14. Μια νέα αρχή
Η Ελένη θυμάται ελάχιστα από εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα του Μαρτίου. Η μνήμη της σταμάτησε την στιγμή που σωριάστηκε, εκεί μπροστά σε όλους. Το επόμενο πράγμα που θυμάται είναι να ξυπνάει στο κρεβάτι της, νιώθοντας το κεφάλι της βαρύ και τον Σέργιο στο πλευρό της να της κρατάει το χέρι, κλαίγοντας.
Τότε άρχισε να θυμάται όλα όσα είχαν προηγηθεί. Θυμάται να ακολουθεί τους συγχωριανούς της στην πλατεία, θυμάται να αντικρίζει τον Σέργιο πεσμένο στο χώμα, θυμάται τον Μελέτη να τον σημαδεύει με όπλο ενώ το άλλο χέρι του να σφίγγει τον λαιμό του. Θυμάται να χάνει τη Γη κάτω από τα πόδια της, όλα να σβήνουν γύρω της και να χάνει τις αισθήσεις της.
Άνοιξε τα μάτια της.
«Σέργιε μου...» ψιθύρισε
Τα μάτια του Σέργιου έλαμψαν, μόλις την είδε που συνήλθε.
«Καρδιά μου, Λενιώ μου; Είσαι καλά;»
Η Ελένη άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του και πήγε να τον αγκαλιάσει.
«Όχι, κορίτσι μου! Μην σηκώνεσαι!» είπε ο Σέργιος και την βοήθησε να ξανά ξαπλώσει
«Εσύ είσαι καλά;» του είπε και τον χάιδεψε στο πρόσωπο
«Μια χαρά είμαι, δεν με βλέπεις;»
«Ανησύχησα! Έχασα το μυαλό μου μόλις σε είδα έτσι! Νόμιζα ότι...»
Ο Σέργιος τής έκλεισε το στόμα με το δάχτυλο του
«Τίποτα δεν έπαθα...Ο Μελέτης έκανε το λάθος να με απειλήσει μπροστά σε όλο το χωριό...ευτυχώς με έσωσαν!»
«Γιατί το έκανε;»
«Γιατί είναι άρρωστος, Λενιώ μου! Θέλει να με εκδικηθεί...»
Ο Σέργιος χαμήλωσε το βλέμμα του.
«Εσένα γιατί;»
«Γιατί πιστεύει πως με το να μας ξεκληρίσει όλους, θα πάρει την θέση μας στην καρδιά του Δούκα!»
«Όλους;»
Ο Σέργιος κούνησε καταφατικά το κεφάλι
«Εκείνος έριξε τον Κωνσταντή στον γκρεμό το βράδυ του γάμου μας. Μετά είχα σειρά εγώ και τελευταίος ο Νικηφόρος»
Η Ελένη δεν πίστευε αυτά που άκουγε. Κοιτούσε τον Σέργιο αποσβολωμένη, με το χέρι της να καλύπτει το στόμα της.
«Γιατί να τα κάνει όλα αυτά; Γιατί;»
«Η ζήλια, Λενιώ μου, σε τυφλώνει και δεν ξέρεις τι κάνεις!»
«Τουλάχιστον είσαι καλά! Τώρα πού είναι ο Μελέτης;»
«Τον κρατάει ο ενωμοτάρχης στο τμήμα. Αύριο θα περάσει από εισαγγελέα και θα φυλακιστεί προσωρινά μέχρι να γίνει η δίκη. Θα μπει φυλακή, Ελένη. Μπορεί και να καταδικαστεί σε θάνατο...Του αξίζει ό,τι και αν πάθει! Μην ξεχνάς τι πήγε να σου κάνει...»
«Η Πηνελόπη;»
«Νοιάζεσαι για εκείνη παρότι αυτή σου φέρθηκε τόσο άδικα...»
«Ο έρωτας σε τυφλώνει...» απάντησε και κατέβασε το βλέμμα της
Ο Σέργιος χαμογέλασε.
«Κλεισμένη στο δωμάτιο της είναι! Δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο Μελέτης ευθύνεται για τον θάνατο του αδερφού μας. Με τον καιρό, όμως, θα της περάσει. Θα το ξεχάσει και θα συνεχίσει την ζωή της!»
Ο Σέργιος παρατήρησε πως όλη αυτήν την ώρα η Ελένη είχε τα χέρια της στην κοιλιά της και ανησύχησε.
«Πονάς;» την ρώτησε και το βλέμμα του οδηγήθηκε στην κοιλιά της
«Όχι...απλώς...»
«Τι συμβαίνει;»
«Πριν λιποθυμήσω, ερχόμουν να σε βρω...γιατί θέλω να σου πω κάτι που έμαθα σήμερα το πρωί»
«Τι;»
«Είμαι...»
Η Ελένη πήρε το χέρι του και το τοποθέτησε στην κοιλιά της
«Θα γίνουμε γονείς...»
Το πρόσωπο του Σέργιου έλαμψε ολόκληρο. Τα δάκρυα εξαφανίστηκαν μεμιάς από τα μάτια του και αντικαταστάθηκαν από ένα τεράστιο χαμόγελο που απλωνόταν σε όλο του το πρόσωπο.
«Μου λες αλήθεια;»
Η Ελένη κούνησε καταφατικά το κεφάλι
«Σήμερα το πρωί πήγα στην Ρίζω και μου το επιβεβαίωσε»
«Λενιώ μου» αναφώνησε και πήγε να την αγκαλιάσει
Κάτι, όμως, του έκοψε την φόρα και σταμάτησε απότομα. Το βλέμμα του πάγωσε απέναντι από το δικό της. Τα πράσινα μάτια του σκοτείνιασαν.
«Τι έπαθες;»
«Αυτό το παιδί ήρθε...»
Η Ελένη έβαλε τα χέρια της στα μάγουλα του.
«Θέλω να ξανά είμαστε μαζί, Σέργιε. Τώρα πια το ξέρω καλά. Όλο αυτόν τον καιρό που βρισκόμαστε, συνειδητοποίησα πως η αγάπη μου για σένα είναι μεγαλύτερη από αυτό που μας χωρίζει. Η Δρόσω πριν φύγει μας είπε κάτι που μου άλλαξε την ζωή! Να αφήσουμε πίσω τα λάθη του παρελθόντος και να γυρίσουμε σελίδα στην ζωή μας! Αυτό θέλω να κάνω και εγώ! Και θέλω να το κάνουμε μαζί! Μαζί να την γυρίσουμε αυτή τη σελίδα...αγάπη μου! Εμείς και το παιδάκι μας!»
Ο Σέργιος χαμογέλασε. Δάκρυα ήρθαν να θολώσουν τα μάτια του. Αυτή τη φορά, όμως, ήταν δάκρυ χαράς. Δάκρυα ευτυχίας και αισιοδοξίας.
Κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι. Την πήρε στην αγκαλιά του, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από τους ώμους της.
Η Ελένη έκλεισε το πρόσωπο της μέσα στον λαιμό του και ρούφηξε την μυρωδιά του, που λάτρευε.
«Μαζί...αγάπη μου...» συμφώνησε ο Σέργιος «Όμως, πάντα θα υπάρχει ανάμεσα μας το φάντασμα του Δούκα και αυτό που έκανε για να σας βλάψει»
Η Ελένη τον κοίταξε.
«Εσένα μπορώ να σε συγχωρέσω. Εκείνον, όμως, όχι! Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω ποτέ! Σκότωσε τον πατέρα μου, Σέργιε»
«Το ξέρω, καρδιά μου! Και είμαι έτοιμος να τον κάνω να πληρώσει για αυτή του την πράξη»
«Τι εννοείς;» ρώτησε τρομαγμένη η Ελένη
«Θα κάνω ό,τι μου πεις! Αν θες να πάω να τον καταδώσω, θα το κάνω!»
«Τίποτα δεν θέλω να κάνεις, προς το παρόν. Θέλω να ζήσω το τώρα και να ξεχάσω όσα έχουν συμβεί και όσα με πλήγωσαν. Θέλω να κάνουμε μια νέα αρχή! Εμείς και το μωρό μας!»
Το χέρι της κατευθύνθηκε στην κοιλιά της. Το ίδιο και το χέρι του Σέργιου. Τα δύο τους χέρια ενώθηκαν πάνω από κάτι πολύ σπουδαίο. Πάνω από ένα μικρό θαύμα που δημιουργήθηκε από την βαθιά αγάπη και των δύο. Πάνω από τον καρπό του έρωτας τους.
Ο Σέργιος έσκυψε και την φίλησε απαλά στα χείλη. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως κρατούσε στα χέρια του ένα τόσο σπάνιο πλάσμα. Η Ελένη ήταν διατεθειμένη να παραβλέψει όλα όσα της έκανε η οικογένεια του, μόνο για χάρη του. Γιατί μπορούσε να καταλάβει ότι εκείνος δεν είχε καμία σχέση με τον πατέρα του. Ότι εκείνος ήταν διαφορετικός. Ένας τελείως αλλιώτικος Σεβαστός. Ευχαριστούσε τον Θεό που του χάρισε μια τέτοια γυναίκα. Μια γυναίκα που τον αγάπησε για όλα τα καλά αλλά και τα άσχημα χαρακτηριστικά του. Η αγάπη τους ήταν τόσο δυνατή που τελικά ξεπέρασε κάθε εμπόδιο.
«Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε και με τα μικρά!» είπε η Ελένη
«Την Ασημίνα και τον Νικηφόρο;»
Η Ελένη έγνεψε καταφατικά.
«Ρε με τα πιτσουνάκια που μπλέξαμε!» αναφώνησε ο Σέργιος
«Είναι ερωτευμένα τα πιτσουνάκια μας!» παρατήρησε η Ελένη «Εσύ τουλάχιστον, θα έπρεπε να τους καταλάβεις!»
Η Ελένη τέντωσε τον λαιμό της για να φτάσει τα χείλη του.
«Έξω είναι και οι δύο. Επίτηδες έφερα εδώ σήμερα τον Νικηφόρο για να μιλήσουν»
«Πάμε έξω, λοιπόν, να τα ξεκαθαρίσουμε» είπε αποφασιστικά η Ελένη
«Είσαι σίγουρη; Νιώθεις καλύτερα;»
«Μια χαρά είμαι, δεν με βλέπεις; Συνήλθα εντελώς!»
Ο Σέργιος την βοήθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Τύλιξε το χέρι του γύρω από την μέση της για να της προσφέρει την στήριξη που χρειαζόταν για να σταθεί στα πόδια της αλλά και γιατί δεν μπορούσε να πάρει τα χέρια του από πάνω της. Ένιωθε συνεχώς την ανάγκη να την αγγίζει για να συνειδητοποιήσει ότι από εδώ και πέρα θα ήταν μαζί και ενωμένοι.
Βγαίνοντας από το δωμάτιο, είδαν την Ασημίνα και τον Νικηφόρο να κάθονται στο τραπέζι του σαλονιού, αμίλητοι.
Η Ασημίνα αμέσως πετάχτηκε πάνω.
«Λενιώ μου! Είσαι καλά;»
Η Ελένη αγκάλιασε σφιχτά την αδερφή της. Δύο χαμόγελα σχηματίστηκαν στα πρόσωπα και των δύο.
«Μια χαρά είμαι! Αλλά θέλουμε να σας μιλήσουμε» απάντησε και κοίταξε πρώτα την αδερφή της και έπειτα τον Νικηφόρο
Κάθισαν και οι τέσσερις στο τραπέζι με την Ελένη να παίρνει πρώτη τον λόγο.
«Ξέρουμε ότι αγαπιέστε...ξέρουμε ότι θέλατε να κλεφτείτε γιατί δεν σας αφήνουν να παντρευτείτε λόγω του δικού μας γάμου» είπε με μια ανάσα «Ασημίνα μου γιατί δεν μου είπες τίποτα; Εμείς τα λέμε όλα μεταξύ μας!»
«Αν μας λέγατε την αλήθεια θα σκεφτόμασταν έναν τρόπο να παντρευτείτε. Στην ανάγκη δεν πάνε να λένε ό,τι θέλουνε, ο Θεός ευλόγησε τον έρωτα και θα παντρευόσασταν ο κόσμος να χαλάσει»
«Δεν είναι μόνο αυτό» συμπλήρωσε ο Νικηφόρος
«Θέλαμε να φύγουμε και από το χωριό! Μετά από όλα αυτά που έγιναν, πίστεψα ότι ο καλύτερος τρόπος να ξεχάσω θα ήταν με το να φύγω σαν τον κλέφτη, μαζί σου Ασημίνα» απάντησε και στράφηκε προς εκείνη
«Εσύ τι έχεις να πεις για όλα αυτά, κορίτσι μου;» την ρώτησε η Ελένη
«Θέλω να είμαι μαζί σου Νικηφόρε! Τον αγαπάω, Ελένη, αλλά...»
Η Ελένη την διέκοψε
«Αφού τον αγαπάς, δεν έχει αλλά! Στον έρωτα δεν έχουν θέση τα αλλά! Θυμήσου τα λόγια της Δρόσως...» της είπε και της έπιασε το χέρι
«Εμείς θα σας παντρέψουμε» συμπλήρωσε ο Σέργιος
Η Ελένη έγνεψε καταφατικά. Έπειτα, στράφηκε στον Σέργιο και του χαμογέλασε.
«Εμείς ναι! Και ας φωνάζει ο παπά-Γρηγόρης!»
Ξέσπασαν και οι τέσσερις σε γέλια.
«Μόνο που...» είπε διστακτικά η Ασημίνα
«Μόνο που τι;» την ρώτησε ο Νικηφόρος
«Θέλω να πάμε να ζήσουμε στο Παρίσι, Νικηφόρε μου! Αν φυσικά το θες και εσύ!»
Ο Νικηφόρος χαμογέλασε
«Αν το θέλω, λέει! Θα κάνουμε μια νέα αρχή, αγάπη μου!»
Η Ελένη και ο Σέργιος κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν.
«Θα μου φύγεις και εσύ!» είπε η Ελένη στην αδερφή της
Η Ασημίνα χαμήλωσε το βλέμμα της.
Ο Σέργιος κατάλαβε την αμηχανία και των δύο και επενέβη
«Θα έχουμε και δικαιολογία να πηγαίνουμε στο Παρίσι, Λενιώ μου! Και μάλιστα σε λίγο καιρό δεν θα είμαστε πια μόνοι μας!» πρόσθεσε
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Νικηφόρος
Η Ελένη κοίταξε τον Σέργιο.
Είχε έρθει πια η ώρα να τους πούνε για το νέο μέλος που θα ερχόταν στην οικογένεια σε λίγους μήνες.
«Είμαι έγκυος!» είπε η Ελένη
Το πρόσωπο της Ασημίνας φωτίστηκε. Δάκρυα χαράς ήρθαν στα μάτια της και σηκώθηκε αμέσως να αγκαλιάσει την αδερφή της.
Ο Νικηφόρος κοίταξε τον Σέργιο.
Ο Σέργιος τον τράβηξε και τον αγκάλιασε, χτυπώντας απαλά το χέρι του στην πλάτη του αδερφού του.
«Λενιώ μου, συγχαρητήρια!» αναφώνησε η Ασημίνα «Θα γίνεις μανούλα! Θα έχουμε ανιψάκι, Νικηφόρε!» απάντησε και έτρεξε να κλειστεί στην αγκαλιά του
Ο Σέργιος στράφηκε στην Ελένη, την πλησίασε και πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση της.
«Άιντε ρε, φίλα την. Αφού το θέλετε και οι δύο!» αναφώνησε ο Σέργιος
Η Ελένη χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά στην αδερφή της
Ο Νικηφόρος έσκυψε ελαφρά και ένωσε τα χείλη του με της Ασημίνας. Εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του.
Η Ελένη και ο Σέργιος κοιτάχτηκαν και γέλασαν πονηρά.
«Είδες τα πιτσουνάκια;» είπε η Ελένη
Ξέσπασαν και οι δύο σε γέλια.
«Εγώ επιτρέπεται να σας φιλήσω, κυρία Σταμίρη;» ρώτησε ο Σέργιος την Ελένη
«Κυρία Σεβαστού!» τον διόρθωσε
«Όχι! Κυρία Σταμίρη! Σταμίρη ήσουν και θα είσαι για πάντα, ό,τι και αν συμβεί!»
Η Ελένη χαμογέλασε.
Πέρασε το χέρι της στο σβέρκο του και τον τράβηξε προς το μέρος της, ενώνοντας τα χείλη της με τα δικά του.
Η Ασημίνα και ο Νικηφόρος τούς κοιτούσαν και ένιωθαν παρείσακτοι σε μια τέτοια στιγμή.
«Εεεε παιδιά! Δωμάτιο δεν έχετε εσείς;»
Η Ελένη χαμήλωσε το βλέμμα της, νιώθοντας ντροπή που φιλιόντουσαν μπροστά τους
«Έχουμε αλλά έχουμε και εσάς!» απάντησε πονηρά ο Σέργιος
«Αν ενοχλούμε να φύγουμε!» είπε ο Νικηφόρος
Ξέσπασαν και οι τέσσερις σε γέλια.
Εκείνο το βράδυ έκατσαν και γλέντησαν όλοι μαζί μέχρι αργά. Ήπιαν στον επερχόμενο γάμο της Ασημίνας και του Νικηφόρου και στην υγεία του νέου μέλους της οικογένειας τους. Ήταν όλοι γελαστοί και αληθινά ευτυχισμένοι μετά από πολύ καιρό. Μετά από τόσες πίκρες, βάσανα και εμπόδια. Τώρα πια το μέλλον ήταν μπροστά τους και τους περίμενε να το εξερευνήσουν.
Εκείνο το βράδυ η Ελένη και ο Σέργιος κοιμήθηκαν στην κάμαρη τους αγκαλιά, έπειτα από πολύ καιρό. Χόρτασαν ο ένας την παρουσία του άλλου και απόλαυσαν έναν ύπνο γαλήνιο που είχαν και οι δύο ανάγκη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top