Άγγιξε με.. έτσι
Tο πρωί όταν θα ξυπνήσει η Αρετή , ο Άλεξ δεν θα είναι στο πλευρό της. Δεν τον κατάλαβε πότε έφυγε. Θυμάται πως απλά κοιμήθηκαν αγκαλιά, αφού έκαναν για δεύτερη φορά..αφού της έκανε δηλαδή.. για ώρα..
Ήταν βίαιος. Πολύ. Αλλά έπειτα σαν αγκαλιάστηκαν κοιμήθηκε πρώτος. Γαλήνιος. Κι έπειτα κι εκείνη. Γαλήνια κι αυτή.
Χαμογελά. Μπορεί να την πονάει..αλλά..της αρέσει. Δαγκώνει τα χείλια της καθώς τον θυμάται..
Μια κυρία με άσπρη στολή πηγαινοέρχεται ασταμάτητα στο δωμάτιο. Της έχει αφήσει ένα ποτήρι γάλα στο κομοδίνο της και ήδη τρεις φορές της ζήτησε επιτακτικά να το πιεί.
Το παίρνει στα χέρια της η Αρετή και το περιεργάζεται κι έπειτα κοιτιούνται οι δυο γυναίκες μέσα στα μάτια.
Η νοσηλεύτρια την κοιτάζει αναστατωμένη. Φαίνεται καλή γυναίκα. Έχει μέρες τώρα που την φροντίζει.
"Εντάξει μην το πιείς αλλά θα πούμε ψέμματα στην μητέρα σου" της λέει ψιθυριστά και σκύβει το κεφάλι. Την φοβάται την Κάτια.
Η Αρετή της χαμογελά. Ίσως κάποιοι άνθρωποι να έχουν κρυμμένο κάτι καλό μέσα τους.
Στο γάλα ρίχνει η Κάτια το prozac, το ξέρει η Αρετή . Πλέον όλα τα ξέρει.
Χθες ένιωσε πως θα τελειώσει αυτή η ιστορία.
Και δεν μπορεί να τελειώσει διαφορετικά. Δεν λυπάται γι αυτό.
Είναι τόσο ήρεμη γι αυτό. Tόσο έτοιμη.
Η νοσοκόμα την βοηθά να ξεντυθεί αλλά δεν της επιτρέπει να την κάνει μπάνιο. Μόνο στην ιδέα οτι κάποιος θα την έπλενε , το κορμί της σφίγγεται με άσχημο τρόπο.
"Παρακαλώ αφήστε με μόνη" της λέει η Αρετή ευγενικά και η γυναίκα με τα άσπρα συναινεί. Το λυπάται το κορίτσι.
Έμεινε για ώρα στο μπάνιο μέχρι που το νερό κρύωσε. Βγήκε .Προχώρησε γυμνή στην μέση του δωματίου της.
Το δωμάτιο έστεκε έρημο. Αλλά ακουγόταν απο την αυλή θόρυβος.
Φωνές ενθουσιασμένες , ξεφωνητά, παφλασμός απο νερό . Κοιτά απο το παράθυρο. Είναι η παρέα του Άλεξ στην πισίνα. Περίεργο είναι η πρώτη φορά που τον βλέπει να καλεί φίλους του σπίτι. Τον ψάχνει με το βλέμμα της αλλά δεν τον εντοπίζει.
Κοιτιέται στον καθρέπτη. Το κορμί της γυμνό.
Μια πληγή φρέσκια στον καρπό της,
μοβ χρώμα στο χέρι απο το τσίμπημα του ορού,
κόκκινες ουλές στο μπράτσο της συνθέτουν δυο γράμματα ΑΛ,
γυρνά κοιτά την πλάτη της,
πολλές ουλές απο τον αυχένα ως κάτω στους γλουτούς.
Χαμογελά στο είδωλο της.
Τα σημαντικότερα σημάδια της δεν έχουν γραφεί στο δέρμα της. Όμως εκείνη καθώς κοιτά το είδωλο της τα βλέπει όλα εκεί, παραταγμένα στη σειρά.
Και ο Άλεξ μπορεί να τα δει.
Το χέρι της αργά περνά πάνω απο το στήθος της, τις θηλές της, το στομάχι της , το τρίχωμα του φύλου της.
Πηγαίνει κοντά στην τζαμαρία και στο βάθος βλέπει προς την πισίνα.
Ο Μιχάλης είναι ξαπλωμένος στα πλακάκια και απο πάνω του κάθεται η Σίσσυ . Φοράει ένα κόκκινο μαγιό και τον κοιτά ανέκφραστη , όσο αυτός της πειράζει το κορδόνι του μαγιώ της.
Το βλέμμα της απομακρύνεται και εντοπίζει τον Άλεξ. Αγκαλιάζει την Βάνα και εκείνη γελά δυνατά. Την κοιτάζει σοβαρός καθώς την πετά με δύναμη μέσα στην πισίνα. Εκείνη αναδύεται γρήγορα και του πετά νερό.
Ο Άλεξ κάτι μουρμουρίζει μέσα απο τα δόντια του .. φορά γυαλιά ηλίου . .Ξαπλώνει σε μια αιώρα.
Φοράει μια μαύρη βερμούδα, το χέρι του είναι πεσμένο στο δάπεδο και πειράζει μια πέτρα. Με το χέρι του το δεξί.
Κοιτά τα δάχτυλα του.
Βεβήλωναν ως μέσα βαθιά το σώμα της. Χθες. Τα δάχτυλα του.
Ασυναίσθητα το χέρι της πηγαίνει στην θηλή της και καθώς τον κοιτά, επαναλαμβάνει την κίνηση που της έκανε χθές. Την χαιδεύει κυκλικά και έπειτα την σφίγγει και πάλι απο την αρχή.
Νιώθει να ερεθίζεται.
Εκείνος κοιτά ξαφνικά προς την τζαμαρία του δωματίου και η Αρετή κλείνει τα στόρια αυτόματα. Μέσα απο τις γρίλιες όμως συνεχίζει να παραφυλάει το γυμνό του σώμα.
Το χέρι της γλιστρά ανάμεσα στις τρίχες του φύλου της . Χαιδεύει απαλά τον εαυτό της και με μισάνοιχτα χείλη κοιτά τον Άλεξ.
"σε θέλω εδώ Άλεξ"
του ψιθυρίζει.
"Έχεις πολύ όμορφο σώμα"
ακούει μια φωνή πίσω της και γυρνά τρομαγμένη πίσω της.
Ο Μαλτέζος κάθεται όρθιος και στηρίζει την πλάτη του στον τοίχο. Έχει τα χέρια στις τσέπες του κουστουμιού του.
"Π-πόση ώρα...έχεις εδώ?"
Σχεδόν δεν μπορεί να μιλήσει. Σκεπάζει με τα δυο χέρια της το στήθος της και με μικρά βήματα βρίσκει στο πάτωμα την νυχτικιά της. Διστάζει να αφήσει τα χέρια της αλλά το επίμονο βλέμμα του δεν της αφήνει περιθώρια. Την φορά και βάζει και πάλι τα χέρια της μπροστά απο το στήθος της.
Ο Μαλτέζος περιεργάζεται το δωμάτιο σαν να το βλέπει πρώτη φορά και έπειτα ξαναγυρνά το βλέμμα της πάνω της.
"Μου θυμίζεις τόσο πολύ.." της λέει αλλά σαν να μετάνιωσε τελευταία στιγμή και δεν συνέχισε την φράση του.
Πηγαίνει δίπλα της και της παίρνει το χέρι. Της φιλά τον καρπό στο σημείο που χαρακώθηκε και το βάζει πάλι πίσω στο στήθος της.
"¨ολα αυτά είναι δικά σου..είμαι σίγουρος οτι το ξέρεις"
της λέει καθώς σηκώνει το δάχτυλο του και της δείχνει αόριστα το σπίτι , ενώ το δάχτυλο του καταλήγει στο σημείο της καρδιάς του.
Η Αρετή κατεβάζει το κεφάλι και ξαφνικά το σηκώνει ψηλά. Στα μάτια του. Τον κοιτά ήρεμα και αποφασιστικά.
"Το ξέρω .." του λέει .
Όντως της ανήκουν. Όλα. Δικαιωματικά.
Εκείνος της χαμογελά ζεστά και στρέφει το σώμα του προς την πόρτα. Τελευταία στιγμή γυρνά και της λέει αυστηρά
"Και κομμένο το γάλα"
Του γνέφει καταφατικά.
(..)
Στέκεται για λίγο ακίνητη στην μέση του δωματίου. Αν είναι όλα όνειρα τότε θα μπορούσε κι εκείνη να παίξει.
Χαμογελά.
Απλά ένα μαγιό θα χρειαστεί. Και αποφασίζει να κατέβει κι εκείνη στην πισίνα.
..άλλωστε..είναι το κορίτσι του Άλεξ. Είναι δική του. Και αυτός δικός της. Ήρθε η ώρα να το μάθουν όλοι τους.
"Τι θέλει αυτή εδώ?"
Ο Μιχάλης ήταν ο πρώτος που την εντόπισε . Κατέβασε τα γυαλιά ηλίου και την περιεργάστηκε με γνήσια απορία και θαυμασμό. Δεν είχε φανταστεί ποτέ τι όμορφο κορμί είχε η Αρετή. Και τώρα καθώς την βλέπει με ένα μπλε ολόσωμο μαγιό, τα μάτια του δεν σταματούν να τρέχουν στο κορμί της.
"Η υπηρέτρια επιτρέπεται να κάνει μπάνιο στην πισίνα?"
Ακούγεται η φωνή της Σίσσυς και σηκώνεται όρθια.
Η Βάνα στηρίζει το σώμα της στα πλακάκια και βγαίνει απο το νερό.
Ο Άλεξ της χαμογελά.
"Καλημέρα" της λέει και της χαμογελά ζεστά.
Το νιώθει οτι εκείνος χάρηκε που κατέβηκε στην πισίνα. Ίσως γι αυτό τους κάλεσε. Ήθελε να την βγάλει απο το δωμάτιο. Με τον δικό του τρόπο πάντα.
"Καλημέρα " απαντά και η Αρετή ενώ προσπερνά την Βάνα.
Εκείνη της χαμογελά αινιγματικά καθώς ξαπλώνει στην ξαπλώστρα της. Την περιεργάζεται αργά απο πάνω ως κάτω.
"Ρε Άλεξ πες της να φύγει, συχαίνομαι να κάνω μπάνιο με το φρικιό"
ακούγεται η φωνή του Μιχάλη να διαμαρτύρεται στον ατάραχο Άλεξ που συνεχίζει να κουνιέται ρυθμικά στην αιώρα.
"Είναι το σπίτι της βασικά" λέει αδιάφορα ο Άλεξ.
"Γι αυτό σκάσε .Μιχάλη" συμπληρώνει η Αρετή και ο Άλεξ αυτόματα γυρίζει και την κοιτάει. Χαμογελάει ο ένας στον άλλον. Κι έπειτα παίρνει φόρα η Αρετή και πηδά μέσα στην πισίνα. Αφήνει το βάρος του σώματος της να πέσει στον πάτο.
Οι μνήμες δεν σταματούν. Παρά μόνο όταν ο Άλεξ είναι μέσα μου.
Ήμουν επτά , ήμουν χαρούμενη που πήγαμε θάλασσα, έκανα παιχνίδια στο νερό με τις ώρες, παρακαλούσα την Κάτια να μπει να παίξουμε μαζί, εκείνη γελούσε με τα αστεία του άντρα δίπλα της, εγώ φώναζα πως ήθελα παρέα. Μπήκε μέσα και μου βούτηξε το κεφάλι κάτω απο το νερό. Στην αρχή πίστεψα οτι θα με αφήσει, σε λίγο τα μάτια μου ένιωθα να πετάγονται, χτυπούσα τα πόδια μου απελπισμένη, όταν τελικά με άφησε το κεφάλι Σαν πήρα την πρώτη ανάσα άρχισα να κλαίω. "Μου θυμίζεις την μέρα που σε γέννησα" μου είπε .
Έμεινα δυο ώρες μέσα στο νερό πεισμωμένη. Μού έταξε δυο παγωτά για να βγω έξω.
Κάτω απο το νερό, ανοίγω τα μάτια και προσπαθώ να ηρεμήσω τους χτύπους της καρδιάς μου.
..
τακ
..
τακ
...
τακ
...
τακ
...
Η μορφή της Βάνας εμφανίζεται μπροστά μου και προσπαθεί να με τραβήξει στην επιφάνεια . Την σπρώχνω . Δεν θέλω να βγω απο το νερό.
Με τραβά απο το χέρι και κολλάει πάνω στο σώμα μου. Με αγκαλιάζει σφιχτά και χτυπά τα πόδια της. Βγαίνουμε και οι δυο στην επιφάνεια λαχανιασμένες.
"Είσαι..τρελή" μου λέει θυμωμένη. Αλλά εγώ είμαι πιο εκνευρισμένη. Δεν είχε δικαίωμα να με αγγίξει και να με βγάλει απο το νερό.
Την κοιτάω στα μάτια ανέκφραστη και της πιάνω δυνατά μια τούφα απο τα μαλλιά της . Την πλέκω γύρω απο το δάχτυλο μου και την τραβάω ώστε το κεφάλι της να έρθει πιο κοντά στο δικό μου.
Την κοιτάω αυστηρά και την βλέπω να κοκκινίζει και να δαγκώνει τα χείλη της.
"Τι σκατά .." ακούω την φωνή του Μιχάλη χωρίς να πάρω το βλέμμα μου απο την Βάνα.
"Ρε μαλάκα διώξτην" τον ακούω να ξαναμιλά.
"Είναι το σπίτι της Μιχάλη , δεν το έπιασες ούτε την πρώτη φορά" απαντά ο Άλεξ αυστηρά
και παρατηρώ πως οι κόρες της Βάνας έχουν διασταλθεί.
"Ήσουν καλό κορίτσι Βάνα?" της ψιθυρίζω στο αφτί και ακουμπώ ελαφρά το μάγουλο μου πάνω στο δικό της. Είναι ζεστή.
Μου γνέφει αρνητικά και ξεροκαταπίνει.
Ναι θα παίξω
Κοιτάζω τον Άλεξ. Στέκεται ακίνητος και μαγνητισμένος με παρακολουθεί. Μου γνέφει το κεφάλι σαν να επικροτεί κάτι ή σαν να μου ζητά να συνεχίσω αυτό που κάνω.
Αν το θέλει..αν το χρειάζεται..θα το κάνω. Για εκείνον. Δεν είναι παρά ένα παιχνίδι. Το κορίτσι του είμαι εγώ. Γι αυτό γέλασε όταν του είπα αν θα είμαστε και οι δυο κορίτσια του. Του ήταν ξεκάθαρο πως η Βάνα δεν ήταν τίποτα άλλο απο παιχνίδι. Και τώρα δικό μου παιχνίδι. Όλα διαγράφονται μπροστά μου καθαρά.
"Φίλα με"
της λέω και νιώθω τα χείλη της αυτόματα να κλείνουν τα δικά μου.
Της αρέσει να είναι παιχνίδι. Απλά ως τώρα δεν ήξερα πως να παίξω με την Βάνα.
"Πάντα ήθελα να μοιράζομαι τα παιχνίδια μου με την αδερφή μου" ακούω τον Άλεξ να λέει καθώς βουτά στην πισίνα.
Τον κοιτάω να με περιεργάζεται αινιγματικά καθώς με πλησιάζει και γελάω πολύ.
Γελά κι εκείνος.
Με προκαλεί και λέω σε κάθε του πρόκληση ένα μεγάλο ναι.
Με πλησιάζει και με κοιτά λες και με ανακαλύπτει απο την αρχή.
"Είσαι η μια..η μοναδική" μου ψιθυρίζει.
Το ξέρω . Το νιώθω.
Του ανήκω και μου ανήκει. Με το δικό μας ξεχωριστό τρόπο. Ξέρω πως δύσκολα άνθρωπος θα κατανοούσε τη φύση της σχέσης μας.
Αλλά δεν με νοιάζει.
"Λοιπόν ..θα παίξουμε?" λέει η Βάνα ανυπόμονα. Σε μένα.
Νιώθω δυνατή. Πολύ δυνατή.
"Λοιπόν...δεν ξέρω για εσάς..αλλά είναι μια ομορφη μέρα φίλοι μου" ακούω τον Αλεξ να λέει ευθυμα καθώς με κοιτάζει με τα ανέκφραστα μάτια του.
Ναι είναι Άλεξ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top