15. Η ευτυχία
5 μήνες αργότερα...
Η γαλήνη και η ηρεμία είχε καταφέρει πλέον να επέλθει στο Διαφάνι. Οι ζωές των κατοίκων αυτού του μικρού χωριού είχαν γίνει όπως πριν. Το ίδιο και οι ζωές του Σέργιου και της Ελένης.
Ζούσαν μόνοι τους στο σπίτι της Ελένης. Στην αρχή τούς φάνηκε περίεργη η τόση πολύ ησυχία. Γρήγορα, όμως, συνήθισαν. Ο Σέργιος στην αρχή του γάμου τους ήθελε να βρουν ένα δικό τους χώρο, μόνοι τους. Έβλεπε, ωστόσο, πόσο αγαπούσε η Ελένη το πατρικό της και πόσο ευτυχισμένη ήταν που ζούσε μαζί του σε αυτό και έτσι δεν μπόρεσε να της χαλάσει χατίρι.
Η κοιλίτσα της Ελένης φούσκωνε μέρα με την μέρα. Το μωράκι που μεγάλωνε μέσα της ήταν απόλυτα υγιές. Η κυρά-Ρίζω την επισκεπτόταν αρκετά συχνά για να την εξετάσει. Ο Σέργιος δεν χόρταινε να την βλέπει. Έλαμπε ολόκληρη. Είχε ράψει κάποια καινούρια φορέματα, καθώς τα παλιά δεν της έκαναν πια, και φαινόταν ακόμα πιο όμορφη και λαμπερή.
Καθόταν στην αυλή του σπιτιού, με τις μπούκλες της ξέπλεκες να ανεμίζουν στο αεράκι, χάιδευε τρυφερά την κοιλιά της και σιγοτραγουδούσε στο μωρό της. Το χαμόγελο είχε επιστρέψει στο πρόσωπο της. Είχε ξεχάσει όλα τα λάθη και τις πίκρες του παρελθόντος. Είχε γυρίσει σελίδα στην ζωή της, ακριβώς όπως την είχε συμβουλέψει η Δρόσω. Και αυτό την είχε κάνει, επιτέλους, ευτυχισμένη.
Η Δρόσω της έστελνε συχνά γράμμα για να της πει τα νέα της. Τους τελευταίους μήνες είχε εγκατασταθεί στο Λονδίνο. Είχε βρει δουλειά σε ένα μαγαζί με ρούχα και παράλληλα σπούδαζε υποκριτική σε μια δραματική σχολή στο Λονδίνο. Η αγγελική της φωνή της έδωσε το εισιτήριο για να κάνει το όνειρο της πραγματικότητα. Πάντα φανταζόταν τον εαυτό της πάνω στη σκηνή και τώρα πια το όνειρο της είχε πάρει σάρκα και οστά. Είχε βρει να νοικιάσει και ένα διαμέρισμα μαζί με μια άλλη κοπέλα από την Γαλλία, για να μοιράζονται και τα έξοδα.
Η Ασημίνα, από την άλλη, είχε γίνει μόνιμη κάτοικος Παρισιού. Παντρεύτηκε τον Νικηφόρο και μετά από μερικές μέρες έφυγαν για το Παρίσι, πάντα με τη βοήθεια της Αννέτ. Έμεναν στο σπίτι της Αννέτ, μέχρι να καταφέρουν να βρουν ένα δικό τους. Ο Νικηφόρος έγινε ακόλουθος του Γάλλου πρέσβη και παράλληλα έκανε αυτό που τον ευχαριστούσε. Έγραφε. Είχε ήδη τελειώσει το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο ήταν ήδη στο τυπογραφείο έτοιμο να εκδοθεί.
Η Ασημίνα ασχολούταν με τη ραπτική. Μια μέρα σε μια από τις δεξιώσεις της πρεσβείας είχε φορέσει ένα πανέμορφο κόκκινο φόρεμα. Οι γυναίκες έμειναν άφωνες από την ομορφιά της. Την ρώτησαν αμέσως από που το είχε αγοράσει. Η απάντηση της τις έφερε προ εκπλήξεως
«Εγώ το έραψα!»
Αυτό ήταν. Από τότε όλες οι κυρίες της καλής κοινωνίας έραβαν τα επίσημα φορέματα τους στην Μίνα, όπως την φώναζαν. Η Ασημίνα ήταν ευτυχισμένη που είχε καταφέρει να φτιάξει από την αρχή κάτι δικό της. Ένιωθε περήφανη για τον εαυτό της κάθε φορά που έβλεπε το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο των πελατισσών της.
_________________________________________
Είχε πια νυχτώσει. Η Ελένη και ο Σέργιος καθόντουσαν στο κρεβάτι τους. Η Ελένη χάιδευε την κοιλιά της, ενώ ο Σέργιος διάβαζε κάτι συμβόλαια που του είχε δώσει ο πατέρας του.
«Σκεφτόμουν....» μίλησε πρώτη η Ελένη
«Τι;»
«Σκεφτόμουν ονόματα που θα μπορούσαμε να δώσουμε στο παιδί»
Ο Σέργιος ακούμπησε τα χαρτιά στο κομοδίνο του και έπειτα στράφηκε στην Ελένη.
«Για πες»
«Να...αν είναι κορίτσι έλεγα να την πούμε...Αννέτα!»
Το πρόσωπο του Σέργιου έλαμψε.
«Ξέρω ότι ίσως σκεφτόσουν πως το πρώτο μας παιδί πρέπει να πάρει το όνομα ενός από τους γονείς σου...»
Ο Σέργιος τής έκλεισε το στόμα με το δάχτυλο του.
Την φίλησε.
«Δεν υπάρχει πιο ταιριαστό όνομα! Σε ευχαριστώ, καρδιά μου!»
Η Ελένη χαμογέλασε.
«Και αν είναι αγόρι;» τον ρώτησε
«Γιώργης!»
«Γιώργης;»
«Ναι! Ο αδικοχαμένος του παππούς!»
Ο Σέργιος είδε την Ελένη να είναι έτοιμη να δακρύσει.
«Μη! Σε παρακαλώ!» της είπε και την έκλεισε στην αγκαλιά του
Άρχισε να χαϊδεύει την κοιλιά της.
«Μου έλειψε σήμερα το μπουμπούκι μας! Δεν το ακούσαμε καθόλου!»
Έσκυψε και ξάπλωσε στην αγκαλιά της με το αυτί του τοποθετημένο στην κοιλιά της, για να μπορεί να ακούσει το μωρό. Η Ελένη χαμογέλασε και άρχισε να του χαϊδεύει τρυφερά το μάγουλο.
Έκατσαν έτσι σιωπηλοί για αρκετή ώρα.
«Σ' αγαπώ!» του είπε
«Σ' αγαπώ!» της απάντησε
Η Ελένη έκανε να τον φιλήσει, αλλά μια κλωτσιά του μωρού τούς ξάφνιασε και τους δύο.
«Φαίνεται πως και αυτό μας αγαπάει! Και εμείς σε αγαπάμε ψυχούλα μου! πολύ!» είπε ο Σέργιος
_________________________________________
Την επόμενη μέρα ήταν τα γενέθλια της Πηνελόπης. Όλους αυτούς τους μήνες που πέρασαν κατάφερε να ορθοποδήσει. Είχε καταφέρει σχεδόν να ξεχάσει τον Μελέτη, ο οποίος είχε καταδικαστεί για τη δολοφονία του Κωνσταντή αλλά και για την απόπειρα δολοφονίας κατά του Σέργιου. Η υπόθεση του Γιώργη Σταμίρη έκλεισε πριν καλά καλά ανοίξει. Η Ελένη δεν ήθελε να μπλέξει με δικαστήρια. Ήξερε πως το ίδιο θα ήθελε και ο πατέρας. Επιθυμούσε, λοιπόν, να αφήσει την ψυχούλα του να αναπαυτεί εν ειρήνη.
Εκείνο το βράδυ, ήταν καλεσμένοι στο σπίτι των Σεβαστών μόνο λίγοι άνθρωποι, λόγω του πένθους που είχαν για το χαμό του Κωνσταντή. Είχαν έρθει μόνο κάποιοι οικογενειακοί φίλοι, ο Σέργιος, η Ελένη και φυσικά η Αννέτ, η οποία είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο Διαφάνι, αφήνοντας πίσω της την ζωή στο Παρίσι.
Το βράδυ κύλησε ήρεμα. Μόνο ο Δούκας φαινόταν κάπως μελαγχολικός. Καθόταν μόνος του σε μια γωνία και δεν μιλούσε σε κανέναν.
Οι περισσότεροι καλεσμένοι είχαν φύγει. Είχαν μείνει μόνο ο Σέργιος με την Ελένη.
«Εγώ λέω να πάω να ξαπλώσω. Δεν αισθάνομαι και πολύ καλά!»
«Δεν είσαι καλά, πατέρα;» ρώτησε ανήσυχη η Πηνελόπη
«Όλο το βράδυ λέξη δεν είπες» παρατήρησε ο Σέργιος
Ο Δούκας έπιασε το χέρι του γιου του και έπειτα έκανε να ανέβει στο δωμάτιο του.
«Πάμε και εμείς σιγά σιγά, Σέργιε μου;»
«Ναι, αγάπη μου, πάμε! Να ξεκουραστείς και εσύ!»
Δεν πρόλαβαν να καληνυχτίσουν, όταν άκουσαν ένα βαρύ γδούπο από το επάνω πάτωμα του σπιτιού.
«Ο πατέρας!» φώναξε η Πηνελόπη
Η Ελένη και ο Σέργιος έτρεξαν πρώτοι πάνω. Μπήκαν στο δωμάτιο και βρήκαν τον Δούκα πεσμένο στο πάτωμα. Έκαναν να τον σηκώσουν. Τον έβαλαν να ξαπλώσει στο κρεβάτι.
«Γρήγορα έναν γιατρό!» αναφώνησε η Μυρσίνη
«Νομίζω ότι είναι πολύ αργά για γιατρούς!» είπε ο Σέργιος
Το βλέμμα του έπεσε στο πάτωμα. Εκεί βρήκε πεταμένο ένα μπουκαλάκι. Το θυμόταν. Ήταν ακριβώς ίδιο με αυτό που έδωσε ο Δούκας στον Μελέτη για τον Γιώργη. Δηλητήριο. Είχε αυτοκτονήσει.
Ο Δούκας άπλωσε το χέρι του προς την Ελένη.
«Έλα κοντά μου!» της είπε
Η Ελένη τον πλησίασε και έκλεισε το χέρι της μέσα στο δικό του.
«Δεν μου μένει πολύ ώρα!»
«Τι είναι αυτά που λες; Όλα θα πάνε καλά!» του απάντησε
«Θα φύγω, Ελένη, και θέλω να ξέρω αν με έχεις συγχωρέσει. Να φύγω ήρεμος και ανακουφισμένος...» η φωνή του έβγαινε με δυσκολία από το στόμα του «Σου έκανα μεγάλο κακό κορίτσι μου...Εγώ φταίω για όλα! Συγχώρεσε με...μόνο αυτό σου ζητώ...»
«Σε συγχωρώ!» του είπε η Ελένη με δάκρυα στα μάτια
«Σε...ευ...χα...ρι...στώ...» αποκρίθηκε ο Δούκας
Λίγα δευτερόλεπτα μετά το στήθος του σταμάτησε να ανεβοκατεβαίνει. Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά. Το τέλος είχε έρθει για τον Δούκα Σεβαστό.
_________________________________________
Μετά από το θάνατο του αγαπημένου της συζύγου η Μυρσίνη έφυγε από το χωριό μαζί με την Πηνελόπη και την Αννέτ. Δεν μπόρεσε να αντέξει το βάρος της απουσίας του μέσα στο σπίτι. Μαζί με την Αγορίτσα μετακόμισαν στο σπίτι τους στη Λάρισα. Η Αννέτ έμαθε την αλήθεια για τον Γιώργη και κατάλαβε τον πραγματικό λόγο που ο αδερφός της είχε αποφασίσει να δώσεις τέλος στη ζωή του.
Το αρχοντικό των Σεβαστών ήταν γραμμένο στο όνομα του Σέργιου. Εκείνος αποφάσισε πως θα ήταν καλύτερο για όλους αυτό το σπίτι να πουληθεί, για να μπορέσουν όλοι τους να αφήσουν πίσω όσα είχαν συμβεί. Έτσι και έγινε. Με τα χρήματα από την πώληση του σπιτιού, ο Σέργιος και η Ελένη ανακαίνισαν το δικό τους σπίτι, φτιάχνοντας έτσι τη ζωή τους από την αρχή.
Λίγους μήνες αργότερα όταν ήρθε και το μωράκι τους στον κόσμο, ήξεραν πως η ζωή τούς είχε ανταποδώσει όλα όσα τους στέρησε. Το μωρό μάλιστα ήταν κοριτσάκι. Η μικρή Αννέτα. Ο Σέργιος βέβαια απογοητεύτηκε που το μωρό ήταν κορίτσι, αλλά ήξερε πως δεν θα την άλλαζε με όλα τα αρσενικά του κόσμου. Εξάλλου, το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν λίγη υπομονή καθώς ενάμιση χρόνο αργότερα γεννήθηκε και το τέταρτο μέλος της οικογένειας τους και αυτό ήταν αγόρι. Ο Γιώργης τους.
Η Ελένη έπλεε σε πελάγη ευτυχίας βλέποντας την οικογένειας της να μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο. Είχε όλα όσα ήθελε ποτέ στη ζωή της. Έναν άντρα να την αγαπά και να τον αγαπάει και δύο πανέμορφα παιδιά. Η μικρή ήταν ίδια η Ελένη με την διαφορά ότι είχε πάρει τα μάτια του πατέρα της. Κάθε φορά που τους έβλεπε αγκαλιά έλεγε
«Τα σμαράγδια μου!» και φούσκωνε από υπερηφάνεια
Ο Γιώργης, από τη άλλη, ήταν ίδιος ο Σέργιος. Στο μέλλον θα γινόταν ένα καστανόξανθο, ψηλό και γοητευτικό αγόρι, που θα κέρδιζε με την καλοσύνη και την γενναιοδωρία του όλον τον κόσμο.
_________________________________________
5 χρόνια αργότερα...
«Νένα έλαααα!» αναφώνησε ο μικρός Γιώργης προσπαθώντας να πείσει την αδερφή του να τον κυνηγήσει
«Γιώργη μου, πρόσεχε σε παρακαλώ μην χτυπήσεις!» του φώναξε αναστατωμένη η Ελένη, καθώς έστρωνε το τραπέζι στην αυλή για να φάνε
Ο Σέργιος κατέβηκε από τη σκάλα κρατώντας δύο πιατέλες με φαγητά.
«Άσε τα παιδιά, Λενιώ μου! Προσέχουν!»
«Μπαμπά, πιάσε μεεε!» φώναξε η Αννέτα τραβώντας τον Σέργιο από το σακάκι του
«Έρχομαι, λουλούδι μου!»
«Να τος και ο άλλος!» είπε πονηρά η Ελένη
Ο Σέργιος τής χαμογέλασε.
Την πλησίασε και την φίλησε απαλά. Η Ελένη τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη μέση του και εκείνος έκανε το ίδιο. Φιλήθηκαν για λίγα λεπτά ακόμη.
Όταν απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλον, κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια.
«Σε ευχαριστώ!» του παραδέχτηκε
«Για ποιο πράγμα;»
«Για όλα!» είπε και έδειξε τα μικρά που έτρεχαν γύρω τους
Η Αννέτα και ο Γιώργης σταμάτησαν να τρέχουν και πλησίασαν τους γονείς τους.
Η Αννέτα αγκάλιασε τα πόδια της Ελένης.
«Μανούλα, ελάτε να παίτσουμε!» είπε μουτρωμένα η μικρή
«Ερχόμαστε, καρδούλα μου!» είπε και έσκυψε και φίλησε και τα δύο στα μαλλάκια τους
Τα μικρά άρχισαν να τρέχουν και πάλι ανέμελα. Ο Σέργιος πήρε από το χέρι την Ελένη και την τράβηξε ελαφρά. Εκείνη τον σταμάτησε.
«Σέργιε...δεν μπορώ να τρέχω για πολύ, όμως!»
«Γιατί;»
Το βλέμμα της Ελένης χαμήλωσε και κοίταξε την κοιλιά της. Έπειτα, κοίταξε και πάλι τον Σέργιο.
«Λενιώ μου;...είσαι;...»
Η Ελένη έγνεψε καταφατικά.
Ο Σέργιος την πήρε αγκαλιά και την στριφογύρισε στον αέρα. Γελούσαν και οι δύο δυνατά.
«Τι άλλο να ζητήσω; Πες μου! Εγώ σε ευχαριστώ για όλα! Σ' αγαπάω!» της είπε
«Σ' αγαπάω, Σέργιε!» του απάντησε με τη σειρά της
Άρχισαν να τρέχουν και να παίζουν μαζί με τα παιδιά τους. Τέσσερα πλατιά χαμόγελα ήταν σχηματισμένα στα πρόσωπα της οικογένειας.
Η ευτυχία είχε βρει, επιτέλους, τη θέση της ανάμεσα τους. Κούρνιασε στην αγκαλιά τους και έμεινε εκεί για πάντα, να τους φροντίζει και να τους προστατεύει.
Τ Ε Λ Ο Σ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top