7. Η νύχτα

Το 1960 βρήκε τον Σέργιο και την Ελένη αγκαλιά, κάτω από τα αστέρια.

«Καλή χρονιά να 'χουμε, Λενιώ μου!»

«Ας ευχηθούμε το 1960 να μας φέρει μόνο χαρές!»

Ο Σέργιος απομάκρυνε το σώμα του από το δικό της.

«Έχω μια ιδέα!» είπε πονηρά

«Τι ιδέα;» ρώτησε η Ελένη, με ένα χαμόγελο να κοσμεί το πρόσωπο της

«Έλα μαζί μου!» απάντησε και την τράβηξε από το χέρι

Βγήκαν από το δωμάτιο προσπαθώντας να κάνουνε απόλυτη ησυχία. Κατέβηκαν τις σκάλες χωρίς να τους πάρει κανείς χαμπάρι και βγήκαν από το σπίτι.

Οι υπόλοιποι είχαν ξεκινήσει να τρώνε. Η οικιακή βοηθός, η Αγορίτσα, είχε σερβίρει αρνάκι με πατάτες και όλοι έγλειφαν τα δάχτυλα τους από το πόσο νόστιμο ήταν.

«Σέργιε, που πάμε;»

Έτρεξαν, πιασμένοι χέρι χέρι, μέχρι τους στάβλους. Μπήκαν μέσα.

«Γιατί ήρθαμε εδώ;» ρώτησε η Ελένη, που δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε

«Θέλω να πάμε κάπου!» αποκρίθηκε ο Σέργιος ενώ έβαζε την σέλα σε ένα από τα άλογα

Η Ελένη τον πλησίασε.

«Τι όμορφος!» αναφώνησε

«Το ξέρω, μου πάνε τα μπλε!» κάγχασε περήφανα ο Σέργιος

«Δεν λέω για σένα! Για αυτόν εδώ τον κούκλο, λέω!» είπε κάνοντας μια αστεία γκριμάτσα

Χάιδεψε το κεφαλάκι του αλόγου. Ήταν κατάμαυρο και είχε μια μακριά χαίτη, μαύρη και αυτή.

«Τον λένε Μουτζούρα!» αποκρίθηκε ο Σέργιος

Η Ελένη ξέσπασε σε δυνατά γέλια.

«Ει μην με κοροϊδεύεις! Ο πατέρας μου μου τον αγόρασε όταν ήμουν πέντε χρονών. Πώς ήθελες να τον βγάλω, Καίσαρα;»

Η Ελένη γέλασε ξανά και τον πλησίασε. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από την μέση του.

«Δεν σε κοροϊδεύω!» του απάντησε, αφήνοντας ένα μικρό φιλί στο πηγούνι του «Αν σε κοροϊδεύω, να πέσει φωτιά να με κάψει!»

«Σε βλέπω να γίνεσαι παρανάλωμα!»

«Αν είμαι μαζί σου, δεν με νοιάζει και ας γίνω στάχτη»

«Τι ξαφνική μεταστροφή είναι αυτή;» αναρωτήθηκε ο Σέργιος

«Δεν σ' αρέσει;»

«Πολύ! Απλά μου φαίνεται λίγο περίεργο!»

«Δεν είπαμε να λέμε ό,τι νιώθουμε;»

Ο Σέργιος γέλασε.

«Εγώ νιώθω την ανάγκη να σε φιλήσω...» της απάντησε

«Εεε αφού το νιώθεις, τι περιμένεις; Κάντο!»

Την φίλησε απαλά στην αρχή και μετά πιο έντονα. Πιο επιτακτικά.

«Λοιπόν, έτοιμη να φύγουμε;»

«Πού θα πάμε μέσα στην νύχτα;»

«Σε νοιάζει;»

Η Ελένη κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

Ο Σέργιος την πήρε αγκαλιά και την ανέβασε στο άλογο. Έπειτα ανέβηκε και εκείνος πίσω της, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από την μέση της.

Ξεκίνησαν να τρέχουν ανέμελοι στα χωράφια, λουσμένοι μόνο από το φως του φεγγαριού. Έξω επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι. Όταν έφτασαν στο πιο υψηλό σημείο του κάμπου, σταμάτησαν και κατέβηκαν από το άλογο.

«Τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ, Σέργιε;»

«Θέλω να σου δείξω αυτό! Την προίκα μου!» αποκρίθηκε

«Ιιιι, Σέργιε δεν ντρέπεσαι; Τι είναι αυτά που λες;» είπε αναψοκοκκινισμένη με γουρλωμένα μάτια

«Για τα χωράφια, λέω!» αποκρίθηκε και έδειξε τον κάμπο που απλωνόταν μπροστά τους «Πού πήγε το μυαλό σου, πονηρούλα;» είπε, κλείνοντας της το μάτι

«Τα χωράφια;»

«Όλα αυτά ανήκουν στον πατέρα μου...»

«Συγχαρητήρια, να τα χαίρεται!» τον διέκοψε ειρωνικά η Ελένη

«Μπορείς να μην είσαι προπέτισσά; Δεν τελείωσα αυτό που έλεγα!»

«Καλά, καλά! Με συγχωρείς!»

«Επαναλαμβάνω! Όλα αυτά ανήκουν στον πατέρα μου Αυτά τα χωράφια είναι όλος του ο κόσμος. Δεν βάζει τίποτα πάνω από αυτά. Εγώ, όμως, δεν θέλω να γίνω έτσι. Για μένα εσύ είσαι ολόκληρος ο κόσμος μου! Μετά από τόσους μήνες που είμαστε παντρεμένοι, το κατάλαβα. Αν είναι όλα αυτά τα παλιοχώραφα να μπαίνουν εμπόδιο στην ευτυχία μας, τότε εγώ παραιτούμαι από την κληρονομιά και ζούμε μόνοι μας! Αλλά να ξέρεις θα πεινάσουμε!»

Η Ελένη γέλασε δυνατά ενώ από τα μάτια της δεν είχαν σταματήσει να τρέχουν δάκρυα. Δεν πίστευε πως άκουγε τέτοια λόγια από το στόμα του Σέργιου Σεβαστού, που τόσα χρόνια νόμιζε ότι δεν έχει στάλα αγάπης μέσα του. Και τώρα της άνοιγε την καρδιά του. Ήταν διατεθειμένος να τα παρατήσει όλα για εκείνη. Μόνο για εκείνη.

Έγειρε προς το μέρος του και τον φίλησε.

«Τίποτα από αυτά δεν θέλω να κάνεις! Μαζί θα καταφέρουμε να σπάσουμε το φράγμα που εμποδίζει τις οικογένειες μας να μονιάσουν εδώ και τόσα χρόνια»

Ο Σέργιος αναστέναξε. Είχε μόλις θυμηθεί πως ο πατέρας του είχε δώσει την εντολή να σκοτώσουν τον πατέρα της Ελένης του. Τόσο καιρό που η σχέση τους είχε μείνει στάσιμη, είχε σταματήσει να το σκέφτεται. Τώρα, όμως; Δεν μπορούσε να βασίσει την γάμο του σε ένα ψέμα! Δεν μπορούσε να κρύψει από την γυναίκα που αγαπούσε ένα τόσο μεγάλο μυστικό!

Δεν κατάφερε να αρθρώσει άλλη λέξη. Δεν μπορούσε. Μόνο την φίλησε. Ξανά και ξανά. Μέχρι που απομακρύνθηκαν μόνο όταν λαχάνιασαν και οι δύο.

«Πάμε σπίτι μας, αγάπη μου!» του είπε και τον τράβηξε από το χέρι

«Αγάπη μου». Μια λέξη τόσο μικρή αλλά με τόσο μεγάλο νόημα. Δεν μπορεί να ειπωθεί τόσο εύκολα από κάποιον. Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα που χτίζεται μέρα με την μέρα. Η αγάπη είναι κάτι ισχυρό και βαθύ. Γι 'αυτό, εξάλλου, ο έρωτας προηγείται της αγάπης.
_________________________________________

Η Ελένη και ο Σέργιος γύρισαν στο σπίτι. Περνούσαν τόσο όμορφα μαζί που δεν τους πέρασε στιγμή από το μυαλό ότι μπορεί να τους έψαχναν οι οικογένειες τους. Η αλήθεια είναι ότι δεν τους ένοιαζε και πολύ. Αυτό που είχε πραγματική σημασία για εκείνους ήταν το τώρα. Και τώρα είχαν κάνει μια καινούρια αρχή. Βρίσκονταν μόνοι τους, σε ένα άδειο σπίτι.

Η Ελένη μπαίνοντας στην κάμαρη της, αναρίγησε. Ήταν μόνη της μαζί του. Δεν ήξερε τι θα μπορούσε να συμβεί από εδώ και πέρα. Της άρεσε, όμως, η αίσθηση του άγνωστου. Του είχε εμπιστοσύνη. Δεν φοβόταν.

Ο Σέργιος την ακολούθησε και αυτός, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
Η Ελένη στεκόταν μπροστά από το κρεβάτι τους. Το κοίταξε. Έπειτα, κοίταξε εκείνον.

Ο Σέργιος την πλησίασε με αργές κινήσεις. Έκλεισε τα χέρια της μέσα στα δικά του και φίλησε την βέρα της. Της χαμογέλασε.

Η Ελένη ήρθε ακόμα πιο κοντά του. Τα δύο σώματα κόλλησαν το ένα δίπλα στο άλλο.

Ο Σέργιος απομακρύνθηκε λίγο. Έβγαλε το σακάκι του και μετά το πουκάμισο του. Η Ελένη τον κοιτούσε, άπραγη. Της άρεσε το κορμί του. Είχε πιάσει τον εαυτό της, πολλές φορές, να τον κρυφοκοιτάζει καθώς άλλαζε.

Ξαφνικά, ένιωσε έναν τρομερό φόβο. Μήπως τώρα ήταν η ώρα να κάνει κάτι εκείνη; Δεν ήξερε! Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Με πολύ νευρικές και γρήγορες κινήσεις, προσπάθησε να λύσει το φερμουάρ του φορέματος της. Δεν τα κατάφερνε.

Ο Σέργιος κατάλαβε την αμηχανία της.

«Ειι, ειι!» της είπε, πλησιάζοντας την

Πήρε τα χέρια της που έτρεμαν και τα φίλησε ξανά. Είχαν γίνει πάγος από την ταραχή της.

«Ηρέμησε! Και μην βιάζεσαι! Εδώ, εμένα, θα κοιτάς στα μάτια! Μου έχεις εμπιστοσύνη;»

Η Ελένη έγνεψε καταφατικά.

Ο Σέργιος τοποθέτησε τα χέρια της στο πρόσωπο του.

Έπειτα, τα δικά του χέρια του κατευθύνθηκαν προς το φερμουάρ. Με πολύ απαλές και αργές κινήσεις κατάφεραν να το κατεβάσουν. Η επόμενη κίνηση ήταν να απαλλαγεί τελείως από τα ρούχα της. Έτσι και έγινε.

Τα χέρια του χάιδεψαν την πλάτη της. Εκείνη ανατρίχιασε. Η ανάσα της έβγαινε αργή και βαριά από το στόμα της. Το ίδιο και η δική του.

Την φίλησε για να πάρει από πάνω της ό,τι την βάραινε ψυχικά. Όλο το τρέμουλο και την αγωνία της πρώτης φοράς.

Ασυναίσθητα, τα χέρια της οδηγήθηκαν στο φανελάκι του. Ήθελε να του το βγάλει και έτσι έκανε. Ήθελε να ξανά δει το στέρνο του που τόσο της άρεσε. Αυτή τη φορά, όμως, χωρίς αναστολές και ενδοιασμούς. Χωρίς να κρυφοκοιτάζει. Τώρα ήτανε δικός της. Μπορούσε να απολαμβάνει την εικόνα του, για όσο επιθυμεί.

Τα χείλη του Σέργιου απομακρύνθηκαν από τα δικά της και έφτασαν μέχρι τον λαιμό της. Την φίλησε και εκεί αργά και απαλά. Η Ελένη, πλέον, έβγαζε μικρούς αναστεναγμούς. Ένα ανεπαίσθητο και ξέπνοο «Αχ» βγήκε από το στόμα της.

Ο Σέργιος καταλαβαίνοντας πως της άρεσε, δυνάμωσε και άλλο το φιλί του. Μόνο που τώρα πια, ήθελε να την απαλλάξει εντελώς από όλα της τα ρούχα.

Έτσι, τα χέρια του χάιδεψαν τους ώμους της, κατεβάζοντας τις τιράντες από το μεσοφόρι της. Μέχρι που έπεσε όλο στο πάτωμα.

Τώρα πια, ήταν γυμνή μπροστά του. Απομακρύνθηκε από κοντά της για να την κοιτάξει.

Δεν πρόλαβε, όμως, να κάνει καμία κίνηση γιατί η Ελένη έπεσε απότομα πάνω του και τον φίλησε με ορμή. Τον τράβηξε πάνω της. Όσο πιο πολύ γινόταν. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του.

Ο Σέργιος δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Την πήρε αγκαλιά και την οδήγησε στο κρεβάτι. Εκείνος έκλεισε το κορμί του πάνω στο δικό της.
Η καρδιά της Ελένης όλη αυτή την ώρα, επιτάχυνε όλο και περισσότερο τον χτύπο της. Ήταν έτοιμη να εκραγεί. Έκαιγε όλο της το κορμί, με έναν τρόπο που αδυνατούσε να εξηγήσει.

Ο Σέργιος την κοίταξε.

«Πες μου πότε θες να σταματήσω!»

«Ποτέ!» του απάντησε ξέπνοα

Άρχισε να την φιλά παντού. Στα χείλη, στον λαιμό, στους ώμους. Μέχρι που έφτασε στο στήθος της.

Η Ελένη απολάμβανε την στιγμή. Έκλεισε τα μάτια της, βαριανασαίνοντας. Όμως, τον τράβηξε προς τα πάνω, μέχρι τα μάτια του να συναντήσουν τα δικά της.

«Είμαι έτοιμη!» του ψιθύρισε

Ο Σέργιος της χαμογέλασε γλυκά. Απαλλάχτηκε και εκείνος από όσα ρούχα τού απέμειναν.

Τα χέρια και το πόδια της Ελένης άνοιξαν για να τον υποδεχτούν. Όλο της το κορμί τον αγκάλιασε.

«Αυτό μπορεί να πονέσει λίγο! Κρατήσου από μένα!» της ψιθύρισε

Η Ελένη έγνεψε καταφατικά και αγκάλιασε την μέση του και τα μπράτσα του ακόμη πιο σφιχτά.

Ο πόνος που προκάλεσε η είσοδος του μέσα της, φάνηκε από τον μορφασμό στο πρόσωπο της.

«Είσαι καλά;» την ρώτησε ανήσυχος

Η Ελένη τον φίλησε και ο Σέργιος πήρε την απάντηση που περίμενε.

Σιγά-σιγά επιτάχυνε τον ρυθμό του. Αυτή τη φορά η Ελένη δεν πονούσε. Αισθάνθηκε να απολαμβάνει αυτό που συνέβαινε μεταξύ τους.

Ο Σέργιος πήρε τα χέρια της, τα τοποθέτησε στο στρώμα και έκλεισε τα δικά του μέσα τους.

«Θέλω να σε αγγίξω...» του είπε λαχανιασμένη

Άφησε τα χέρια της να πέσουν πάνω του, χωρίς να σταματά να την φιλά παντού. Το ίδιο και εκείνη.

«Σέργιε...» είπε ξέπνοα η Ελένη

«Αγάπη μου...» της ψιθύρισε στο αυτί

Αρκετή ώρα αργότερα, ξάπλωσαν και οι δύο αγκαλιά, λαχανιασμένοι και ιδρωμένοι. Η ευχαρίστηση και η γαλήνη ήταν ζωγραφισμένη στα χαμογελαστά τους πρόσωπα.

Τα χέρια τους και τα πόδια τους ενός ήταν μπλεγμένα στο σώμα του άλλου, με έναν περίεργο τρόπο που ούτε εκείνοι μπορούσαν να εξηγήσουν.

«Γιατί μας πήρε τόσο πολύ καιρό, μπορείς να μου πεις;» μίλησε πρώτη η Ελένη

«Τα ωραία πράγματα παίρνουν πολύ καιρό, αγάπη μου!»

Ξέσπασαν και οι δύο σε γέλια.

«Πώς σου φάνηκε;» την ρώτησε

«Πρωτόγνωρο...ένιωσα κάτι που δεν το είχα ξανά νιώσει...κάτι όμορφο»

Ο Σέργιος έσκυψε και την φίλησε. Έπειτα, το βλέμμα του σκοτείνιασε.

«Τι έπαθες;» τον ρώτησε ανήσυχη

«Ξέρω πως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να ξεστομίσω κάτι τέτοιο, αλλά...»

«Αλλά;»

«Θα καταφέρω άραγε ποτέ να βρω τον δρόμο για να κατακτήσω την καρδιά σου;»

«Τι εννοείς;»

«Όλο το χωριό ξέρει ότι την καρδιά σου την έδωσες σε έναν και μοναδικό άντρα. Τον ξάδερφο μου»

«Αυτό είναι αλήθεια. Δεν θα σου πω ψέματα» παραδέχτηκε η Ελένη «Αλλά όπως ακριβώς του έδωσα την καρδιά μου, έτσι και εκείνος μου την επέστρεψε σπασμένη σε χίλια κομμάτια. Όμως, απ' την στιγμή που σε παντρεύτηκα, αυτά τα κομμάτια άρχισαν να ξανά κολλάνε ένα ένα. Και σήμερα η καρδιά μου γιατρεύτηκε πλήρως. Τώρα, λοιπόν, μπορώ να την δώσω σε σένα, ολόκληρη. Αρκεί να μην με πληγώσεις και εσύ!»

«Ποτέ! Στο υπόσχομαι!»

Η Ελένη φίλησε τον ώμο του.

«Σε ευχαριστώ...αγάπη μου!»

«Πώς με είπες;» ρώτησε ο Σέργιος και το πρόσωπο του φωτίστηκε

«Αγάπη μου!» επανέλαβε η Ελένη

«Ξανά πες το!»

«Αγάπη μου, αγάπη μου, αγάπη μου!»

Ο Σέργιος δεν άντεξε. Ένωσε τα χείλη του με τα δικά της.

Η Ελένη τράβηξε όλο του το σώμα πάνω της και τον αγκάλιασε.

Εκείνο το βράδυ κανείς τους δεν κοιμήθηκε. Χαίρονταν τον έρωτας τους, μέχρι που τους πήρε γλυκά ο ύπνος αγκαλιασμένους, αρκετές ώρες μετά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top