2. Το χαμόγελο

Το επόμενο πρωί, ο ήλιος πήρε την θέση του στον ουρανό. Δέσποζε ολόγιομος και φωτεινός, καθώς οι λεπτές του ακτίνες απλώνονταν σε όλο τον κάμπο. Ήταν από τις πιο ζεστές μέρες του Αυγούστου. Μπορεί και όλου του καλοκαιριού.

«Σήμερα ο ήλιος καίει σαν θάνατος» είχε πει η Λενιώ πριν ξεκινήσει για τα χωράφια

Σαν θάνατος. Με αυτή της φράση η Ελένη είχε μαντέψει τι επρόκειτο να συμβεί. Δεν το ήξερε, όμως. Θα το μάθαινε την ίδια κιόλας μέρα και μάλιστα με τον πιο άγριο τρόπο.

«Τι κουβέντες είναι αυτές, Λενιώ; Είναι γρουσουζιά!» την μάλωσε τρυφερά η Ασημίνα

Ο Γιώργης κοίταξε το ημερολόγιο που είχε στο γραφείο του, πριν κινήσει για τα κτήματα. Τετάρτη 12 Αυγούστου 1959. Την Κυριακή ήταν της Παναγίας. Όλο το χωριό ήταν στο πόδι για να ετοιμάσει το γλέντι που θα γινόταν στην πλατεία. Ο Γιώργης, μάλιστα, είχε δώσει και χρήματα στον κοινοτάρχη, Περικλή Τόλλια, για να τον βοηθήσει με τα έξοδα της εκδήλωσης. Το ίδιο και ο Δούκας.

Εκείνη την μέρα, όμως, ο Γιώργης είχε ένα κακό προαίσθημα. Ένιωθε σαν να έχει ένα πλάκωμα στο στήθος, στο σημείο της καρδιάς. Αισθανόταν αδύναμος. Ήθελε να πάει να ξαπλώσει. Δεν άντεχε να πάει στα χωράφια. Όμως, δεν ήθελε να ανησυχήσει τις τσούπρες του. «Κανένας νευρόπονος θα 'ναι» σκέφτηκε και κίνησε και αυτός παρέα με την Λενιώ του για τα χωράφια.
_________________________________________

Το απόγευμα που γύρισε στο σπίτι δεν ήταν καμία τους. Την Ελένη την είχε αφήσει να τρέχει με το άλογο στα χωράφια. Ήταν η αγαπημένη της συνήθεια. Τώρα που ήταν καλοκαίρι, ίππευε μέχρι να δύσει ο ήλιος. Της άρεσε να απολαμβάνει το ηλιοβασίλεμα καβάλα στο άλογο της. Η Ασημίνα και η Δρόσω είχαν κατέβει στο χωριό μαζί με τα άλλα κορίτσια για να βοηθήσουν στις ετοιμασίες για το γλέντι. Μπαίνοντας στο σπίτι βρήκε μόνο την Χαρίκλεια, την οικιακή τους βοηθό

«Να σου φτιάξω τον καφέ σου, κυρ-Γιώργη;» τον ρώτησε

«Ναι, Κλειώ μου. Σε ευχαριστώ» απάντησε ο Γιώργης

Έτσι την φώναζε, Κλειώ. Το είχε μάθει από την γυναίκα του, που την έλεγε και εκείνη έτσι.

Εκείνος πήγε στην κάμαρη του να αλλάξει και να πλυθεί. Έπειτα, κατευθύνθηκε προς τον κήπο που τον περίμενε ο καφές του ζεστός, πάντα συνοδευόμενος από ένα κουλουράκι πορτοκαλιού από τα χεράκια της Χαρίκλειας.

Άρχισε να πίνει σιγά-σιγά. Ύστερα από λίγα λεπτά, αυτό το σφίξιμο που ένιωθε στην καρδιά γινόταν όλο και πιο έντονο, μέχρι που ο πόνος έγινε ανυπόφορος. Διπλώθηκε στο δύο. Ήθελε να φωνάξει την Χαρίκλεια να τον βοηθήσει, μα δεν μπορούσε. Οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει. Η φωνή δεν έβγαινε από το στόμα του.

Ξαφνικά, άκουσε το χώμα να τραντάζεται. Σήκωσε το κεφάλι του και με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει κοίταξε προς το μέρος που ερχόταν ο ήχος. Την είδε. Είδε την Λενιώ του. Την αμαζόνα του. Γύριζε με το άλογο στο σπίτι της.

Ταυτόχρονα ξεπρόβαλαν και η Δρόσω με την Ασημίνα κρατώντας στα χέρια τους φρέσκα λουλουδάκια που μόλις είχαν μαζέψει.

Το βλέμμα και των τριών αδερφών έπεσε στο πατέρα τους, που τώρα πια κείτονταν στο χώμα μην μπορώντας να πάρει ανάσα.

Έτρεξαν και οι τρεις προς το μέρος του.

«Πατέρα; Μίλα μου! Κοίτα με!» είπε η Ελένη με δάκρυα, κρατώντας το πρόσωπο του πατέρα της στα χέρια της

«Χαρίκλεια! Χαρίκλεια!» άρχισε να φωνάζει η Δρόσω

Η Ασημίνα έκανε να πάει στο σπίτι να φέρει το οινόπνευμα. Ένιωσε το χέρι του πατέρα της να την σφίγγει

«Μείνε...» της ψιθύρισε

Είχε καταλάβει ότι το τέλος είχε έρθει. Έκλεισε τα μάτια του. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η καρδιά του έπαψε να χτυπά. Το σώμα του αφέθηκε εξολοκλήρου στα χέρια της Λενιώς. Ήταν νεκρός.

Τα τρία κορίτσια κοιτάχτηκαν. Δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν αυτό που είχε μόλις συμβεί. Λέξη δεν έβγαινε από το στόμα τους. Μόνο δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα από τα μάτια τους.

Έσκυψαν και οι τρεις πάνω από το άψυχο σώμα του πατέρα τους. Τον αγκάλιασαν σφιχτά και έκλαψαν. Έκλαψαν πολύ.
_________________________________________

Η κηδεία του Γιώργη Σταμίρη τελέστηκε με κάθε επισημότητα στο χωριό. Όλοι έσπευσαν να συλλυπηθούν τα τρία άτυχα κορίτσια που τώρα πια θα έμεναν μόνες τους, χωρίς προστάτη. Μόνο η οικογένεια Σεβαστού δεν παρευρέθηκε.

Ο Δούκας σκέφτηκε ότι θα ήταν προσβλητικό από μέρους του να παρευρεθεί στην κηδεία του ανθρώπου, για τον θάνατο του οποίου ευθύνεται αυτός. Ακόμα δεν μπορούσε να χωνέψει τι είχε κάνει. Τον είχαν κατακλύσει οι τύψεις. Τα βράδια δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Και όταν κατάφερνε να κλείσει για λίγο τα μάτια του, έβλεπε συνεχώς εφιάλτες. Έβλεπε τον Γιώργη να τον κοιτάζει γεμάτος αίματα.

Όταν τελείωσε η κηδεία, όλοι οι χωριανοί κίνησαν για το καφενείο του χωριού, να πιούν ένα κονιάκ για να συγχωρεθεί η ψυχούλα του Γιώργη. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει τον ξαφνικό του θάνατο. Κάποιοι έλεγαν ότι πήγε από την καρδιά του. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει την αλήθεια.

«Λενιώ, θα ΄ρθεις σπίτι;» ρώτησε η Ασημίνα την αδερφή της

«Πηγαίνετε και θα έρθω σε λίγο» τους απάντησε ξερά

Έμεινε να κάθεται πάνω από τον τάφο του πατέρα της, κρατώντας μερικά λευκά λουλούδια. Έκλαιγε με λυγμούς. Δυσκολευόταν να πάρει ανάσα. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή.

«Γιατί με άφησες, μπαμπά; Τι θα κάνω τώρα μόνη μου; Πώς θα τα βγάλω πέρα;»

Ρωτούσε και ξανά ρωτούσε την φωτογραφία του που βρισκόταν πάνω στο μνήμα. Απάντηση, όμως, δεν έπαιρνε.

Τότε εμφανίστηκε ο Σέργιος.

Παραμόνευε εδώ και ώρα πίσω από κάτι θάμνους. Ήταν εκεί σε όλη την τελετή. Έκλαψε και εκείνος για τον Σταμίρη. Εξάλλου, ήξερε ότι πέθανε άδικα. Περίμενε να φύγουν όλοι για να μιλήσει στην Ελένη. Την άκουγε που έκλαιγε και ήθελε να πάει κοντά της, να τυλίξει τα χέρια του γύρω της, να την σφίξει πάνω του και να της πει πως όλα θα πάνε καλά.

Αυτά, όμως, δεν είχε δικαίωμα να τα κάνει. Αποφάσισε απλά να πάει και να την συλλυπηθεί.

Κοντοστάθηκε για μια στιγμή πίσω της. Δεν τον είχε καταλάβει. Ήταν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις της που δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε γύρω της. Μόνο όταν άκουσε την φωνή του, γύρισε και τον κοίταξε.

«Συλλυπητήρια» ψέλλισε

Την τρόμαξε. Τραντάχτηκε το κορμί της όταν άκουσε την χροιά του. Γύρισε τον κορμό της. Το βλέμμα της συνάντησε το δικό του.

«Σε ευχαριστώ» είπε άψυχα

Ο Σέργιος τη πλησίασε και κάθισε δίπλα της.

«Ξέρω ότι οι οικογένειες μας δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις αλλά θέλω να ξέρεις ότι τον πατέρα σου τον εκτιμούσα βαθιά...»

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρόταση του. Τον διέκοψε.

«Σε ευχαριστώ...» επανέλαβε «Θέλεις κάτι άλλο;» τον ρώτησε απότομα

Ο Σέργιος αμέσως κατάλαβε ότι η παρουσία του της ήταν, μάλλον, δυσάρεστη. Μια τέτοια στιγμή θα ήθελε να μείνει μόνη της. Να σκεφτεί. Να θρηνήσει.

Έκανε να φύγει. Όμως, αισθάνθηκε ένα χέρι να τον αγγίζει. Να τον σφίγγει, όχι να τον αγγίζει. Γύρισε και την κοίταξε. Ήταν το δικό της άγγιγμα. Ήταν ακριβώς όπως το είχε φανταστεί τόσες και τόσες φορές. Απαλό. Σαν να τον χαϊδεύει ένα πούπουλο που πετά στον αέρα και χάνεται.

«Συγγνώμη» ψιθύρισε

Το χέρι της ακόμα έσφιγγε το δικό του.

«Γιατί μου ζητάς συγγνώμη;» την ρώτησε

«Ήρθες να μου πεις μια καλή κουβέντα και σε πήρα από τα μούτρα...»

«Δεν πειράζει. Δεν παρεξηγώ εγώ. Καταλαβαίνω τον πόνο σου»

Η Ελένη τού χαμογέλασε. Πρώτη φορά την έβλεπε να του χαμογελά. Ένιωσε σαν να φωτίστηκε όλος ο κόσμος γύρω του. Σαν εκείνο το ηλιόλουστο, αυγουστιάτικο μεσημέρι να έγινε ξαφνικά ακόμα πιο φωτεινό. Και αυτό ας ήταν αδύνατο.

Για μια στιγμή ένιωσε ευτυχισμένος. Το χαμόγελο της τον έκανε να νιώσει ένα συναίσθημα που όμοιο του δεν είχε ξανά ζήσει.

Της χαμογέλασε και εκείνος με την σειρά του. Και τότε πήρε την πιο παράτολμη απόφαση.

«Θέλεις να σε συνοδεύσω μέχρι το σπίτι σου;»

Πώς του ήρθε να της κάνει μια τέτοια πρόταση; Τι σκεφτόταν; Ήταν ποτέ δυνατόν να δεχτεί; Ήταν η έτοιμος να της ζητήσει συγγνώμη, όταν η απάντηση της τον βρήκε προ εκπλήξεως.

«Εντάξει» απάντησε

Σηκώθηκαν και οι δύο και πήραν το δρόμο προς το σπίτι της. Την περισσότερη ώρα έμειναν σιωπηλοί. Η Ελένη δεν είχε όρεξη για κουβέντες και ο Σέργιος το κατάλαβε. Άλλωστε, τι θα μπορούσε να της πει μια τέτοια στιγμή.
Την έβλεπε να περπατά στο πλάι του και αυτό του ήταν αρκετό.

Πώς γίνεται να αισθανόταν τόσο πράγματα για μια κοπέλα που δεν γνώριζε σχεδόν καθόλου; Η Ελένη είχε καταφέρει μέσα σε λίγα λεπτά να του ξυπνήσει συναισθήματα που δεν ήξερε καν ότι μπορούσε να νιώσει.

Μαζί της ένιωθε αλλιώτικα. Ο σκληρός και αμείλικτος Σεβαστός εξαφανιζόταν από μέσα του. Την θέση του έπαιρνε ένα παλικάρι, μόλις 27 χρονών, έτοιμο να ανακαλύψει την ζωή. Η παρουσία της τον ηρεμούσε. Τον γαλήνευε. Τον έκανε κυριολεκτικά άλλον άνθρωπο.

Προς στιγμήν γέλασε με τον εαυτό του. Λίγα λεπτά ήταν μαζί και εκείνος ένιωθε να μεταμορφώνεται. Μάλλον παραλογιζόταν. Δεν γινόταν να τα ένιωθε όλα αυτά.

Απ' την άλλη η Ελένη καθώς περπατούσαν σκεφτόταν ότι ίσως να τον είχε παρεξηγήσει. Τον έβλεπε πάντα σαν τον μεγάλο γιο του Δούκα Σεβαστού. Είχε ξεχάσει πως είναι και εκείνος άνθρωπος. Μπορεί να ήταν και διαφορετικός από τον πατέρα του. Ποτέ, όμως, δεν του είχε δώσει σημασία. Ο πατέρας της της είχε πει να μείνει μακριά από αυτήν την καταραμένη οικογένεια.

Εξάλλου, η Ελένη ήξερε από την αρχή τα σχέδια του Δούκα για την βιομηχανική ζώνη. Ήξερε τις κόντρες τους για τα χωράφια. Της τα είχε πει ο πατέρας της από τη πρώτη κιόλας στιγμή. Πού να ήξερε ότι τα συμπεράσματα που είχε βγάλει για αυτήν την οικογένεια, θα ανατρέπονταν. Και μάλιστα από ποιόν; Από τον Σέργιο Σεβαστό!

Ήταν και οι δύο απορροφημένοι στις σκέψεις τους και ούτε που κατάλαβαν πως έφτασαν στο σπίτι.

«Φτάσαμε» είπε, παίρνοντας πρώτη τον λόγο «Σε ευχαριστώ που με έφερες»

«Χαρά μου» της απάντησε «Είσαι καλύτερα τώρα;» την ρώτησε ανήσυχος

«Ναι, πολύ! Η βόλτα μας με ηρέμησε!»

Δεν ήθελε να του κρύψει την αλήθεια. Όντως αυτή η βόλτα μαζί του, την είχε κάνει να ξεχαστεί για λίγο.

«Θα έρθετε στο γλέντι την Κυριακή;»

«Δεν νομίζω, Σέργιε. Έχουμε πένθος...Καταλαβαίνεις...»

«Έχεις δίκιο. Λάθος μου. Δεν έπρεπε να ρωτήσω καν»

«Δεν πειράζει!» αποκρίθηκε και ένα απαλό μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη της «Σε ευχαριστώ και πάλι» επανέλαβε η Ελένη

Ο Σέργιος της χαμογέλασε και εκείνος με την σειρά του

«Αντίο...»

«Στο καλό...»

Ο Σέργιος έκανε να φύγει. Ήθελε να γυρίσει να την κοιτάξει. Μα δεν το έκανε. Δεν είχε τις αντοχές να το κάνει.

Η Ελένη, όμως, έμεινε να τον κοιτάζει καθώς ξεμάκραινε, μέχρι που η φιγούρα του εξαφανίστηκε εντελώς από το οπτικό της πεδίο.

Ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου και μπήκε στο σπίτι.

Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε, ήταν τις αδερφές της να έχουν κολλήσει τα πρόσωπα τους στο παράθυρο και να παρακολουθούν τι γινόταν τόση ώρα στον κήπο

«Τι κάνετε εκεί;» τις ρώτησε η Ελένη

Η Δρόσω και η Ασημίνα τρόμαξαν. Δεν είχαν καταλάβει ότι είχε μπει στο σπίτι η αδερφή τους και τις είδε που κρυφοκοίταζαν.

«Τι κοιτούσατε;» τις ξανά ρώτησε

Η Ασημίνα κατέβασε το κεφάλι.
Ντράπηκε για αυτό που είχαν μόλις κάνει. Δεν ήταν σωστό.

Η Δρόσω, ως πιο θαρραλέα, πήρε τον λόγο.

«Σε κοιτούσαμε που μιλούσες με τον γιο του Σεβαστού! Εκείνος σε γύρισε σπίτι;»

«Πολλά ρωτάς, μικρή!» της απάντησε η Ελένη αγριεμένη

«Γιατί, βρε Λενιώ; Κακό είναι δηλαδή που σε συνόδευσε ο άνθρωπος μέχρι εδώ; Εμείς χαρήκαμε που σας είδαμε!» είπε η Ασημίνα, η οποία πήρε κουράγιο από την μικρή της αδερφή

«Με είδε που ήμουν μόνη μου στο νεκροταφείο και προσφέρθηκε να με φέρει ως εδώ για να μην γυρίζω μόνη μου. Αυτό είναι όλο» απολογήθηκε η Ελένη

Η Δρόσω έκατσε στον καναπέ του σαλονιού και έβαλε τα χέρια της στο πηγούνι της.

«Λοιπόν, για πες μας! Πώς ήταν;»

«Δρόσω, δεν ντρέπεσαι να κάνεις τέτοιες ερωτήσεις; Τον πατέρα μας θάψαμε!» την μάλωσε η Ελένη

«Είμαι σίγουρη πως ο πατέρας θα ήθελε να σε βλέπει ευτυχισμένη. Και εσένα και όλες μας» επενέβη η Ασημίνα

«Άντε καλέ, λέγε! Πώς ήταν;» επανέλαβε η Δρόσω

«Ήταν...αλλιώτικος» απάντησε γλυκά η Ελένη, κοιτάζοντας στα μάτια τις αδερφές της

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top