3. Η πρόταση

Ένα μήνα αργότερα...

Μπορεί το μαύρο χρώμα να κυριαρχούσε ακόμα στο σπίτι των αδερφών Σταμίρη, ωστόσο, τα τρία κορίτσια είχαν συνέλθει αρκετά από τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα τους. Ασχολούνταν και οι τρεις με πράγματα που τις ευχαριστούσαν.

Η Ελένη είχε επιστρέψει στα χωράφια της, τα οποία διαφέντευε καλύτερα και από τον πατέρα της. Όλοι οι εργάτες είχαν μείνει άφωνοι από το πείσμα και το τσαγανό της νεαρής κοπέλας. Την θαύμαζαν και την σέβονταν. Δεν είχε περάσει στιγμή από το μυαλό τους ότι έπαιρναν εντολές από μια γυναίκα.

Η Ασημίνα, απ' την άλλη, παρέα με την Δρόσω, που ήταν ακόμη μικρή, πήγαιναν εθελοντικά και βοηθούσαν την Ουρανία -την μοδίστρα το χωριού- στο ραφτάδικο της. Η ραπτομηχανή έκανε τα δύο μικρά κορίτσια να ξεχνιούνται, ενώ παράλληλα διασκέδαζαν, καθώς από το ραφτάδικο περνούσαν λογής λογής γυναίκες και κουτσομπόλευαν ασταμάτητα.

Σχεδόν κάθε μέρα έξω από το ραφτάδικο περνούσε ο μικρός γιος του Δούκα, ο Νικηφόρος, δήθεν τυχαία, για κάποια μεταποίηση σε κάποιο δικό του κουστούμι ή σε κάποιο φόρεμα της μητέρας του. Η Ασημίνα, όμως, ήξερε ότι ερχόταν για εκείνη. Όση ώρα η Ουρανία τού έπαιρνε μέτρα, εκείνος δεν χόρταινε να κοιτάζει την μεσαία κόρη του Σταμίρη. Η Ασημίνα το είχε καταλάβει και ένιωθε άβολα, ωστόσο, την κολάκευε το γεγονός ότι εκείνος ερχόταν μόνο για τα δικά της μάτια. Ακόμη, και η Δρόσω είχε καταλάβει τι συνέβαινε, όμως, δεν έλεγε κουβέντα, ούτε στην Ασημίνα ούτε στην Ελένη.

Μέχρι που μια μέρα, ο Νικηφόρος παραμόνευε έξω από το ραφτάδικο να τελειώσει η Ασημίνα την δουλειά της, έτσι ώστε να μπορέσει επιτέλους να της μιλήσει. Εκείνη την μέρα η Δρόσω δεν είχε έρθει γιατί ήταν λίγο άρρωστη.
Όταν η Ασημίνα είδε ξαφνικά μπροστά της τον Νικηφόρο, τρόμαξε και πήγε να το βάλει στα πόδια. Εκείνος, όμως, την έπιασε από το μπράτσο και της ψιθύρισε στο αυτί.

«Μόνο να σου μιλήσω θέλω!»

Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Τα πράσινα μάτια της χάθηκαν μέσα στα δικά του. Το βλέμμα του της έλεγε τόσα πολλά και έτσι δεν μπόρεσε να του πει όχι.

Την οδήγησε μέχρι την βρύση του χωριού. Εκεί σπάνια ερχόταν κόσμος, αφού πλέον είχε εγκατασταθεί η υδροδότηση.

«Γιατί με έφερες εδώ;» ρώτησε η Ασημίνα τρομαγμένη

«Μόνο να σου μιλήσω θέλω. Τίποτα άλλο» αποκρίθηκε εκείνος

Θα ήταν τυφλή αν δεν έβλεπε τον τρόπο με τον οποίον της απάντησε. Γεμάτος παράπονο. Μελαγχολικός, όπως πάντα.

«Κάνε γρήγορα, όμως, γιατί πρέπει να γυρίσω στο σπίτι. Έχω αργήσει ήδη» του είπε ξερά

Ο Νικηφόρος ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του και να πάρει δυνάμεις.

«Θα έχεις καταλάβει φαντάζομαι, ότι έχω αισθήματα για σένα...»

«Και εγώ και όλοι όσοι έρχονται στο ραφτάδικο. Κάθε μέρα έρχεσαι»

«Ασημίνα...» της είπε και έκλεισε τα χέρια της μέσα στα δικά του

«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου! Δεν μπορώ άλλο να στο κρύβω!»

Η Ασημίνα τραβήχτηκε και απελευθερώθηκε από το άγγιγμα του.

«Τι είναι αυτά που λες, Νικηφόρε; Έχεις τρελαθεί;»

«Αν ο έρωτας είναι τρέλα, τότε ναι! Είμαι τρελός! Για σένα!»

Η Ασημίνα σάστισε. Δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Έμεινε να τον κοιτάζει, χαμένη μέσα στα μελιά του μάτια. Αυτά τα μάτια που την κοίταζαν, σαν να ήταν η μοναδική γυναίκα στη Γη.

Εκείνος έσκυψε αργά προς το μέρος της. Τα πρόσωπα τους έφτασαν σε απόσταση αναπνοής. Η Ασημίνα ένιωθε την ανάσα της ζεστή απέναντι από την δική του.

Ο Νικηφόρος έκλεισε τα μάτια του.
Το στήθος της ανεβοκατέβαινε σαν τρελό. Οι χτύποι της καρδιά της είχαν πάρει ανεξέλεγκτη ταχύτητα.

Εκείνος χωρίς να την ρωτήσει έκλεισε τα χείλη του μέσα στα δικά της. Η Ασημίνα γούρλωσε τα μάτια της. Ένιωσε ότι η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά. Ένιωσε την Γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της.

Εκείνος τύλιξε απαλά τα χέρια του γύρω από την μέση της και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Εκείνη πάλι ένιωσε έρμαιο στα χέρια του. Ένιωσε ένα συναίσθημα που όμοιο του δεν είχε ξανά ζήσει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ασυναίσθητα τοποθέτησε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του, έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε στην αγκαλιά και στο φιλί του.
_________________________________________

Είχε πια μεσημεριάσει. Όλοι οι εργάτες είχαν εγκαταλείψει τα χωράφια και γυρνούσαν σπίτι τους για να ξεκουραστούν. Στις απέραντες εκτάσεις του Θεσσαλικού κάμπου ακούγονταν μόνο το θρόισμα των φύλλων και το κελάηδισμα των πουλιών.

Η Ελένη καθόταν κάτω από μια ελιά και απολάμβανε αυτήν την εκκωφαντική ησυχία με κλειστά τα μάτια. Είχε γύρει το κεφάλι της στον κορμό του δέντρου. Τα πνευμόνια της γέμιζαν με καθαρό οξυγόνο. Ένα απαλό χαμόγελο ήρθε και σχηματίστηκε στο πρόσωπο της, αγνοώντας τι επρόκειτο να συμβεί.

Ξαφνικά, τα πουλιά σταμάτησαν να κελαηδούν. Για μερικά δευτερόλεπτα επικράτησε μια τρομακτική σιγή. Η Ελένη ένιωσε ένα ρίγος να την διαπερνά. Άνοιξε τα μάτια και αντίκρισε δύο αντρικές φιγούρες να την πλησιάζουν. Προς στιγμήν τρόμαξε και σηκώθηκε απότομα. Όταν οι φιγούρες έφτασαν κοντά της, τις αναγνώρισε.

Ο Κωνσταντής και ο Μελέτης.

Είχαν και οι δύο ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπο τους. Σαν δύο παιδιά που ετοιμάζονταν να κάνουν σκανταλιά.

«Γεια σου, Σταμίρη!» ξεκίνησε πρώτος ο Κωνσταντής

«Τι θέλετε εσείς εδώ;» τους ρώτησε

Το βλέμμα της τώρα πια ήταν άγριο. Ο φόβος που ένιωσε προηγουμένως είχε εξαφανιστεί.

«Πες ένα γεια πρώτα. Δεν είναι ευγενικό» αποκρίθηκε ειρωνικά ο Μελέτης

«Αφήστε τις τυπικούρες και πείτε μου τι θέλετε!» απάντησε η Ελένη

«Τι να θέλουμε, ρε Λενιώ; Τα χωραφάκια σου θέλουμε! Τώρα που έχασες τον πατερούλη σου, δεν μπορείς να κουμαντάρεις, γυναίκα πράμα, τόσα στρέμματα! Γι' αυτό ήρθαμε να σου κάνουμε μια πρόταση!» είπε ο Μελέτης

«Για να σου φύγει ένα βάρος...» συμπλήρωσε ο Κωνσταντής «δώσε σε μας αυτά τα τριάντα στρέμματα που συζητούσαν τόσους μήνες οι πατεράδες μας και καθάρισες!»

«Τα χωράφια μου δεν τα πουλάω, Σεβαστέ! Ούτε στρέμμα δεν θα πάρετε από μένα»

Ξαφνικά, ο Μελέτης έχασε την υπομονή του. Την άρπαξε από τα χέρια και την έσφιξε.

«Άκουσε να σου πω, καριόλα, θα μας τα δώσεις είτε με το καλό είτε με το άγριο! Άντε γιατί η υπομονή μου έχει αρχίσει να εξαντλείται! Συνεννοηθήκαμε;»

«Άφησε με, βρωμόσκυλο» είπε η Ελένη, προσπαθώντας να λυθεί από τα δεσμά του

Ο Μελέτης την άρπαξε και την κόλλησε στο δέντρο. Έβγαλε από την τσέπη του ένα σουγιά και τον έβαλε στον λαιμό της.

Η Ελένη ένιωθε την λεπίδα να την χαϊδεύει. Η ανάσα της ήταν γρήγορη, οι χτύποι της καρδιάς της είχαν αυξηθεί. Είχε λαχανιάσει.

«Είπα, μωρή, ή με το καλό, ή με το άγριο!» επανέλαβε ο Μελέτης

Προς στιγμήν ο Κωνσταντής σάστισε. Στο πρόσωπο της κοπέλας ήταν σχηματισμένος ο τρόμος. Απομακρύνθηκε από κοντά της, κοιτάζοντας τον Μελέτη που την απειλούσε με το μαχαίρι κολλημένο στην καρωτίδα της.

«Ρε άστην! Πάμε να φύγουμε! Τι είναι αυτά που κάνεις;»

Ο Μελέτης, όμως, δεν άκουγε κανέναν. Ο θυμός και το μίσος τού είχαν θολώσει το μυαλό. Για μια στιγμή τού πέρασε μια ιδέα από το μυαλό.

«Για να δούμε, πουτανάκι, σε χάλασε ο δασκαλάκος;...» φώναξε χαιρέκακα

Το ένα του χέρι κατέβηκε στην ζώνη του, ενώ με το άλλο έσφιγγε τον λαιμό της.

Ο Κωνσταντής βλέποντας τι πάει να κάνει, όρμισε πάνω του σαν λυσσασμένο σκυλί.

«Ρε μαλάκα, τι κάνεις, γαμώ το φελέκι μου;»

Η Ελένη όλη αυτήν την ώρα ούρλιαζε.

«Βοήθειαααα!»

Ξεκίνησε, λοιπόν, ένας πόλεμος, μεταξύ της Ελένης και του Κωνσταντή εναντίον του Μελέτη. Η Ελένη πάλευε να ελευθερωθεί και ο Κωνσταντής να ακινητοποιήσει τον Μελέτη.

«Τι γίνεται εκεί;»

Ακούστηκε η φωνή του Σέργιου από μακριά. Ο Μελέτης γύρισε και τον κοίταξε. Έτσι και καταλάβαινε το μικρό αφεντικό τι πήγε να κάνει, ήξερε ότι είχε υπογράψει την θανατική του καταδίκη. Άφησε την Ελένη και κάθισε ακίνητος να περιμένει τον Σέργιο.

Ο Σέργιος, απ' την άλλη, έφτασε τρέχοντας προς το μέρος τους. Κοίταξε αγριεμένα τον Μελέτη.

«Αφεντικό...να σου εξηγήσω...» πήγε να απολογηθεί

Ο Σέργιος έριξε μια δυνατή μπουνιά στον Μελέτη, ρίχνοντας τον στο χώμα. Αίματα άρχισαν να τρέχουν από την μύτη του.

«Μην σε δω να την ξανά πλησιάζεις, γιατί θα έχεις να κάνεις μαζί μου!» του φώναξε

Έπειτα, απευθύνθηκε στον Κωνσταντή

«Καλό κουμάσι είσαι και του λόγου σου!»

«Σέργιε, προσπάθησα να τον σταματήσω...»

«Σκάσε! Έτσι και μάθει ο πατέρας τι πήγε να κάνει αυτό το καθίκι» είπε δείχνοντας τον Μελέτη «θα σας θάψει ζωντανούς! Δρόμο και οι δύο!»

Ο Κωνσταντής σήκωσε τον Μελέτη και στήριξε το σώμα του πάνω στο δικό του.

Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά, ο Σέργιος έτρεξε προς το μέρος της Ελένης που κείτονταν στο χώμα. Έβηχε, καθώς τόση ώρα τα χέρια του Μελέτη έσφιγγαν τον λαιμό της.

Την πλησίασε και προσπάθησε να την βοηθήσει να σηκωθεί.

«Είσαι καλά;» την ρώτησε ανήσυχος

Ήξερε ποια θα ήταν η απάντηση. Φυσικά και δεν ήταν καλά. Αίματα έτρεχαν από τον λαιμό της και τα πόδια της ήταν γεμάτα γρατζουνιές και πληγές από την πάλη τους. Και το χειρότερο ήταν ότι κάποιος είχε πάει να την βιάσει. Και αυτός ο κάποιος ήταν το σκυλί των Σεβαστών.

Ξαφνικά, ένιωσε μια απέχθεια προς το πρόσωπο τους και έσπρωξε με δύναμη τον Σέργιο μακριά της.

«Μην με ακουμπάς!» του φώναξε

«Ησύχασε! Να σε βοηθήσω θέλω!» της είπε προσπαθώντας να την καθησυχάσει

«Τι φάρα είστε εσείς μου λες; Για τριάντα ψωροστρέμματα είστε έτοιμοι να φτάσετε μέχρι εκεί που δεν πάει!» του ξανά φώναξε

Τώρα πια δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της,

«Τώρα είναι που δεν πρόκειται να τα πάρετε ποτέ! Με ακούς; ΠΟΤΕ!» ούρλιαξε η Ελένη

«Θα τον σκοτώσω, τον πούστη! Μόλις γυρίσω, θα πληρώσει για αυτό που πήγε να σου κάνει!» είπε ο Σέργιος εκνευρισμένος

«Δεν λύνονται όλα με το μαστίγιο, Σεβαστέ! Πάρε δρόμο τώρα! Ξεκουμπίσου από μπροστά μου!»

Τα λόγια της έπεσαν σαν μαχαίρι στην καρδιά του. Υπάκουσε, όμως, στις εντολές της. Έκανε να φύγει.

«Περίμενε!»

Ήταν η φωνή της.

Γύρισε και την κοίταξε.

«Σε ευχαριστώ που με έσωσες!» του είπε με το κεφάλι σκυμμένο

Εκείνος την πλησίασε. Έβαλε το χέρι του στο πηγούνι της και το σήκωσε, έτσι ώστε τα πρόσωπα τους να βρίσκονται στο ίδιο ύψος. Οι ματιές τους συναντήθηκαν.

«Θα έκανα τα πάντα για σένα! Θα έχανα τα πάντα για σένα! Θα άφηνα τα πάντα για σένα!»

«Σέργιε...» του είπε ξέπνοα «Τι λες;»

«Άσε με να σε προστατέψω, Λενιώ, σε παρακαλώ!»

«Σέργιε...» επανέλαβε

Οι χτύποι της καρδιάς της άρχισαν να αυξάνουν ταχύτητα απότομα. Δεν ήξερε για ποιο λόγο. Τα πράσινα μάτια του την κοιτούσαν τόσο εξεταστικά. Ένιωσε γυμνή απέναντι του. Σαν να μπορούσε να διαβάσει την σκέψη της. Σαν να μπορούσε να δει με τα μάτια της καρδιάς του, τι συνέβαινε μέσα της. Ένιωσε φοβερά εκτεθειμένη και αμήχανη.

Η επόμενη φράση του, την χτύπησε σαν κεραυνός εν αιθρία.

«Παντρέψου με!» της είπε κοφτά
«Παντρέψου με και σου υπόσχομαι να σε αγαπάω και να σε προστατεύω για το υπόλοιπο της ζωής μου!»

Η Ελένη έμεινε να τον κοιτάζει, άφωνη. Λέξη δεν μπορούσε να βγει από το στόμα της. Δεν ήξερε τι να του πει. Τι να του απαντήσει. Ποτέ της δεν είχε φανταστεί τον εαυτό της παντρεμένο. Και μάλιστα με ποιον; Με τον Σέργιο Σεβαστό! Δεν είχε σκεφτεί ποτέ κανέναν άντρα εκτός από τον Λάμπρο.

Και τώρα ο Σέργιος στεκόταν εδώ μπροστά της, περιμένοντας μια απάντηση. Δυο τεράστια σμαράγδια την κοιτούσαν παρακλητικά, περιμένοντας να πει το μεγάλο ναι!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top