4. Ο γάμος

«Σέργιε, τι είναι αυτά που λες; Τι ασυναρτησίες είναι αυτές;» ρώτησε η Ελένη ξαφνιασμένη

«Ασυναρτησίες σού φαίνονται εσένα τα συναισθήματα μου; Πόσο λίγο με ξέρεις;» μονολόγησε

«Είμαι σίγουρη ότι όλα αυτά τα όμορφα λόγια, αυτές οι υποσχέσεις και φυσικά η πρόταση σου είναι γιατί θέλετε σώνει και ντε τα χωράφια μου...»

Ο Σέργιος την διέκοψε

«Τελικά όντως με ξέρεις πολύ λίγο!» συνειδητοποίησε «Τίποτα δεν θέλω, Λενιώ. Ούτε προίκες, ούτε χωράφια, ούτε τίποτα. Μόνο εσένα θέλω! Εσένα και τίποτα άλλο!»

«Άσε τα σάπια, Σεβαστέ και δεν με ρίχνεις με τις μαλαγανιές σου! Έμαθα να μην πιστεύω στα λόγια των αντρών!» αποκρίθηκε εκνευρισμένη η Ελένη

Την πλησίασε και έπιασε τους ώμους της.

«Πόσο πολύ σε κατέστρεψε αυτό το κάθαρμα, πες μου πόσο;»

«Δεν έχεις το δικαίωμα να τον πιάνεις στο στόμα σου, μ' ακούς;» του φώναξε η Ελένη

«Τόσο πολύ σε πλήγωσε, Λενιώ μου...» συνειδητοποίησε

Τα πρόσωπα τους βρίσκονταν πολύ κοντά. Η Ελένη ένιωθε τα χέρια του να τρέμουν όσο την άγγιζαν. Της είχαν κοπεί τα πόδια. Τι ήταν όλα αυτά που της έλεγε; Τα εννοούσε; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι!

«Και εσένα τι σε βάλαμε ε; Γιατρό για να μου κλείσεις τις πληγές;»

Ο Σέργιος την ελευθέρωσε από το άγγιγμα του, με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο βλέμμα του. Ένιωσε την καρδιά του να σπάει. Τελικά, ο Λάμπρος τής είχε κάνει πολύ μεγαλύτερο κακό από όσο είχε φανταστεί. Είχε χάσει την εμπιστοσύνη της στους ανθρώπους. Τα πράσινα του μάτια σκοτείνιασαν. Την κοιτούσαν δυστυχισμένα.

Η Ελένη κατάλαβε αμέσως τι είχε κάνει. Η καρδιά του ήταν έτοιμη να ανοίξει όπως το μπουμπούκι από ένα τριαντάφυλλο όταν ανθίζει μόλις μπει η άνοιξη. Ήταν έτοιμος να της χαρίσει ό,τι αποζητούσε. Ησυχία, ασφάλεια και οικογένεια. Μετάνιωσε για όσα του είπε. Μετάνιωσε αληθινά.

Σκέφτηκε όλες τις φορές που είχαν συναντηθεί τον τελευταίο καιρό. Πάντα βρισκόταν δίπλα της για να την βοηθήσει, να την στηρίξει, να την υπερασπιστεί και να την προστατέψει. Και τώρα είχε καταφέρει να την γλιτώσει από ένα μεγάλο κακό. Ίσως το μεγαλύτερο που θα μπορούσε να της είχε συμβεί.

Είχε κάνει λάθος. Ένα τεράστιο λάθος. Ήταν διαφορετικός από τους υπόλοιπους Σεβαστούς. Ακόμα και από τον Λάμπρο.

Ο Σέργιος έκανε να φύγει.

«Περίμενε!»

Αυτή τη λέξη την είχε ξανά ακούσει από το στόμα της. Γύρισε και την κοίταξε.

«Όλα όσα μου είπες τα πιστεύεις;» τον ρώτησε ξερά

«Ναι»

Σιωπή.

«Σε παρακαλώ, μην με πληγώσεις και εσύ...»

«Ποτέ, Ελένη!» την διαβεβαίωσε «Και να είσαι σίγουρη, ποτέ δεν πρόκειται να γίνει κάτι χωρίς να το θες εσύ πραγματικά!»

Η Ελένη έσκυψε το κεφάλι.

«Αυτός ο γάμος γίνεται για να μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια, ξέροντας πως είσαι καλά»

«Γιατί ανησυχείς τόσο για την ασφάλεια μου;» ρώτησε ξαφνιασμένη η Ελένη

«Θα 'χω τους λόγους μου....» ψιθύρισε ο Σέργιος

Γνώριζε καλά τον πατέρα του. Ήξερε πως ήταν διατεθειμένος να ξανά φτάσει στα άκρα για να πάρει αυτό που θέλει. Αυτή την φορά, όμως, η Ελένη δεν θα ήταν μόνη, θα είχε εκείνον στο πλευρό της.

«Τότε, ναι! Δέχομαι να σε παντρευτώ!» είπε αποφασισμένη η Ελένη

«Το εννοείς;» ρώτησε ο Σέργιος μην μπορώντας να πιστέψει στα αυτιά του

Η Ελένη κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

Ήθελε να την σφίξει στην αγκαλιά του, μα δεν το έκανε. Οι πληγές στο σώμα της και στην ψυχή της ήταν ακόμη ανοιχτές και εκείνος έπρεπε να τις κλείσει μία προς μία. Μπορεί στην αρχή οι σχέσεις τους να ήταν τεταμένες και εχθρικές, όμως τώρα θα έχτιζαν μια κοινή ζωή μαζί, από την αρχή.
_________________________________________

Το χαρμόσυνο νέο των γάμων του Σέργιου Σεβαστού με την Ελένη Σταμίρη ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στο χωριό. Όλοι οι χωριανοί ενθουσιάστηκαν, καθώς οι δύο αυτές οικογένειες στήριζαν την οικονομία του Διαφανίου. Τώρα θα ένωναν τις δυνάμεις τους και από εδώ και πέρα τα πράγματα θα ήταν πιο ήρεμα.

«Αποκλείεται! Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό! Πες μου ότι μας κάνεις πλάκα;» έλεγε και ξανά έλεγε η Μυρσίνη εκνευρισμένη

«Όχι μητέρα. Δεν σας κάνω πλάκα! Ζήτησα από την Ελένη να με παντρευτεί και εκείνη δέχτηκε!» τόνισε ο Σέργιος

«Άστον, Μυρσίνη τον γιο μας. Ξέρει τι κάνει!» επενέβη ο Δούκας και έκλεισε συνωμοτικά το μάτι στον Σέργιο

«Είναι δυνατόν να συμφωνείς, Δούκα; Θα δέσει την ζωή του με αυτήν την...την χωριάτισσα και εσύ μένεις ατάραχος;»

«Δεν είναι καθόλου χωριάτισσα η κοπέλα, Μυρσίνη. Έχει μεγάλη προίκα και ως πρωτότοκη της ανήκει μεγάλο μέρος της περιουσίας τους»

Η Μυρσίνη έφυγε από το γραφείο, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της.

Ο Σέργιος ήταν σίγουρος για την αντίδραση της. Ήξερε πως δεν ήθελε να πάρει κοπέλα από το χωριό και μάλιστα μια Σταμίρενα. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Εκείνος είχε πάρει τις αποφάσεις του.

«Εύγε, γιε μου! Πάντα πίστευα σε σένα! Ήξερα πως εσύ θα έβρισκες την λύση στο πρόβλημα μας!»

«Ποιο πρόβλημα πατέρα, τι λες;»

«Για τον γάμο σου με την Σταμίρη, λέω! Έξυπνο το κόλπο. Να την στεφανωθείς και να πάρεις προίκα τα χωράφια που θέλουμε!»

Ο Σέργιος χτύπησε τα χέρια του στο γραφείο και με σοβαρό ύφος του απάντησε

«Κάτι τέτοια βρώμικα κόλπα, τα κάνεις εσύ και το τσιράκι σου, ο Μελέτης. Εγώ την Ελένη την παίρνω επειδή την αγαπάω. Και αν θες να ξέρεις, δεν της ζήτησα καν προίκα. Της είπα ότι δεν θέλω τίποτα!»

Για το συμβάν με τον Μελέτη, η Ελένη τον είχε ξορκίσει να μην πει τίποτα σε κανέναν. Σεβάστηκε την απόφαση της και συμφώνησαν να μην το συζητήσουν ποτέ ξανά.

«Τι πράγμα;»

Ο Δούκας σηκώθηκε από την καρέκλα του έξαλλος.

Άλλη φράση δεν πρόλαβε να αρθρώσει. Ο Σέργιος είχε ήδη ανοίξει την πόρτα και είχε φύγει.
_________________________________________

Απ' την άλλη, στο σπίτι των αδερφών Σταμίρη επικρατούσε η χαρά. Η Δρόσω ήταν κατενθουσιασμένη που η Λενούλα της θα παντρευόταν. Την φίλησε και την αγκάλιασε σφιχτά, με δάκρυα στα μάτια. Πάντα την είχε έννοια την μεγάλη της αδερφή. Ήξερε τον καημό της για τον Λάμπρο και πόσο την είχε πληγώσει.

Η Ασημίνα, όμως, φαινόταν κάπως διστακτική. Πρώτον, γιατί οι δύο οικογένειες είχαν πάντα κάποιες κόντρες και δεύτερον, γιατί αυτός ο γάμος ανέτρεπε όλα της τα σχέδια με τον Νικηφόρο. Τα αδέρφια τους θα παντρεύονταν. Εκείνοι;

«Λενιώ, αύριο πρωί πρωί να πάμε στη Ουρανία να δούμε για νυφικό! Δεν θα προλάβουμε! Σε 2 βδομάδες είναι ο γάμος!» είπε χαμογελαστή η Δρόσω

«Καλά, θα δούμε! Κάτσε να φάμε τώρα!» απάντησε ξερά η Ελένη

Η Χαρίκλεια είχε αρχίσει να σερβίρει το φαγητό.

«Η ώρα η καλή, Λενιώ μου! Εύχομαι η ζωή σου να είναι όπως την έχεις ονειρευτεί!»

«Σε ευχαριστώ πολύ, Χαρίκλεια μου!»

«Είσαι σίγουρη, όμως, για αυτό που πας να κάνεις;»

Το βλέμμα της οικιακής βοηθού έπεσε εξεταστικό πάνω στην Ελένη. Από όλους μπορούσε να κρυφτεί. Από την Χαρίκλεια, όμως, όχι. Την ήξερε από τότε που γεννήθηκε. Δεν μπορούσε να της κρυφτεί.

«Ναι, είμαι σίγουρη!» απάντησε η Ελένη με σκυμμένο το κεφάλι

Η Χαρίκλεια κατάλαβε αμέσως από το βλέμμα της κοπέλας ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν ήταν ύφος γυναίκας που ετοιμάζεται να παντρευτεί αυτόν που αγαπά. Κάτι μελαγχολικό κυριαρχούσε στο πρόσωπο της.
_________________________________________

Οι επόμενες δύο βδομάδες πέρασαν σαν νερό για όλους εκτός από την Ελένη και τον Σέργιο. Για εκείνους ο χρόνος σταμάτησε την ημέρα της πρότασης γάμου. Οι επόμενες βδομάδες κύλησαν βασανιστικά αργά.

Δεν συναντήθηκαν καθόλου. Δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα. Ούτε ένα βλέμμα. Μόνο για τις ετοιμασίες του γάμου συζητούσαν. Η Ελένη δεν είχε όρεξη να ασχοληθεί με μπομπονιέρες, νυφικά, στέφανα και βέρες. Τα είχαν αναλάβει όλα οι αδερφές της μαζί με την Πηνελόπη.

Η Μυρσίνη απαίτησε να οργανώσει εκείνη τον γάμο. Μπορεί η νύφη που έπαιρνε ο γιος της να μην ήταν από αριστοκρατική οικογένεια, ήθελε, όμως, να είναι όλα στην εντέλεια για τον κανακάρη της. Εξάλλου, είχε μεγάλη αδυναμία στον πρωτότοκο γιο της και δεν το έκρυβε.

Η ημέρα του γάμου είχε φτάσει. Όλες οι γυναίκες και τα κορίτσια τού χωριού μαζεύτηκαν στο αρχοντικό του Σταμίρη για να ετοιμάσουν την νύφη. Πάντα ένας γάμος αποτελούσε μεγάλη χαρά και ευτυχία για εκείνο τον μικρό τόπο.

Η νύφη ντύθηκε στα άσπρα, με την συνοδεία του παραδοσιακού νυφιάτικου τραγουδιού

«Ντύσου, στολίσου, λυγερή
Ντύσου, στολίσου, κόρη...»

Η Ελένη όλη αυτή την ώρα έμενε αμίλητη. Κοιτούσε το απόλυτο κενό. Δεν σκεφτόταν κάτι συγκεκριμένο. Είχε αδειάσει το μυαλό της από σκέψεις που την βασάνιζαν. Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί και να συνειδητοποιήσει τι επρόκειτο να συμβεί.

Το ίδιο ακριβώς και ο Σέργιος. Προσπαθούσε να δείχνει χαρούμενος, μα δεν τα κατάφερνε. Ο γάμος αυτός ήταν κάτι που ήθελε πολύ, ωστόσο, ποτέ δεν θα κατάφερνε να κάνει την Ελένη πραγματικά δική του. Και αυτό τού έτρωγε τα σωθικά.

Μετά τον γάμο ακολούθησε, όπως ήταν αναμενόμενο, το γλέντι στη πλατεία του χωριού. Είχαν στηθεί τραπέζια. Ορχήστρα έπαιζε συνεχώς, ενώ τα φαγητά και το κρασί έρεαν άφθονα. Όλο το χωρίο έπινε, χόρευε και ευχόταν στο νέο ζευγάρι βίο ανθόσπαρτο.

Όταν επιτέλους χόρεψαν οι νεόνυμφοι, όλοι τούς κοιτούσαν με καμάρι. Ένα τεράστιο χαμόγελο ήταν σχηματισμένο στα πρόσωπα όλων. Ο Νικηφόρος ζήτησε από την Ασημίνα να χορέψουν. Εκείνη δέχτηκε. Τα βλέμματα τους ήταν γεμάτα απογοήτευση. Απ' την άλλη, η Δρόσω είχε φουσκώσει από ευτυχία για τις αδερφές της που χόρευαν με τους δύο νεαρούς Σεβαστούς.

Το γλέντι κράτησε αρκετές ώρες. Οι περισσότεροι είχαν ζαλιστεί από το πολύ κρασί. Ακόμη και η Ελένη. Για πρώτη φορά στην ζωή της είχε πιει τόσο, ώστε να μην καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω της. Επίτηδες το έκανε, σκεπτόμενη τι θα επακολουθούσε μετά το γλέντι, όταν θα γύριζαν με τον Σέργιο στο σπίτι τους. Ωστόσο, ο Σέργιος δεν είχε βάλει ούτε γουλιά κρασί στο στόμα του. Ήθελε να έχει την αυτοκυριαρχία του. Έβλεπε την Ελένη που γέμιζε το ένα ποτήρι μετά το άλλο και η θλίψη είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο του. Δεν τον ήθελε και το γνώριζε καλά.

«Ααα ρε τυχεράκια...» άκουσε την φωνή του Κωνσταντή από πίσω του

Ήρθε και τον χτύπησε απαλά στην πλάτη.

«Ποιος την χάρη σου σήμερα! Πρώτη νύχτα γάμου! Θα το γλεντήσετε!»

Είχε μεθύσει για τα καλά. Βρώμαγε αλκοόλ από χιλιόμετρα.

Ο Μελέτης δεν είχε έρθει στον γάμο. Ο Σέργιος τον είχε διατάξει να μην εμφανιστεί καθόλου, αλλιώς θα του έκοβε τα πόδια.

Η ώρα είχε φτάσει τρεις το ξημέρωμα. Το γλέντι συνεχιζόταν. Τα κλαρίνα και τα βιολιά έπαιζαν ασταμάτητα. Η Ελένη είχε σωριαστεί σε μια καρέκλα μακριά από τον Σέργιο. Είχε μεθύσει και εκείνη πολύ και πλέον τα πόδια της δεν την βαστούσαν.

Ο παπά-Γρηγόρης έκανε νόημα στον Σέργιο ότι θέλει να του μιλήσει. Ο Σέργιος τον πλησίασε.

«Η γυναίκα σου φαίνεται κουρασμένη, τέκνο μου. Πάρε την και φύγετε»

Και έτσι με την ευχή του παπά, οι καλεσμένοι αποχαιρέτησαν τους νεόνυμφους, με ένα πονηρό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα πρόσωπα τους, και εκείνοι κίνησαν για το σπίτι της Ελένης. Θα έμεναν προσωρινά εκεί, μέχρι να βρουν έναν δικό τους χώρο.

Η Δρόσω και η Ασημίνα θα έμεναν στο γλέντι μέχρι να τελειώσει. Όφειλαν να τους αφήσουν μόνους τους να χαρούν τον έρωτα τους, όπως είχε τονίσει η Δρόσω.
_________________________________________

Ο Σέργιος άνοιξε τη πόρτα του σπιτιού και έκανε νόημα στην Ελένη να μπει πρώτη μέσα. Εκείνη, όμως, σκόνταψε και πήγε να πέσει. Ευτυχώς πρόλαβε και την έπιασε από την μέση πριν σωριαστεί.

«Έχεις πιει πολύ» της είπε

Η Ελένη έκατσε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά της. Κοίταξε γύρω γύρω το σπίτι της. Ήταν όλο στολισμένο στα λευκά. Άσπρες κουρτίνες, άσπρο τραπεζομάντηλο, ενώ πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα βαθύ πιάτο με αμέτρητα κουφέτα μέσα.

«Να σου κάνω έναν καφέ να συνέλθεις;» την ρώτησε

Εκείνη έγνεψε αρνητικά.

Σηκώθηκε από την καρέκλα της, τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στην κάμαρη τους. Ουσιαστικά, ήταν το δωμάτιο της, στο οποίο τώρα είχε τοποθετηθεί ένα διπλό κρεβάτι και είχε στολιστεί αναλόγως για την περίσταση.

«Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει» ψιθύρισε στον εαυτό της για να πάρει κουράγιο

Έκλεισε την πόρτα πίσω της και τον πλησίασε.

Εκείνος την κοιτούσε άφωνος. Το πρόσωπο της ήταν σκοτεινό, το βλέμμα της καθηλωμένο στο πάτωμα. Είχε αποδειχτεί την μοίρα της. Θα πλάγιαζε μαζί του, μόνο επειδή έπρεπε. Ήταν σαν ένα πρόβατο που το πήγαιναν στη σφαγή.

Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Μέθυσε ακόμα περισσότερο. Ήταν πράσινα. Σαν δύο κυπαρίσσια.

Τα χέρια της κατευθύνθηκαν στο παντελόνι του για να το ξεκουμπώσουν.

Ο Σέργιος την σταμάτησε.

«Τι κάνεις;»

«Αυτό που πρέπει!»

«Όχι, Ελένη. Σταμάτα!» είπε και απομακρύνθηκε από κοντά της «Σου υποσχέθηκα ότι δεν θα γίνει τίποτα που να μην το θέλεις εσύ πραγματικά. Σκοπεύω να τηρήσω αυτόν τον όρκο που σου έδωσα»

Η Ελένη τον κοιτούσε υπνωτισμένη.
Εκείνος άλλαξε ρούχα και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Η Ελένη τον ακολούθησε.

Ο Σέργιος έκλεισε την λάμπα από το κομοδίνο του.

«Καληνύχτα, Λενιώ» της είπε και της γύρισε την πλάτη

«Καληνύχτα...» ψιθύρισε η Ελένη, γυρνώντας από την άλλη πλευρά

Τον είχε πληγώσει. Στην προσπάθεια της να μην πληγωθεί εκείνη ξανά, πλήγωσε έναν άλλον άνθρωπο. Ένιωσε τύψεις. Η ζάλη της μέθης, την έκανε να μην σκέφτεται καθαρά.

Έκλεισε και εκείνη την δική της λάμπα και παραδόθηκε στη αγκαλιά του Μορφέα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top