
Το κελί μου..χαιδεύω το σώμα μου..είναι τόσο μουδιασμένο απο το κρύο νερό που δεν το νιώθω. Αρχίζει και χάνεται.
Ναι το έχω το κλειδί. Αυτή είναι η μόνη πράξη αγάπης που έκανες για τον άνθρωπο Λεό
Βγάζω απο την βρεγμένη τσέπη του τζην την λεπίδα. Σηκώνω το χέρι μου. Σκοτεινιάζει. Ίσα που βλέπω τις φλέβες να πάλλονται απο ζωή.
Τοποθετώ την λεπίδα οριζόντια
"Κάθετα αν θέλεις να σταματήσεις να είσαι άνθρωπος" λέει άηχα ο Λεό.
Κρατάω κάθετα την λεπίδα.
Και χαμογελώ γιατί δεν φοβάμαι. Γιατί καίω τα όρια μου. Είμαι τα πάντα και τίποτα.
Νιώθω ένα έντονο τσούξιμο. Κλείνω τα μάτια απο τον πόνο.
"Μην με αφήσεις Αρετή"
Ακούω μια βραχνή φωνή.
Και δεν είναι η φωνή του Λεό.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top