9. Είναι έρωτας;
Οι μέρες περνούσαν, με τον Δούκα να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. Έβλεπε το όνειρο του να καταρρέει, σαν ένας πύργος απο τραπουλόχαρτα. Είχε ποντάρει πολλά στην συμβολή του Σέργιου, αλλά εκείνος τον είχε πουλήσει, για την καρδιά μιας Σταμίρη. Έπρεπε να βρει μια λύση για να τον πείσει. Φυσικά, αυτή βρισκόταν μπροστά στα μάτια του. Θα τον εκβίαζε με την δολοφονία του Γιώργη. Πονούσε η ψυχή του που αναγκαζόταν να φερθεί έτσι στο σπλάχνο του, στον μοναδικό γιο για τον οποίον ήταν περήφανος. Όμως, δεν είχε άλλη επιλογή. Τώρα προείχαν τα κέρδη και η εξουσία, όχι ο έρωτας.
Αποφάσισε να του μιλήσει την ίδια κιόλας μέρα.
«Μπορείς να μου πεις γιατί με φώναξες; Νομίζω σου ξεκαθάρισα ότι δεν θέλω πολλές παρτίδες μαζί σου!» είπε εκνευρισμένος ο Σέργιος
«Εγώ πάλι νομίζω πως μετά απο αυτό που έχω να σου πω, θα θέλεις και μάλιστα πολύ!»
«Τι έχεις να μου πεις;»
«Σέργιε μου...» είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα του «δεν νομίζω να ξέρει η αγαπημένη σου γυναικούλα πως εσύ σκότωσες τον πατέρα της!»
«Δεν τον σκότωσα εγώ! Το σκυλί σου το έκανε!»
«Όπως και να 'χει, εσύ ξέρεις ότι ο Γιώργης δεν πήγε απο την καρδιά του!»
Ο Σέργιος κατέβασε το κεφάλι. Αυτό που φοβόταν περισσότερο από όλα, τώρα έπαιρνε σάρκα και οστά.
«Δεν είδα τότε που σκαρώναμε το σχέδιο να έχεις καμία αντίρρηση! Άρα;»
«Άρα;»
«Άρα, αν δεν θες να λάβει η Ελένη σου ένα γράμμα, με ανώνυμο αποστολέα, που να εξηγεί τι πραγματικά συνέβη στον πατέρα της, πρέπει να τη πείσεις να μου δώσει τα χωράφια που θέλουμε εδώ και τόσο καιρό!»
«Με εκβιάζεις;»
«Σε προειδοποιώ!»
«Ξεχνάς, όμως, κάτι! Αν μάθει την αλήθεια, δεν πρόκειται να σου δώσει τίποτα...»
«Δεν θέλω να φτάσουμε ως εκεί! Έξυπνο παιδί είσαι. Ξέρεις το συμφέρον σου. Αν μάθει την αλήθεια το πολύ πολύ να με μισήσει, που αυτό ισχύει έτσι και αλλιώς. Θα μισήσει, όμως, και εσένα! Και θα σου στοιχίσει που θα την χάσεις!»
«Τι σόι πατέρας είσαι εσύ, μου λες; Για μερικές δραχμές, είσαι έτοιμος να εκβιάσεις ακόμα και το ίδιο σου το παιδί!»
«Το χρήμα, Σέργιε...αν γευτείς την γλύκα του, μετά δεν μπορείς να την αποχωριστείς! Σου δίνω διορία δύο μέρες! Αν σε δύο μέρες δεν υπάρχουν τα χαρτιά παραχώρησης των χωραφιών πάνω σε αυτό εδώ το γραφείο, τότε η καημένη η Ελένη θα μάθει ότι την κοροϊδέυεις και όλοι θα λυπηθούμε πάρα πολύ που ο τέλειος γάμος σας τελείωσε τόσο άδοξα!»
«Μάλλον το τέλειο σχέδιο σου, μπαμπά,» είπε τονίζοντας τη λέξη «ίσως να μην είνα και τόσο άψογο! Δεν τα έχεις σκεφτεί όλα!»
«Τι εννοείς;»
«Αν η Ελένη μάθει την αλήθεια, μπορεί να με χωρίσει, όμως, θα σε κυνηγήσει! Μπορεί να σε στείλει μέχρι και φυλακή! Έγκλημα έκανες!»
«Τίποτα δεν θα πάθω εγώ! Ξέρεις πολύ καλά πως ο Μελέτης είναι διατεθειμένος να δώσει μέχρι και την ζωή του για μένα!»
«Ίδιο κουμάσι με του λόγου σου τον έχεις κάνει και αυτόν. Δεν θα με εξέπληττε αν μαθαίναμε ξαφνικά πως είναι γιος σου. Εξάλλου, όλοι ξέρουμε πως μεγάλωσε χωρίς πατέρα!»
Ο Δούκας σάστισε για μια στιγμή. Ο Μελέτης μεγάλωσε μόνο με την μητέρα του, η οποία ήταν εργάτρια στα χωράφια τους. Είχε μείνει έγκυος εκτός γάμου, τουλάχιστον έτσι κυκλοφόρησε στο χωριό, και ο Δούκας της πρόσφερε δουλειά και σπίτι, για να μεγαλώσει αξιοπρεπώς τον γιο της. Ποτέ, όμως, δεν μαθεύτηκε ποιος ήταν ο πατέρας του. Η μητέρα του Μελέτη, πέθανε χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν.
«Μην λες ανοησίες, Σέργιε, και κοίτα να μου έχεις αυτό που θέλω μέχρι μεθαύριο, συνεννοηθήκαμε;»
«Τίποτα δεν θα σου έχω! Αν τολμάς τράβα πες της την αλήθεια, αλλά εμένα μην με υπολογίζεις πια για γιο σου! Εγώ έχω πεθάνει για σένα! Έχασες τον Κωνσταντή...τον Νικηφόρο τον έχεις χάσει εδώ και χρόνια! Τώρα ήρθε η σειρά μου! Αρκετά σε ανέχτηκα! Μείνε, λοιπόν, μόνος σου με την γλύκα των εκατομμυρίων σου!»
Ο Σέργιος βγαίνοντας από το σπίτι, ακούμπησε για μια στιγμή στον τοίχο. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Επιτέλους, το είχε κάνει. Τα είχα καταφέρει. Είχε αποτάξει απο πάνω του τα δεσμά που τον κρατούσε δεμένο ο Δούκας, τόσα χρόνια. Είχε καταφέρει να κόψει τον ομφάλιο λώρο που τον έδενε με την οικογένεια του. Τώρα πια είχε την δική του οικογένεια. Είχε την Λενιώ του. Και αν τους αξίωνε ο Θεός, δεν θα έμεναν για πολύ μόνο οι δυο τους.
Υπήρχαν, ωστόσο, πολλά πράγματα που ο Σέργιος δεν είχε υπολογίσει. Όπως για παράδειγμα, την θεία του την Αννέτ, η οποία κατέφθασε στο Διαφάνι μια μέρα αργότερα. Η Αννέτ ήταν το μόνο λευκό πρόβατο των Σεβαστών. Πάντα ευγενική και καλοσυνάτη, συνηθισμένη στα ήθη και στα έθιμα του εξωτερικού. Ο Σέργιος δεν την λογάριαζε ως θεία του, αλλά ως δεύτερη μάνα του. Όλοι την αγαπούσαν και κρατούσαν τις συμβουλές της σαν άγιο φυλαχτό.
Η Αννέτ ήθελε όσο τίποτα να γνωρίσει την γυναίκα του Σέργιου. Η ίδια δεν είχε καταφέρει να γίνει μητέρα. Ο άντρας της δεν μπορούσε να της χαρίσει παιδιά. Είχαν πάει στους καλύτερους γιατρούς της Γαλλίας, χωρίς, όμως, κάποιο αποτέλεσμα. Είχε χαρίσει, λοιπόν, όλη την αγάπη της στα ανίψια της. Και ειδικά στον Νικηφόρο, που από τότε που ήταν δώδεκα χρονών μετακόμισε μαζί της στο Παρίσι.
Η μεγάλη της, όμως, έννοια ήταν πάντα ο Σέργιος. Ήταν ένα τόσο γλυκό και ευγενικό αγόρι, αλλά ο Δούκας προσπαθούσε να τον μετατρέψει σε έναν γνήσιο Σεβαστό, όπως έλεγε. Η Αννέτ πίστευε ότι τα είχε καταφέρει. Ένα γράμμα, όμως, του Σέργιου που έλεγε ότι παντρεύτηκε την μεγάλη κόρη του Σταμίρη, την έκανε να αλλάξει γνώμη.
Ο Σέργιος είχε μιλήσει στην Ελένη για την αγαπημένη του θεία και ανυπομονούσε να την γνωρίσει. Έτσι, την κάλεσαν ένα απόγευμα στο σπίτι.
«Δεν ξέρετε πόσα μου έχει πει ο Σέργιος για σας! Σας αγαπάει πάρα πολύ!» είπε χαμογελαστά η Ελένη
«Αχ κορίτσι μου, κόψε αυτόν τον πληθυντικό, να χαρείς! Αισθάνομαι γριά!» παραπονέθηκε η Αννέτ
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι η Αννέτ πάντα είχε ένα πρόβλημα με τους τίτλους. Ούτε θεία δεν ήθελε να την λέμε! Πήγε στα Παρίσια και μας έγινε Ευρωπαία!»
«Μην τον ακούς, κοπέλα μου! Μια ζωή έτσι ήταν! Με πείραζε!»
Η Ελένη και ο Σέργιος αντάλλαξαν ένα βλέμμα και χαμογέλασαν.
«Σέργιε, σε ζητάνε στο τηλέφωνο!» φώναξε η Ασημίνα
«Έρχομαι!»
Ο Σέργιος βγήκε από το σαλόνι, αφήνοντας μόνες τους τις δύο γυναίκες.
«Ξέρεις, πάντα είχα την έγνοια του! Από μικρός προσπαθούσε να μοιάσει στον πατέρα του. Το φοβόμουν πολύ!»
«Είναι εντελώς διαφορετικοί!» εξήγησε η Ελένη
«Νομίζω ότι εσύ τον άλλαξες! Η αγάπη του για σένα τον άλλαξε! Ξέρεις, αλληλογραφούμε εδώ και χρόνια και πάντα μου έλεγε για μια κοπέλα με μακριές μπούκλες, που κοντά της νιώθει αλλιώτικος. Μου έγραφε πως νιώθει λες και τα χέρια της τον τραβάνε από τον βούρκο και τον οδηγούν στο φως! Τώρα πια ξέρω πως αυτή η κοπέλα είσαι εσύ!»
«Πώς το ξέρετε;» ρώτησε η Ελένη και κατέβασε το βλέμμα της
Η Αννέτ σήκωσε το πηγούνι της κοπέλας με το χέρι της και χαμογέλασε. Τώρα πια, τα μάτια των δύο γυναικών είχαν συναντηθεί.
«Από τον τρόπο που σε κοιτάει! Λάμπει ολόκληρος! Αλλά και εσύ τον αγαπάς! Ο έρωτας, ο βήχας και τα λεφτά, δεν κρύβονται, Ελένη μου!»
Οι δύο γυναίκες ξέσπασαν σε γέλια.
Η Ελένη συμπάθησε από την πρώτη κιόλας στιγμή την Αννέτ. Κατάλαβε γιατί ο Σέργιος της είχε τέτοια αδυναμία. Ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος, με χρυσή καρδιά. Ήξερε ότι στο πρόσωπο της θα έβρισκε έναν σύμμαχο. Ήταν μια ανεξάρτητη γυναίκα. Οδηγούσε αυτοκίνητο, κάπνιζε, έπινε. Και δεν λογάριαζε τις μικροαστικές αντιλήψεις και τα κουτσομπολιά του χωριού. Έκανε αυτό που ήθελε, χωρίς να παίρνει την άδεια κανενός άντρα.
Το ίδιο κιόλας βράδυ, η Αννέτ γυρίζοντας στο σπίτι θέλησε να μιλήσει με τον Δούκα. Ο Σέργιος τής εξήγησε πως ο πατέρας του τον εκβίαζε με κάτι το οποίο δεν μπορούσε να της αποκαλύψει. Η Αννετ θεωρώντας απαράδεκτη την στάση του αδερφού της, αποφάσισε να τον συνετίσει.
Όταν πήγε, όμως, να χτυπήσει την πόρτα για να μπει στο γραφείο του, τον άκουσε να συζητά με τον Μελέτη. Ασυναίσθητα, κοντοστάθηκε για λίγο να ακούσει.
«Και πού ξέρουμε, αφεντικό, ότι θα κάνει ό,τι τον πρόσταξες;»
«Το ξέρω, Μελέτη. Το διαισθάνομαι! Την αγαπάει την Σταμίρη! Το είδα στα μάτια του! Δεν θα διακινδυνεύσει την σχέση του μαζί της. Δεν τον συμφέρει να μάθει πως εγώ σου έδωσα εντολή να σκοτώσεις τον πατέρα της...»
Η Αννέτ δεν πίστευε σε όσα είχε μόλις ακούσει. Αισθάνθηκε την Γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της. Δεν ήθελε να ακούσει άλλα. Είχε ακούσει ήδη αρκετά. Ώστε, με αυτό εκβίαζε ο Δούκας τον γιο του. Ντράπηκε για τον αδερφό της αλλά και για τον ανιψιό της, που ήταν συνένοχος σε μια τέτοια αποτρόπαια πράξη. Για μια στιγμή αισθάνθηκε αηδιασμένη για τον αδερφό της. Ήξερε ότι μπορεί να φτάσει στα άκρα. Αλλά όχι και να διαπράξει φόνο. Και αυτο γιατί; Για μερικά κομμάτια Γης!
Εκείνο το πρώτο της βράδυ στην πατρίδα της, δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Μόλις πήγαινε να κλείσει για λίγο τα μάτια της, την ερχόταν η εικόνα του Δούκα να λέει
«Εγώ τον σκότωσα! Εγώ!»
Πεταγόταν μέσα στον ύπνο της, μούσκεμα στον ιδρώτα. Κοιτούσε συνεχώς το ρολόι. Λες και με αυτόν τον τρόπο, οι ώρες θα περνούσαν πιο γρήγορα. Ήθελε να ξημερώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Είχε αποφασίσει να πάει να μιλήσει στον Σέργιο πάση θυσία.
_________________________________________
«Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε η Ελένη τον Σέργιο
Καθόντουσαν και οι δύο στο κρεβάτι και διάβαζαν απο ένα βιβλίο. Μόνο που ο Σέργιος εδώ και ώρα είχε παρατήσει το διάβασμα και κοιτούσε το κενό.
Ο Σέργιος δεν απάντησε.
«Σέργιε...» επανέλαβε η Ελένη
Ο Σέργιος πετάχτηκε από τον τρόμο.
«Που τρέχει ο λογισμός σου, αγάπη μου;» ξανά ρώτησε η Ελένη
«Τις δουλειές σκεφτόμουν. Όλα αυτά που πρέπει να γίνουν αύριο. Είναι πολλά και αγχώθηκα λιγάκι»
«Ούτε εγώ δεν κάνω έτσι για τα χωράφια, που μου 'χει βγει το όνομα ότι είμαι μανιακή»
Ο Σέργιος γέλασε.
«Δεν είσαι μανιακή! Λίγο τρελή μόνο!»
«Σέργιε!» του φώναξε γελώντας και τον χτύπησε απαλά στο πόδι με το βιβλίο της»
Ο Σέργιος, με μια απότομη κίνηση, άρπαξε το βιβλίο από τα χέρια της και το πέταξε κάτω. Έπειτα, πέταξε και το δικό του.
Τύλιξε τα χέρια του γύρω από την μέση της και την τράβηξε πάνω του. Η Ελένη πέρασε τα πόδια της γύρω απο την δική του μέση. Τα χέρια της χάιδευαν τα μαλλιά του.
«Πώς σου φάνηκε η Αννέτ;» την ρώτησε για να αλλάξει θέμα
«Υπέροχη! Μακάρι να είχα και εγώ μια τέτοια θεία!»
«Είναι γάτα η γυναίκα. Τίποτα δεν της ξεφεύγει! Και είναι η μόνη που ακούει ο Δούκας. Μόνο εκείνη μπορεί να τον συνετίσει. Της έχει μεγάλη αδυναμία και δεν της χαλάει κανένα χατίρι. Τουλάχιστον δεν αγαπάει μόνο τα λεφτά του» είπε ο Σέργιος και κατέβασε το βλέμμα
«Κάτι έχεις εσύ σήμερα!» συνειδητοποίησε η Ελένη «Τα μάτια σου είναι θλιμμένα» είπε και του χάιδεψε τα μάγουλα
«Ανησυχείς για μένα;»
«Φυσικά και ανησυχώ! Αν πάθεις κάτι, δεν θα το αντέξω! Μου έχεις υποσχεθεί ότι δεν θα με αφήσεις ποτέ μόνη μου!»
«Δεν θα σε αφήσω, καρδιά μου! Ποτέ!»
Η Ελένη έσκυψε και ένωσε τα χείλη τους.
«Σε έχω ανάγκη» της ψιθύρισε καθώς τα χέιλη του κατευθύνονταν στον λαιμό της «Έχω ανάγκη το κορμί σου!» συνέχισε, με τα χέιλη του να ταξιδεύουν και στο υπόλοιπο σώμα της
Η Ελένη τον άκουγε να της μιλά και τα φιλιά του στο σώμα της γίνονταν όλο και πιο μεθυστικά.
Εκείνου του άρεσε να απολαμβάνει κάθε στιγμή. Όμως, η Ελενη την συγκεκριμένη στιγμή, δεν είχε υπομονή. Τον ήθελε όλο και περισσότερο. Και έτσι, με μια απότομη κίνηση ένωσε τα σώματα τους.
Η έλξη που αισθανόταν για εκέινον, της ήταν ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο. Χτιζόταν μέσα της μέρα με την μέρα. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει, μα της άρεσε το άγγιγμα του. Της άρεσαν τα φιλιά του. Τα απολάμβανε. Κάθε φορά που τον έβλεπε, ήθελε να τον φιλήσει, σαν να είναι η πρώτη φορα. Ήθελε να βυθίσει το κορμί της στο δικό του. Όχι, να βυθίσει. Να βουλιάξει. Να πνιγεί. Να αφήσει την τελευταία της πνοή πάνω στο σώμα του. Και αν ήταν αναγκαίο, να πεθάνει. Δεν την ένοιαζε ακόμη και ο θάνατος. Ακόμη, και ο θάνατος θα ήταν γλυκός, αν βρισκόταν στην αγκαλιά του. Μήπως τελικά αυτό είναι ο έρωτας;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top