5. Η αγκαλιά

Την επόμενη μέρα, ο ήλιος είχε σχεδόν ανατείλει, όταν τελείωσε το γλέντι του γάμου της Ελένης και του Σέργιου. Όλο οι χωριανοί επέστρεψαν στα σπίτια τους και το ίδιο έκαναν και η Δρόσω με την Ασημίνα, ευχόμενες να μην ενοχλήσουν τους μελλόνυμφους.

Όταν μπήκαν στο σπίτι μαζί με την Χαρίκλεια, επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Η Χαρίκλεια χαιρέτησε τα κορίτσια και πήγε να ξεκουραστεί.

«Άντε, Δρόσω! Πάμε και εμείς! Δεν με βαστάν τα πόδια μου!» είπε η Ασημίνα, βγάζοντας τα παπούτσια της

«Μισό λεπτό...» είπε η Δρόσω και κατευθύνθηκε προς την κάμαρη της Ελένης

Έβαλε το αυτί της στην πόρτα και αφουγκράστηκε.

«Δρόσω, τι κάνεις εκεί;» ψιθύρισε η Ασημίνα και την πλησίασε

«Δεν ακούω τίποτα...» απάντησε η μικρή κοπέλα

«Τι λες, Δρόσω; Δεν ντρέπεσαι! Πάμε να κοιμηθούμε!» απάντησε η Ασημίνα εκνευρισμένη.

Έπιασε το χέρι τής μικρής της αδερφής και την απομάκρυνε από την πόρτα.

Η Δρόσω ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Την πήρε αμέσως ο ύπνος. Ονειρεύτηκε το ένα και μοναδικό πράγμα που λαχταρούσε η καρδούλα της. Να ερωτευτεί. Να αγαπήσει δυνατά ένα παλικάρι και να το παντρευτεί. Να μπορέσει να ζήσει και εκείνη την πρώτη νύχτα του γάμου της. Να κάνει πολλά παιδιά και να ζήσει ευτυχισμένη. Μακριά, όμως, από το χωριό της. Ήθελε να φύγει. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της, ένιωθε τον τόπο της να την πνίγει. Το Διαφάνι είχε πολλές απαιτήσεις από εκείνη και η Δρόσω δεν άντεχε να τις αντιμετωπίσει όλες.

Η Ασημίνα, απ' την άλλη, δεν κατάφερε να κοιμηθεί ούτε για μια στιγμή. Σκεφτόταν τον Νικηφόρο. Τους χορούς τους το προηγούμενο βράδυ και τα βλέμματα που της έριχνε. Τα κλεφτά φιλιά τους στα απομονωμένα μέρη του χωριού, εκεί που δεν μπορούσε να τους δει κανείς. Εκεί που ο έρωτας τους ζούσε ελεύθερος. Χαιρόταν για την Λενιώ της, αλλά ήξερε ότι εφόσον παντρεύτηκε τον Σέργιο, εκείνη και ο Νικηφόρος δεν θα είχαν κανένα μέλλον μαζί. Η εκκλησία δεν θα τους επέτρεπε να παντρευτούν. Ωστόσο, ο Νικηφόρος τής είχε υποσχεθεί ότι θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να την κάνει γυναίκα του.
_________________________________________

Λίγες ώρες αργότερα, η Ελένη ξύπνησε απότομα, καθώς ένιωθε το κεφάλι της βαρύ από την μέθη της προηγούμενης νύχτας. Άνοιξε τα μάτια της και αυτό που αντίκρισε την ξάφνιασε. Είχε κουρνιάσει όλο της το σώμα πάνω σε εκείνο του Σέργιου, ο οποίος κοιμόταν ανάσκελά, με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω της. Τα δικά της χέρια ήταν τυλιγμένα γύρω από την μέση του, ενώ τα πόδια της είχαν μπλεχτεί με τα δικά του. Θα είχαν αγκαλιαστεί μέσα στον ύπνο τους και δεν θα το είχαν πάρε είδηση.

Δεν μπορούσε, όμως, να μην παραδεχτεί στον εαυτό της ότι ήταν ο πιο γαλήνιος ύπνος που είχε κάνει ποτέ. Ένιωσε την προστασία που της πρόσφερε η αγκαλιά του και γι' αυτό την είχε εκμεταλλευτεί.

Εκείνη την στιγμή, αισθάνθηκε ένα πολύ περίεργο συναίσθημα. Έκανε να απομακρυνθεί από πάνω του, όμως, κάτι την τραβούσε να μείνει. Σαν να μην ήθελε να τον αποχωριστεί. Σαν να ήταν πάνω από τις δυνάμεις της να φύγει από την αγκαλιά του. Ωστόσο, το έκανε. Το έκανε, πριν προλάβει ο Σέργιος να ξυπνήσει τους δει.

Γύρισε από την άλλη πλευρά, μα δεν της κολλούσε ύπνος. Αποφάσισε, λοιπόν, να σηκωθεί. Είχε ακούσει ήδη τα κορίτσια που είχαν ξυπνήσει και πήγε να πιει έναν καφέ μπας και συνέλθει από τον πονοκέφαλο που την τυραννούσε εδώ και κάποια ώρα.

«Καλημέρα, Λενιώ μου» την χαιρέτησε η Ασημίνα μόλις την είδε

«Καλημέρα στην νυφούλα μας!» είπε η Δρόσω και ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της «Πώς τα περάσαμε εχτές;»

«Μεθύσαμε και τώρα έχουμε πονοκέφαλο!» απάντησε η Ελένη τρίβοντας το μέτωπο της

«Όχι δεν εννοώ αυτό...» είπε συνωμοτικά η Δρόσω

Κοίταξε να δει που βρισκόταν η Χαρίκλεια, για να μην τις ακούσει

«Μετά το γλέντι...τι έγινε;»

Η Ελένη κατάλαβε αμέσως για ποιο πράγμα ζητούσε να μάθει η αδερφή της.

«Δρόσω, τι είναι αυτά; Τι ρωτάς την αδερφή μας;» την μάλωσε η Ασημίνα

«Δεν πειράζει...Άστην...»

Η Ελένη χαμογέλασε στην Δρόσω.

Αφού δεν είχε συμβεί τίποτα μεταξύ τους, τι να της έλεγε; Δεν ήξερε τι να απαντήσει! Αρκέστηκε στο να της πει απλά

«Ήταν...ιδιαίτερα...»

Έπειτα χαμήλωσε το βλέμμα της. Κοίταζε το φλιτζάνι της με τον καφέ. Σαν ξαφνικά το σκουρόχρωμο αυτό υγρό να απέκτησε μεγάλο ενδιαφέρον.

«Ο Σέργιος ακόμα κοιμάται;» ρώτησε η Ασημίνα

Η Ελένη έγνεψε καταφατικά. Κοίταξε το ρολόι της. Είχε πάει ήδη έντεκα. Έπρεπε και εκείνη και ο Σέργιος να πάνε στα χωράφια. Αποφάσισε να πάει στην κάμαρη τους και να τον ξυπνήσει.

Όταν μπήκε μέσα, το θέαμα που αντίκρισε την έκανε να χαμογελάσει. Ο Σέργιος κοιμόταν και ένα απαλό μειδίαμα ήταν σχηματισμένο στο πρόσωπο του. «Μάλλον βλέπει κάποιο όμορφο όνειρο», σκέφτηκε η Ελένη.

Τον πλησίασε και γονάτισε μπροστά στο κρεβάτι. Το πρόσωπο της βρισκόταν πάνω από το δικό του. Δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να τον ξυπνήσει.

Για μια στιγμή τής πέρασε από το μυαλό να του χαϊδέψει τα μαλλιά. Ήταν ανακατεμένα. Κάποιες τούφες ακουμπούσαν στο μαξιλάρι, ενώ κάποιες άλλες, πιο ατίθασες, τού έκρυβαν τα μάτια.

Η Ελένη απομάκρυνε τα καστανά μαλλιά του από το πρόσωπο του. Ύστερα, χάιδεψε όσο πιο απαλά μπορούσε το κεφάλι του. Εκείνος σαν να κατάλαβε το άγγιγμα της, άρχισε αμέσως να σαλεύει. Άνοιξε τα μάτια του και το βλέμμα του συνάντησε το δικό της.

«Καλημέρα» του είπε τρυφερά

«Καλημέρα» ψιθύρισε εκείνος

«Πώς κοιμήθηκες;» τον ρώτησε

«Πολύ καλά, εσύ;»

«Και εγώ. Ήσυχα»

Η κουβέντα τους ήταν τόσο γελοία που τους ήρθε να βάλουν τα γέλια. Συζητούσαν τόσο αδιάφορα, σαν να είναι δύο καλοί φίλοι. Η αμηχανία κυριαρχούσε μεταξύ τους.

Έπειτα, ο Σέργιος σηκώθηκε. Απάλλαξε τον εαυτό του από το φανελάκι που φορούσε και άνοιξε την ντουλάπα για να βάλει ένα καθαρό πουκάμισο.

Η Ελένη είχε γυρισμένη την πλάτη της, καθώς έψαχνε να φορέσει στον λαιμό της τον χρυσό της σταυρό. Όταν έστρεψε το βλέμμα της προς το μέρος του, τον είδε ημίγυμνο. Μια ανατριχίλα την διαπέρασε. Δεν τον είχε δει ποτέ έτσι. Οι μύες στα μπράτσα και στην πλάτη του, μαρτυρούσαν την δουλειά που είχε ρίξει όλα αυτά τα χρόνια στα χωράφια. Έμεινε να τον χαζεύει με ανοιχτό το στόμα. Θυμήθηκε εκείνο το πρωί που ξύπνησε στην αγκαλιά του και αισθάνθηκε μια ρίγη.

«Πρέπει να φύγω για τα χωράφια. Έχω αργήσει πολύ!» τόνισε ο Σέργιος, καθώς κούμπωνε το πράσινο πουκάμισο του

«Νηστικός θα πας; Βάλε κάτι στο στόμα σου πρώτα!» τον συμβούλεψε η Ελένη

«Μπα, δεν θέλω. Θα τα πούμε το μεσημέρι!»

Ο Σέργιος άνοιξε την πόρτα και έφυγε βιαστικά. Η Ελένη κατάλαβε. Τον είχε κάνει να νιώσει περιττός. Σαν η παρουσία του να της ήταν ενοχλητική. Δάκρυα ήρθαν να πνίξουν τα μάτια της. Τα άφησε να τρέξουν. Έτσι και αλλιώς, τα κρατούσε εδώ και μέρες.

Το βλέμμα της οδηγήθηκε ακουσίως στην βέρα της. Έπαιξε λίγο μαζί της. Το δεξί της χέρι έλαμπε, με αυτήν την χρυσή πανσέληνο στολισμένη γύρω του. Για μια στιγμή χαμογέλασε. Σκέφτηκε τον γάμο της. Το όμορφο νυφικό της, που τώρα στόλιζε το εξωτερικό φύλλο της ντουλάπας της, τον Σέργιο στο πλάι της την ώρα του μυστηρίου. Ήταν τόσο όμορφος μέσα στο κατάμαυρο, γαμπριάτικο κουστούμι του. «Όμορφος σαν άγγελος», σκέφτηκε.

Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα, την έβγαλε από τις σκέψεις της.

«Ελένη, Ασημίνα, Δρόσω, ανοίξτε!»

Η φωνή ήταν αντρική. Την αναγνώρισε αμέσως. Ήταν του Νικηφόρου.

Η Χαρίκλεια έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. Η Ελένη βγήκε από την κάμαρη της, φοβισμένη.

«Είναι εδώ ο Σέργιος;» ρώτησε λαχανιασμένος ο Νικηφόρος

«Όχι, πριν λίγο έφυγε για τα χωράφια! Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Ελένη

«Ο Κωνσταντής...βρέθηκε πριν από λίγο...νεκρός!»

Οι τρεις αδερφές γούρλωσαν τα μάτια τους και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Πού;» ρώτησε η Ασημίνα

«Τον είχαν πετάξει σε έναν γκρεμό, λίγο έξω από το χωριό. Τον βρήκε κατά λάθος ένας βοσκός, που περνούσε από εκεί»

Η φωνή του Νικηφόρου είχε αρχίσει να σπάει. Τα μάτια του ήταν υγρά και τώρα πια δάκρυα έτρεχαν από αυτά.
_________________________________________

Το νέο για τον θάνατο του Κωνσταντή Σεβαστού κυκλοφόρησε μεμιάς στο Διαφάνι. Η χαρά από τον γάμο της προηγούμενης μέρας, εξαφανίστηκε. Οι κάτοικοι μαυροφορέθηκαν για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες.

Όταν ο Σέργιος έμαθε τα νέα, έτρεξε αμέσως στο πατρικό του. Εκεί βρήκε την μητέρα του και την αδερφή του να κλαίνε ασταμάτητα πάνω από το άψυχο κορμί του νεαρού άντρα, ενώ ο Νικηφόρος στήριζε τον πατέρα τους, ο οποίος είχε καταρρεύσει. Ο Δούκας ούρλιαζε σαν πληγωμένο σκυλί. Θρηνούσε για τον γιο του που χάθηκε. Ήξερε, όμως, καλά ότι η μοίρα τού ξεπλήρωσε αυτό που είχε κάνει. Το πλήρωμα του χρόνου είχε φτάσει. Είχε πάρει και εκείνος μια αθώα ψυχή και τώρα ο Θεός τον τιμωρούσε, στερώντας του τον γιο του.

Η κηδεία πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο πέθανε το παλικαράκι. Ο ιατροδικαστής που εξέτασε το πτώμα είπε πως δεν υπήρχαν σημάδια πάλης, οπότε το πιθανότερο ήταν να έπεσε μόνος του στον γκρεμό, εφόσον ήταν και αρκετά μεθυσμένος. Φυσικά, η Μυρσίνη δεν πίστεψε λέξη από όλα αυτά. Ένιωθε βαθιά μέσα της πως κάποιος είχε σπρώξει τον γιο της στον γκρεμό. Το έλεγε και το ξανά έλεγε στον Δούκα, αλλά εκείνος ήταν αδύναμος να την ακούσει.

Το βράδυ της κηδείας, όταν οι τρεις αδερφές και ο Σέργιος επέστρεψαν στο σπίτι τους, εκείνος κλείστηκε κατευθείαν στην κάμαρη του.

«Ούτε ένα δάκρυ δεν έριξε» είπε η Δρόσω κάνοντας ένα νόημα με το κεφάλι της

Αναφερόταν, φυσικά, στον Σέργιο.

«Οι άντρες δεν κλαίνε, Δρόσω» επισήμανε η Ασημίνα

«Γιατί; Ο Νικηφόρος πώς έκλαψε;» ρώτησε η μικρή

«Δεν εκφράζει εύκολα τα συναισθήματα του. Όλοι τον έχουν για σκληρό και αμείλικτο. Αυτή την εικόνα ήθελε να διατηρήσει και σήμερα» εξήγησε η Ελένη με το βλέμμα της να κοιτάζει το κενό

«Τι συμφορά και αυτή! Αντί να χαίρεστε τον γάμο σας, τρέχαμε σε κηδείες!» συνειδητοποίησε η Ασημίνα

Η Ελένη δεν απάντησε. Καληνύχτισε μόνο τις αδερφές της και μπήκε στην κάμαρη της, με προσοχή μην ξυπνήσει τον Σέργιο.

Εκείνος, όμως, δεν κοιμόταν. Καθόταν στο κρεβάτι, κοιτούσε μια φωτογραφία και έκλαιγε. Μόλις είδε την Ελένη να μπαίνει στο δωμάτιο, σκούπισε γρήγορα γρήγορα τα δάκρυα του, για να μην τον δει έτσι.

«Τι βλέπεις εκεί;» τον ρώτησε καθώς έβαζε το νυχτικό της

«Μια φωτογραφία με τα αδέρφια μου. Είμαστε όλοι μαζί στο Παρίσι, στο σπίτι της θείας μου της Αννέτ» εξήγησε ο Σέργιος και της έδειξε την φωτογραφία

«Ααα ναι, βέβαια! Η αδερφή του πατέρα σου που παντρεύτηκε εκείνον τον Γάλλο διπλωμάτη και μετακόμισε μόνιμα στο Παρίσι! Την θυμάμαι που ερχόταν τα καλοκαίρια στο χωριό!»

«Αυτή, ναι! Ο άντρας της πέθανε πέρσι την άνοιξη. Ήθελε να γυρίσει στο χωριό, αλλά έχει συνηθίσει τόσο την ζωή στην Γαλλία, που δεν λέει να την αποχωριστεί!»

«Εεε βέβαια! Τι να φτουρήσει το Παρίσι, μπροστά στο ξακουστό Διαφάνι!» είπε η Ελένη ειρωνικά

Ο Σέργιος ξέσπασε σε γέλια.

Πρώτη φορά τον έβλεπε να γελάει. Το γέλιο τον έκανε ακόμη πιο όμορφο. Ήταν σαν στολίδι πάνω στο πρόσωπο του.

«Έκλαιγες, έτσι;» τον ρώτησε αμήχανα

«Τι;» αποκρίθηκε εκείνος, κάνοντας δήθεν ότι δεν την άκουσε

«Όταν μπήκα στο δωμάτιο και σε είδα να κοιτάς την φωτογραφία, έκλαιγες!»

Ο Σέργιος έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος της. Καθόταν δίπλα του στο κρεβάτι, φορώντας ένα κατάλευκο, μεταξωτό νυχτικό που της πήγαινε πολύ.

«Τον αγαπούσα πολύ τον Κωνσταντή! Όταν ο Νικηφόρος έφυγε και πήγε να μείνει με την θεία Αννέτ στο Παρίσι, ο Κωνσταντής ήταν ο μόνος που μου είχε μείνει. Είχαμε, βέβαια, και την Πηνελόπη, αλλά με τον Κωνσταντή ήταν αλλιώτικα. Όλη την μέρα την περνούσαμε μαζί. Παίζαμε, δουλεύαμε στα χωράφια, κάναμε σκανταλιές!»

Ο Σέργιος άρχισε να της διηγείται ιστορίες από την παιδική τους ηλικία με τον Κωνσταντή. Για μερικά λεπτά, έγινε ξανά παιδί. Μιλούσε με τέτοια αγάπη για τον αδερφό του, που η Ελένη ήταν σίγουρη ότι τον αγαπούσε περισσότερο από όλους. Τον άκουγε να μιλάει και ένα χαμόγελο ήρθε να σχηματιστεί στα χείλη της.

Η Ελένη τον παρατηρούσε όσο μίλαγε. Κατάλαβε ότι ήθελε να ξανά κλάψει, αλλά ντρεπόταν. Τα δάκρυα που προσπαθούσε τόση ώρα να πνίξει, είχαν κοκκινίσει τα μάτια του. Τότε εκείνη έβαλε το χέρι της στο μάγουλο του και το χάιδεψε.

«Άστα να τρέξουν, Σέργιε» του είπε «Εδώ δεν μας βλέπει κανείς! Είμαστε οι δυο μας!»

Ο Σέργιος με μια απότομη κίνηση έπεσε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει γοερά. Ήταν τόσο αυτόματη αυτή του η κίνηση, που θα μπορούσε κάποιος να πει ότι την σχεδίαζε εδώ και ώρα.

Τύλιξε τα χέρια του γύρω της, ενώ εκείνη τού χάιδευε στοργικά πότε τα μαλλιά, πότε το πρόσωπο, σκουπίζοντας του τα δάκρυα.

Εκείνη την δεύτερη νύχτα της κοινής τους πορείας ως ανδρόγυνο, ο Σέργιος ήταν αυτός που αποκοιμήθηκε γαλήνια στην αγκαλιά της, οδηγούμενος σε έναν ανάλαφρο ύπνο που είχε πολύ ανάγκη.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top