8. 1960

Το πρώτο πρωινό του νέου έτους, τούς βρήκε αγκαλιά. Ο ήλιος έλουζε τα αγκαλιασμένα τους σώματα, προσφέροντας τους την ζεστασιά του και το φως του.

Ο Σέργιος άνοιξε πρώτος τα μάτια του. Ανακάθισε στο κρεβάτι, προσπαθώντας να μην την ξυπνήσει, κρατώντας την, όμως, ακόμα στα χέρια του.

Πήρε μια ατίθαση τούφα από τα μαλλιά της, που είχε πέσει μπροστά στα μάτια της και την τοποθέτησε πίσω από το αυτί της. Χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά και το κεφάλι της. Χαμογέλασε. Αν κάποιος, πριν από πέντε μήνες, του έλεγε ότι θα βρισκόταν με την παντρεμένος και με την Ελένη στην αγκαλιά του, θα θεωρούσε ότι του έκανε πλάκα.

Νόμιζε πως ονειρευόταν. Πως όλα όσα έζησαν το προηγούμενο βράδυ ήταν ένα αστείο παιχνίδισμα του μυαλού του και ότι μόλις άνοιγε τα μάτια του, εκείνη θα χανόταν. Την έσφιξε πάνω του, σε μια προσπάθεια να καταλάβει πως είναι αληθινή.

Η Ελένης νιώθοντας το έντονο άγγιγμα του, κούνησε για μια στιγμή το σώμα της.

Ο Σέργιος, μη θέλοντας να την ξυπνήσει, έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι αλλά ένιωσε ένα άγγιγμα να τον τραβάει πίσω.

«Μην φύγεις!» του ψιθύρισε

«Πάω να μας ψήσω δύο καφεδάκια»

«Όχι, δεν θέλω! Εσένα θέλω!»

Ο Σέργιος χαμογέλασε. Ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι και την πήρε στην αγκαλιά του.

Η Ελένη βολεύτηκε μέσα στα χέρια του, σαν ένα μικρό παιδί που κουρνιάζει στην αγκαλιά της μητέρας του. Αναστέναξε.

«Καλημέρα σου!» του είπε χαμογελαστή

Ο Σέργιος γέλασε.

«Καλημέρα!» απάντησε

Την φίλησε. Απαλά. Τρυφερά.

Η Ελένη έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω, έτσι ώστε τα χείλη του να απλωθούν στον λαιμό της. Ο Σέργιος ρουφούσε την ζεστασιά της αχόρταγα. Ήθελε να ενώσει το κορμί του με το δικό της, για ακόμη μια φορά.

«Το ξέρεις ότι όλο το σπίτι είναι στο πόδι» σημείωσε η Ελένη

«Ναι, γιατί;»

«Κανονικά πρέπει να σηκωθούμε και να πάμε στις δουλειές μας»

«Και πότε κάναμε εμείς κάτι κανονικό, για να το κάνουμε τώρα;»

«Δηλαδή, για να καταλάβω....πόσες μέρες σκοπεύεις να μείνουμε εδώ μέσα;»

«Εμ...»

Ο Σέργιος άρχισε να μετρά με τα δάχτυλα...

«Είμαστε περίπου πέντε μήνες παντρεμένοι, άρα...καμιά βδομάδα! Θέλω να αναπληρώσουμε όλες τις χαμένες μέρες!»

«Θα αναπληρώσουμε πέντε μήνες γάμου σε μια βδομάδα;»

«Εεε, τους μισούς τους αναπληρώσαμε χτες βράδυ!» παρατήρησε ο Σέργιος

Ξέσπασαν και οι δύο σε γέλια. Έπειτα, φιλήθηκαν, ξανά.

Η Ελένη κοίταξε την ώρα στο ρολόι που υπήρχε στο κομοδίνο της.

«Πωπω! Μεσημέριασε! Τώρα πρέπει πραγματικά να σηκωθούμε!»

«Μακάρι να μπορούσα να σταματήσω όλα τα ρολόγια του κόσμου, για να σε έχω και άλλο στην αγκαλιά μου. Μακάρι η μέρα να είχε σαρανταοχτώ ώρες, για να μπορώ να σε χορταίνω περισσότερο»

Η Ελένη τον φίλησε και πάλι.

«Ωραία όλα αυτά, αλλά πρέπει να σηκωθούμε!»

«Είσαι κυνική, να ξέρεις! Εγώ σου ανοίγω την καρδιά μου και εσύ λες ότι πρέπει να σηκωθούμε»

Η Ελένη τον κοίταξε με ένα αγριεμένο βλέμμα. Τα πράσινα μάτια του, όμως, είχαν πάρει την μορφή λυπημένου κουταβιού, που κανείς δεν παίζει μαζί του.

Του χαμογέλασε και τον φίλησε.

«Τώρα καλύτερα;»

Ο Σέργιος έγνεψε καταφατικά.

«Άντε πάμε!»
_________________________________________

«Βρε καλώς τους!» είπε η Ασημίνα μόλις τους είδε

Ήταν πιασμένοι χέρι χέρι.

Η Δρόσω γούρλωσε τα μάτια της και κοίταξε στην Ασημίνα. Πρώτη φορά τούς έβλεπαν έτσι. Τα πρόσωπα τους έλαμπαν.

«Καλημέρα!» τους είπε γλυκά η Χαρίκλεια

«Καλημέρα, Λία μου!» απάντησε η Ελένη και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο

Η καλοσυνάτη γυναίκα χαμογέλασε. Είχε μεγάλη αδυναμία στην Ελένη. Μικρό κοριτσάκι ήταν όταν γεννήθηκε. Την έπαιρνε στην αγκαλιά της και την νανούριζε κάθε βράδυ, καθισμένη στην κουνιστή της καρέκλα. Η πρώτη λεξούλα που ξεστόμισε η μικρή Λενιώ ήταν «Λία», σε μια προσπάθεια της να προφέρει ολόκληρο το όνομα της Χαρίκλειας. Ήταν η στιγμή που αγάπησε βαθιά την μικρή Ελένη. Ακόμα και όταν ήρθαν οι υπόλοιπες κόρες στην οικογένεια, εκείνη πάντα είχε την έννοια της Ελένης και την αγαπούσε λίγο περισσότερο από τις υπόλοιπες.

Όταν η Ελένη παντρεύτηκε τον Σέργιο, είδε στο πρόσωπο της να σκοτεινιάζει. Κατάλαβε ότι δεν τον αγαπούσε. Κατάλαβε ότι δεν αισθανόταν τίποτα για εκείνον. Όλους αυτούς τους μήνες, όμως, το πρόσωπο της είχε γαληνέψει. Σαν κάτι να είχε αλλάξει. Και ειδικά σήμερα, η αλλαγή ήταν ριζική. Την είχε αποκαλέσει και «Λία». Χρόνια είχε να την πει έτσι. Το μάτια της έλαμπαν και η μορφή της είχε πάρει μια εντελώς διαφορετική όψη. Σαν κάτι μέσα της να καταστάλαξε.

Έκατσαν και έφαγαν το πρωινό τους όλοι μαζί. Επικρατούσε ένα κλίμα αλλιώτικό από τις άλλες φορές. Υπήρχε κάτι καινούριο. Κάτι που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν.

«Λοιπόν, πρέπει να φύγω! Έχω ήδη αργήσει πολύ και ποιος τον ακούει τον πατέρα μου!» είπε ο Σέργιος μπουκωμένος

Η Ελένη έγνεψε καταφατικά.

«Μπορείς μετά να πας τον Μουτζούρα στους στάβλους μας;»

«Φυσικά!» συμφώνησε η Ελένη

Έσκυψε προς το μέρος της και την φίλησε στοργικά στο μέτωπο. Έπειτα, κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν.

Η Δρόσω και η Ασημίνα ξανά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

Ανυπομονούσαν να μείνουν οι τρεις τους για να ρωτήσουν την αδερφή τους τι είχε συμβεί.

Όταν ο Σέργιος έφυγε δεν έχασαν καθόλου καιρό.

«Πες τα όλα!» είπε ενθουσιασμένη η Δρόσω

«Τι εννοείς;» ρώτησε δήθεν αδιάφορα η Ελένη

«Χτες εξαφανιστήκατε από το τραπέζι και σήμερα είστε μέσα στα μέλια» παρατήρησε η Ασημίνα

«Κακό είναι αυτό;» ρώτησε η Ελένη

«Καθόλου! Αλλά είναι περίεργο! Τόσον καιρό παντρεμένοι, ποτέ δεν είχατε δώσει δικαιώματα μπροστά μας. Και ξαφνικά σήμερα βλέπουμε αυτό!» εξήγησε η Ασημίνα

«Συμφωνήσαμε να κάνουμε ό,τι νιώθουμε, χωρίς ενδοιασμούς. Κάτι σαν μια νέα αρχή» εξήγησε η Ελένη

«Γι' αυτό φύγατε χτες άρον άρον από το τραπέζι. Θέλατε να μείνετε μοναχούλια σας;» είπε πονηρά η Δρόσω

«Δρόσω!» φώναξαν ταυτόχρονα η Ελένη και η Ασημίνα

«Πολλή φόρα έχεις πάρει εσύ μικρή. Βιάζεσαι να μεγαλώσεις!» την μάλωσε η Ελένη

Η Ελένη δεν έδωσε περαιτέρω απαντήσεις, παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις τη Δρόσως. Δεν μπορούσε, άλλωστε. Δεν ήξερε τι να της πει. Οι αδερφές της κατάλαβαν την αμηχανία της και άλλαξαν αμέσως θέμα συζήτησης.

Μετά από λίγη ώρα, πήρε το άλογο του Σέργιου και κίνησε για τους στάβλους των Σεβαστών. Όταν, όμως, έφτασε εκεί, αντίκρισε κάτι που δεν περίμενε. Τον Μελέτη και την Πηνελόπη να φιλιούνται. Έκανε μερικά βήματα πίσω και κατέβηκε από το άλογο για να μην τη δουν.

Λίγα λεπτά αργότερα είδε τον Μελέτη να φεύγει. Ήταν η κατάλληλη στιγμή για να κάνει αισθητή την παρουσία της.

«Καλημέρα, Πηνελόπη μου!»

Η κοπέλα σκούπισε γρήγορα τα μάτια της για να μην δει η Ελένη τα δάκρυα της. Άδικος κόπος. Τα μάτια της είχαν ήδη κοκκινήσει από το κλάμα. Η Ελένη, ωστόσο, αποφάσισε να μην της ζητήσει εξηγήσεις.

«Καλημέρα, Ελένη! Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ;»

«Επέστρεψα το άλογο. Το πήραμε εχτές με τον Σέργιο για να πάμε σπίτι μας. Μόνη σου είσαι;»

«Εεε, ναι! Ήρθα να δω το άλογο μου. Ο πατέρας δεν με αφήνει να ιππεύσω. Δεν αρμόζει, λέει, σε μια δεσποινίδα»

«Όλα τα κορίτσια ιππεύουν. Ακόμα και η μητέρα σου. Εσύ γιατί να αποτελέσεις εξαίρεση;»

Το κορίτσι δεν απάντησε. Μόνο έσκυψε το κεφάλι.

«Μπορείς να ζητήσεις από τον Μελέτη να σε μάθει» είπε δήθεν τυχαία η Ελένη

Το πρόσωπο της Πηνελόπης κοκκίνησε. Κάτι στο βλέμμα της μαρτυρούσε αυτό που ένιωθε.

«Σας είδα!»

Το κορίτσι κοίταξε την Ελένη.

«Σας είδα να φιλιέστε πριν από λίγο»

«Μην το πεις στους γονείς μου, σε παρακαλώ!»

«Δεν είχα αυτό τον σκοπό, Πηνελόπη μου! Αγαπάς τον Μελέτη;»

Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά.

«Δεν είναι αυτός ο άνθρωπος για σένα!»

«Γιατί; Επειδή είναι φτωχός; Πιστεύεις και εσύ ότι πρέπει να παντρευτώ κάποιον που θα εγκρίνουν οι γονείς μου;» ξέσπασε η κοπέλα

«Είπα εγώ τέτοιο πράγμα; Ξέρω πολύ καλά πως είναι να μην σε θέλει η οικογένεια του συζύγου σου. Ξέρω ότι η μητέρα σου δεν θέλει ούτε να με βλέπει. Δεν το λέω, όμως, γι' αυτό. Υπάρχουν πράγματα, Πηνελόπη, που δεν τα γνωρίζεις. Ο Μελέτης έχει κάνει πράγματα που δεν μπορείς ούτε να τα διανοηθείς!»

«Είχε δίκιο τελικά η μάνα μου! Τα θες όλα για τον εαυτό σου! Δεν θέλω να σε ξανά δω στα μάτια μου!» είπε η Πηνελόπη και έφυγε τρέχοντας

Τα λόγια του κοριτσιού πλήγωσαν την Ελένη. Την είχε κρίνει λανθασμένα. Εκείνη ήθελε το μόνο που ήθελε ήταν το καλό της. Όταν, όμως, είσαι ερωτευμένος, δεν βλέπεις καθαρά τι συμβαίνει γύρω σου. Το ήξερε αυτό το συναίσθημα. Μπορεί να μην το είχε ζήσει με τον Σέργιο, αλλά ήξερε πως είναι. Αποφάσισε, λοιπόν, να μιλήσει στον Σέργιο το ίδιο κιόλας βράδυ.
_________________________________________

Ο Σέργιος αποφάσισε να περάσει από το πατρικό του να δει για λίγο τους γονείς του. Η μητέρα του πάντα στα μαύρα, τον υποδέχτηκε με την αγκαλιά της πάντα ανοιχτή. Ήταν ο αγαπημένος της και δεν το έκρυβε. Ο Σέργιος την αγκάλιασε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

«Είσαι καλά, παλικάρι μου;» τον ρώτησε ανήσυχη «Περνάς καλά;»

«Μάνα...» κόμπιασε για μια στιγμή «είμαι ευτυχισμένος!» της είπε με βλέμμα που μαρτυρούσε το συναίσθημα, που μόλις είχε περιγράψει

Η Μυρσίνη φίλησε το μέτωπο του.

«Άντε πήγαινε και στον πατέρα σου. Θέλει να σου μιλήσει!»

Ο Σέργιος κατάλαβε από το ύφος της μητέρας του τον λόγο για τον οποίον ήθελε να του μιλήσει ο πατέρας του.
Ανέβηκε τις σκάλες και μπήκε στο γραφείο, έτοιμος να αντιμετωπίσει κάθε περίσταση.

«Καλώς τον!» είπε ο Δούκας μόλις τον είχε «Έλα, κάθισε!»

«Η μητέρα μού είπε πως θες να μου μιλήσεις!»

«Φαντάζομαι, ξέρεις για ποιο πράγμα θέλω να σου μιλήσω..»

«Ξέρω, πατέρα» αποκρίθηκε ο Σέργιος «Αυτό ήρθα να σου ξεκαθαρίσω! Δεν πρόκειται να της ζητήσω να μου δώσει τα χωράφια!»

«Το Υπουργείο με πιέζει εδώ και βδομάδες! Με απειλούν πως θα βρουν άλλο μέρος να χτίσουν τα εργοστάσια. Ξέρεις πόσο λεφτά χάνουμε;»

«Καρφάκι δεν μου καίγεται! Έχεις ήδη πολλά λεφτά ήδη. Τίποτα δεν σου λείπει. Όποιος θέλει τα πολλά, πατέρα, χάνει και τα λίγα»

«Δεν είσαι ο Σέργιος μου εσύ! Η Σταμίρη σε άλλαξε; Σου άνοιξε τα πόδια και σε πήρε με το μέρος της;»

«Έτσι και ξανά μιλήσεις άσχημα για εκείνη, δεν θα με ξανά δεις ποτέ σου! Τ' ακούς; Πάντα έτσι ήμουν. Εσύ δεν ήθελες να το δεις. Γιο εγκληματία είχες και τον έχασες. Και τώρα σου μένει ο Μελέτης. Μια χαρά θα τα πάτε οι δυο σας! Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Αλλά από μένα μην περιμένεις υποστήριξη, Δούκα»

Ο Σέργιος χτύπησε δυνατά την πόρτα πίσω του και βγήκε τρέχοντας από το σπίτι.
_________________________________________

Όταν έφτασε σπίτι του, ήταν ήδη αρκετά αργά. Τα κορίτσια ήταν στα δωμάτια τους. Στο σαλόνι υπήρχε αναμμένη μόνο μία λάμπα.

Κατευθύνθηκε κατευθείαν προς την κάμαρη του. Άνοιξε την πόρτα και αυτό που αντίκρισε, τον τρόμαξε.

Η Ελένη στεκόταν όρθια και όργωνε με γρήγορο βηματισμό όλο το δωμάτιο.

Ο Σέργιος έτρεξε αμέσως κοντά της για να την πάρει αγκαλιά. Την σήκωσε στα χέρια του και την έκανε τρεις σβούρες.

«Μου έλειψες!» της είπε και την φίλησε με λαχτάρα

Η Ελένη γέλασε δυνατά. Όμως, κάτι στο βλέμμα της μαρτυρούσε ότι κάτι την βασάνιζε.

«Τι έχεις;» την ρώτησε ανήσυχος

«Συνέβη κάτι και νομίζω πως πρέπει να το μάθεις!»

«Τι συνέβη;» ρώτησε ο Σέργιος και την κατέβασε από τα χέρια του

«Σήμερα το πρωί που γύρισα το άλογο στους στάβλους, είδα την Πηνελόπη να φιλιέται με τον Μελέτη!» αποκάλυψε η Ελένη

«Τι πράγμα;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο Σέργιος «Θα τον σκοτώσω! Θα του στρίψω το λαρύγγι! Θα τον θάψω ζωντανό!» άρχισε να φωνάζει, πηγαίνοντας πάνω κάτω στο δωμάτιο

«Μην λες τέτοια λόγια, σε παρακαλώ!»

«Έτσι και πειράξει έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά της, δεν θα δει το φως της επόμενης μέρας»

«Η Πηνελόπη μού είπε πως τον αγαπά!»

«Ελένη τι λες; Ξέχασες τι πήγε να σου κάνει; Τι αγάπη θα 'ναι αν την βιάσει;»

Η Ελένη τον πλησίασε, κλείνοντας το πρόσωπο του στα χέρια της.

«Πρέπει να δράσουμε έξυπνα, Σέργιε μου. Αν την πάρεις από τα μούτρα, θα πεισμώσει και θα έχουμε τα αντίθετα αποτελέσματα. Είναι ερωτευμένη. Το είδα στο βλέμμα της. Αυτά τα πράγματα θέλουν υπομονή και ηρεμία. Και εσύ αυτή τη στιγμή δεν έχεις τίποτα από τα δύο!»

«Έχεις δίκιο!» παραδέχτηκε ο Σέργιος

«Πάντα έχω δίκιο» κάγχασε η Ελένη

«Έτσι ε;»

«Χμ!» απάντησε καταφατικά

«Για να δούμε ποιος έχει δίκιο!» είπε πονηρά ο Σέργιος

Την σήκωσε στα χέρια του και την έριξε στο κρεβάτι. Η Ελένη γελούσε δυνατά, καθώς εκείνος την φιλούσε στον λαιμό και την έγδυνε.

«Σσσς! Κοιμάται ο κόσμος! Θα τους ξυπνήσεις όλους!»

«Δεν με νοιάζει και ιδιαίτερα!» απάντησε και τον τράβηξε πάνω της, φιλώντας τον με πάθος

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top