12. Η βροχή

Το πένθος επέστρεψε για ακόμη μία φορά στο σπίτι των αδερφών Σταμίρη. Τα τρία κορίτσια μαυροφορέθηκαν ξανά. Η Ελένη έβγαλε από το συρτάρι της το μαύρο της κεφαλομάντηλο. Στο πρόσωπο της επέστρεψε η αγριάδα αλλά και η θλίψη που ένιωθε όλα αυτά τα χρόνια. Άκουγε το χωριό να ψιθυρίζει από πίσω της «Σαν χήρα είναι», μα δεν έδινε σημασία. Ποτέ δεν την ένοιαξε τι έλεγαν για εκείνη.

Όλοι ήξεραν ότι εκείνη και ο Σέργιος πήραν χωριστούς δρόμους, ωστόσο, δεν γνώριζαν το πραγματικό λόγο που συνέβη αυτό. Η Ελένη επέλεξε να μην πει σε κανέναν την αλήθεια. Εκείνη και οι αδερφές της ήταν οι μόνες που μοιράζονταν έναν τέτοιο μυστικό και είχαν υποσχεθεί η μία στην άλλη πως δεν θα το αποκαλύψουν σε κανέναν μέχρι να δουν τι θα κάνουν από δω και πέρα.

Όμως, η Ελένη γνώριζε καλά τι θα γίνει τούδε και στο εξής. Το μέλλον της ήταν η μοναξιά. Πάντα ήταν η μοναξιά. Προσπάθησε να μοιραστεί την ζωή της με κάποιον, και ένιωθε πως τα είχε καταφέρει, αλλά εκείνος την πρόδωσε και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο. Είχε αποδεχθεί την μοίρα της. Δεν θα κατάφερνε ποτέ να είναι πραγματικά ευτυχισμένη.

Η Ελένη περίμενε από τον εαυτό της να αντιδράσει μετά από αυτό που έμαθε. Να σηκώσει την καραμπίνα και να την πληρώσει όποιος Σεβάστος βρεθεί στον διάβα της. Αντ' αυτού έμεινε άπραγη. Σαν κάτι να είχε μουδιάσει μέσα της. Σαν να μην ένιωθε τίποτα απολύτως. Μέχρι και η ίδια παραξενεύτηκε από αυτή της την αντίδραση, μα δεν κατάφερε να την εξηγήσει.

Η Ασημίνα έχασε την Γη κάτω από τα πόδια της, όταν έμαθε την αλήθεια από την Ελένη. Για μέρες ήταν κλεισμένη στο δωμάτιο της και έκλαιγε ασταμάτητα. Ανέβασε υψηλό πυρετό που δεν κατέβαινε με τίποτα. Ο γιατρός είπε στις αδερφές της ότι είναι από στενοχώρια. Έπρεπε να διαγράψει τον Νικηφόρο από την ζωή της μια για πάντα και αυτό την πονούσε. Την πονούσε πιο πολύ από όλα.

Η Ελένη έμαθε όλη την αλήθεια για την σχέση της αδερφής της με τον Νικηφόρο και τις προθέσεις τους να το σκάσουν μαζί για το Παρίσι. Έγινε έξαλλη με την Ασημίνα που της έκρυψε κάτι τόσο σημαντικό. Η συμπεριφορά της αδερφής της την πλήγωσε. Αν της είχε εκμυστηρευτεί όλη την αλήθεια, η Ελένη θα έβρισκε σίγουρα τρόπο να καταφέρουν να είναι μαζί η Ασημίνα και ο Νικηφόρος. Εξάλλου, έβλεπε στα μάτια της πόσο αγαπούσε τον Νικηφόρο και πόσο πολύ ήθελε να είναι μαζί.

Από την άλλη, ο Σέργιος είχε εξαφανιστεί από το χωριό. Δεν έβγαινε σχεδόν καθόλου από το σπίτι, για να μην συναντήσει τυχαία στον δρόμο την Ελένη. Πήγαινε μόνο βόλτες με το άλογο του και στα χωράφια για να επιβλέπει τους εργάτες. Το να τρέχει ανέμελος στον κάμπο ηρεμούσε την γεμάτη τρικυμία ψυχή του και τον έκανε να ξεχνάει. Κάποιες φορές, όμως, θυμόταν τις βόλτες και τις όμορφες στιγμές που έζησε με την Ελένη όλο αυτόν τον καιρό. Έτσι, γυρνούσε σπίτι του, κλεινόταν στην κάμαρη του και μούσκευε το μαξιλάρι με τα δάκρυα του, μέχρι που τον έπαιρνε ο ύπνος. Ένας ύπνος γεμάτος εφιάλτες.

Ο Νικηφόρος δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον αδερφό του, που του κατέστρεψε το μέλλον του με την Ασημίνα. Ήξερε πως αυτό που έγινε θα γινόταν κάποτε, απλά τώρα ήταν η πιο ακατάλληλη στιγμή. Η ζωή του είχε ολοκληρωθεί πριν καν ξεκινήσει. Η κοινή του ζωή με την Ασημίνα είχε το πιο άσχημο τέλος. Δεν είχε προσπαθήσει ούτε να της μιλήσει, ούτε να την συναντήσει. Μονάχα καμιά φορά πήγαινε κάτω από το σπίτι της και την παρακολουθούσε που έβγαινε με τις αδερφές της. Ακόμα και αυτό του ήταν αρκετό. Η εικόνα της του ήταν αρκετή.

Ο Δούκας έβλεπε τους γιους του να λιώνουν μέρα με την μέρα. Οι τύψεις είχαν ξεκινήσει ήδη να τον πνίγουν. Ο ύπνος γινόταν όλο και πιο δύσκολος για εκείνον. Καθόταν με τις ώρες απομονωμένος στο γραφείο του, χωρίς να τρώει. Χωρίς να μιλάει σε κανέναν. Ούτε στην Μυρσίνη. Ούτε στην Αννέτ.

Αντιθέτως, η Πηνελόπη ζούσε την απόλυτη ευτυχία στο πλάι του Μελέτη. Ο έρωτας τους φούντωνε μέρα με την μέρα. Η Πηνελόπη είχε τυφλωθεί απ’ την μορφή του. Δεν μπορούσε να διακρίνει ποιος ήταν πραγματικά ο άνθρωπος που αγαπούσε.

Ο Μελέτης έβλεπε τον Σέργιο και τον Νικηφόρο να έχουν χάσει τον εαυτό τους και έτριβε τα χέρια του από ευχαρίστηση. Αυτό που επιθυμούσε πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο ήταν να είναι αρεστός στον Δούκα. Να γίνει ο γιος που ποτέ δεν κατάφερε να έχει. Έκανε ό,τι τον διέταζε χωρίς δεύτερες σκέψεις. Ήθελε να γίνει Σεβαστός, στην θέση των Σεβαστών. Τώρα που οι αρσενικοί απόγονοι του Δούκα ήταν βουτηγμένοι στην θλίψη, μπορούσε να δρα ανενόχλητος, με απώτερο σκοπό του να τους καταστρέψει.
_________________________________________

Η Ελένη γυρνούσε στο σπίτι της, έπειτα από μια αρκετά κουραστική μέρα στα χωράφια. Ο ουρανός είχε εξαφανιστεί, καθώς ήταν γεμάτος μαύρα σύννεφα. Η ατμόσφαιρα μύριζε βροχή. Η Ελένη επιτάχυνε τον βηματισμό για να μην τη πιάσει η βροχή στον δρόμο.

Όμως, καθώς περπατούσε κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Κοίταξε αριστερά. Εκεί που βρισκόταν το μέρος που κατέρρευσε η ευτυχία της. Εκεί που ο Σέργιος της αποκάλυψε την αλήθεια. Ακουσίως τα βήματα της την οδήγησαν σε εκείνο το μέρος.

Έβγαλε τα παπούτσια και έβαλε το πόδια της στο νερό του ποταμού, μέχρι που αυτό μούσκευε το φόρεμα της. Το νερό ήταν παγωμένο αλλά δεν την ένοιαζε. Άφησε τον εαυτό της ελεύθερο. Έκλεισε τα μάτια της και εισέπνευσε με λαχτάρα τον καθαρό αέρα. Τον ένιωθε να εισέρχεται στους πνεύμονες της και να την αναζωογονεί.

Ξάφνου, η ηρεμία της ταράχτηκε. Άκουσε βήματα πίσω της. Γύρισε απότομα το κεφάλι.

Τον είδε.

Τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του.

Ένιωσε τα πόδια της να κόβονται. Σαν να μην μπορούσαν πια να στηρίξουν το σώμα της. Ήθελε να σωριαστεί στο χώμα. Εκεί μπροστά του. Μα δεν το έκανε.

«Με παρακολουθείς;» του είπε απότομα

«Έρχομαι συχνά εδώ. Δεν σε έχω ξαναδεί!»

«Φύγε, Σεβαστέ!»

Ο Σέργιος χαμογέλασε. Κάποτε τον έλεγε «Αγάπη μου» και τώρα; Τον είχε μισήσει.

Ήταν αποφασισμένος να δεχτεί όλα τα πυρά της οργής της, χωρίς να βγάλει λέξη. Να την αφήσει να ξεσπάσει, μέχρι να μπορέσει να πέσει στα πόδια της και να της ζητήσει συγγνώμη.

Ο Σέργιος δεν την άκουσε. Αντί να φύγει, την πλησίασε.

«Σου είπε να φύγεις!» επανέλαβε

«Άλλαξες!» παρατήρησε «Κοντά ένα μήνα έχω να σε δω και άλλαξες!»

«Εσύ με άλλαξες! Δικό σου δημιούργημα είναι αυτό που βλέπεις αυτή τη στιγμή»

Τα λόγια ήταν σαν μαχαίρι στην καρδιά του.

«Άφησε με τουλάχιστον να σου ζητήσω συγγνώμη!»

«Για ποιο από όλα;»

«Για όλα!»

«Δεν έχω τόσες ώρες, Σέργιε, πρέπει να γυρίσω στο σπίτι!»

Ο Σέργιος γέλασε.

«Βλέπω δεν χάνεις το χιούμορ σου. Κάτι είναι και αυτό!»

Η καρδιά του άρχισε να χτυπά σαν τρελή από την στιγμή που άκουσε αυτό το «Σέργιε» από το στόμα της. Το όνομα του έβγαινε τόσο γλυκό από τα χείλη της. Αυτά τα κόκκινα χείλη, σαν ώριμα φρούτα. Αυτά τα χείλη που του είχαν λείψει τόσο πολύ. Να τα αγγίζει, να τα φιλάει, να του ψιθυρίζουν τις πιο βαθιές επιθυμίες της.

Την πλησίασε λίγο ακόμη.

Το στήθος της Ελένης ανεβοκατέβαινε γρήγορα, τώρα πια. Κάτι που μαρτυρούσε τους ανεξέλεγκτούς χτύπους της καρδιάς της. Ένιωθε την παρουσία του να την κυριεύει. Πολλές φορές τα βράδια όταν έπεφτε για ύπνο, έπιανε τον εαυτό της να μυρίζει την μυρωδιά του στο μαξιλάρι του. Την μυρωδιά των μαλλιών του. Αυτή την μυρωδιά από φρέσκο, πράσινο σαπούνι. Τι και αν άλλαζε τα σεντόνια με μανία κάθε πρωί, αυτή η ευωδιά παρέμενε εκεί, ακλόνητη. Σαν να τον περίμενε στωικά να γυρίσει.

«Τι θέλεις από μένα;» του είπε ξέπνοα

«Εσένα! Μόνο εσένα! Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα! Δεν μπορώ να κοιμηθώ αν δεν σε έχω στην αγκαλιά μου! Δεν μπορώ να ηρεμήσω αν δεν έχω την γεύση από το φιλί σου στα χείλη μου»

Η Ελένη ένιωσε τα χέρια της να τρέμουν. Είχε να τον δει τόσο καιρό, αλλά της φαινόταν σαν χτες που κοιμόντουσαν αγκαλιά στο ίδιο κρεβάτι. Που έκαναν έρωτα μέχρι το ξημέρωμα, γιατί δεν χόρταιναν ο ένας το κορμί του άλλου. Από μέσα της επαναλάμβανε την ίδια φράση ξανά και ξανά

«Σκότωσε τον πατέρα μου! Σκότωσε τον πατέρα μου!»

Μάταια, όμως. Η φράση αυτή δεν είχε καμία επιρροή πάνω της. Ο μόνος που είχε επιρροή πάνω της αυτή την ώρα, ήταν ο Σέργιος. Συνειδητοποίησε αμέσως πόσο πολύ της είχε λείψει. Δεν χόρταινε να τον κοιτάζει. Τα μάτια του της είχαν λείψει πιο πολύ από όλα. Αυτά τα δύο μεγάλα, πράσινα μάτια που την έγδυναν μόλις την αντίκριζαν.

Πλέον η απόσταση μεταξύ τους, είχε εκμηδενιστεί. Τα σώματα τους ακουμπούσαν ελαφρά το ένα στο άλλο.

Ένιωσε τα χέρια του καυτά να τυλίγονται γύρω της.

«Σκότωσε τον πατέρα μου! Σκότωσε τον πατέρα μου!»

Η φράση αυτή άρχισε να σβήνει σιγά σιγά από το μυαλό της. Το απαλό του άγγιγμα την έσβησε μεμιάς.

«Φύγε…Φύγε…» επανέλαβε ψιθυριστά

Η φωνή της έχανε σιγά σιγά την δύναμη της. Έσβηνε σταδιακά.

Ήθελε να αποτραβηχτεί από το κράτημα του, μα δεν το έκανε. Δεν είχε τις αντοχές να το κάνει.

Κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια. Αυτά μαρτύρησαν τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά τους. Είπαν την αλήθεια το ένα στο άλλο. Ζήτησαν συγγνώμη το ένα από το άλλο. Και τώρα πια ήταν ελεύθερα να εξαφανιστούν. Ήταν έτοιμα να κλείσουν και να χορέψουν στον ρυθμό του φιλιού του Σέργιου και της Ελένης.

Η Ελένη άνοιξε ελαφρώς το στόμα της, σαν να περίμενε το φιλί του. Έτσι, τα χείλη τους ενώθηκαν. Για πρώτη φορά έπειτα από πολύ καιρό. Το φιλί τους ήταν έντονο, επιτακτικό στην αρχή. Μετά από λίγο, όμως, άρχισε να μαλακώνει. Να γίνεται πιο απαλό. Σαν την θάλασσα που ηρεμεί έπειτα από μια έντονη τρικυμία.

Απομάκρυναν τα πρόσωπα τους.

Κοιτάχτηκαν.

«Γιατί μου το έκανες αυτό;» τον ρώτησε

«Συγχώρα με, Λενιώ!» της είπε όλο παράπονο

Έκλεισε το χέρι της μέσα στο δικό του και τον έσπρωξε ελαφρά προς το μέρος της.

Τύλιξε τα χέρια της γύρω του και τον αγκάλιασε σφιχτά.

Ο Σέργιος ξαφνιάστηκε από αυτή της την αντίδραση. Αυτή της η αγκαλιά ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να κάνει.

Η Ελένη έκλεισε τα μάτια και άρχισε να απολαμβάνει την ασφάλεια και την σιγουριά που της πρόσφεραν τα χέρια του. Της είχε λείψει αυτή η αίσθηση. Τα χείλη της κατευθύνθηκαν μέχρι τον λαιμό του. Η μυρωδιά τού πράσινου σαπουνιού συνέχιζε να υπάρχει στο δέρμα του. Ήταν εκεί και την περίμενε.

Άφησε ένα απαλό φιλί στον λαιμό του.

Ο Σέργιος γύρισε και την κοίταξε. Ξαφνιάστηκε ακόμα περισσότερο.

Η Ελένη τού χαμογέλασε. Κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να εξηγήσει την συμπεριφορά της.

«Γιατί το κάνεις αυτό τώρα;» την ρώτησε

«Δεν μπορώ να σου αντισταθώ…» του ψιθύρισε

Ο Σέργιος είχε παραδοθεί στο άγγιγμα της και εκείνη στο δικό του. Το φιλί της είχε τέτοια επιρροή πάνω του, που δεν μπορούσε να την εξηγήσει.

Το φιλί τους άδειασε μονομιάς το μυαλό της Ελένης. Οι ενδοιασμοί που είχε, εξαφανίστηκαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Εκείνη την στιγμή άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Τα πρόσωπα τους γέμισαν με σταγόνες νερού. Τα ρούχα τους μουσκεύτηκαν.

Έτρεξαν και οι δύο σε μια σπηλιά λίγα μέτρα πιο κάτω για να προστατευτούν από την βροχή που όλο και δυνάμωνε.

Λαχανιασμένοι και βρεγμένοι, έμειναν να κοιτάζουν το νερό που έπεφτε με μανία πάνω στο χώμα και τα δέντρα.

Έπειτα, κοιτάχτηκαν στα μάτια.

Ο Σέργιος κοιτούσε ξανά και ξανά το βρεγμένο κορμί της. Το φόρεμα της είχε κολλήσει όλο πάνω της και το σώμα της διαγραφόταν, σαν να ήταν γυμνό. Οι μακριές μπούκλες της είχαν πλέον ισιώσει. Τα μάτια της ήταν υγρά, μάλλον από τα δάκρυα που προσπαθούσε τόση ώρα να πνίξει.

Ούτε εκείνος μπορούσε να της αντισταθεί.

Την πλησίασε.

Τα σώματα τους εφάπτονταν το ένα στο άλλο.

Η Ελένη πήρε το πρόσωπο του στα χέρια της και τον τράβηξε πάνω της.

Τον φίλησε με πάθος.

Ο Σέργιος κατάφερε να διακρίνει μια της φράση που ξεστόμισε μέσα στο φιλί τους.

«Σε θέλω…»

Και εκείνος την ήθελε. Ποτέ του δεν σταμάτησε να την θέλει. Ούτε για μια στιγμή. Αυτές οι εβδομάδες που ήταν χώρια του φάνηκαν αιώνας.

Λίγη ώρα αργότερα, τα ρούχα τους βρίσκονταν κουβαριασμένα στο χώμα και πάνω από αυτά τα κορμιά τους ενωμένα.

Έξω ο αέρας λυσσομανούσε, η βροχή συνέχιζε ασταμάτητη την καθοδική της πορεία προς το έδαφος, αλλά εκείνους δεν τους ένοιαζε.

Το τσουχτερό κρύο δεν είχε καταφέρει τον σκοπό του. Τα σώματα τους καίγονταν, σαν δυο σπίθες που ανάβουν και σχηματίζουν μια φωτιά.

Ο Σέργιος φιλούσε κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Πότε τα χείλη της, πότε τον λαιμό της, πότε το στήθος της. Του είχε λείψει τόσο πολύ το κορμί της, το δέρμα της, η μυρωδιά της, η ξέπνοη ανάσα της κάθε φορά που του παραδινόταν. Τα χέρια του έσφιγγαν την μέση της. Φοβόταν μην φύγει, μην εξαφανιστεί.

Η Ελένη ένιωθε τα χέρια του να την σφίγγουν σαν μέγγενη, μα δεν παραπονέθηκε. Αντιθέτως, το απολάμβανε. Τα δικά της χέρια είχαν χαθεί μέσα στα πυκνά, καστανά μαλλιά του και τα τραβούσαν ελαφρά. Τον φιλούσε στον λαιμό ξανά και ξανά. Ήξερε ότι του άρεσε.

Όταν, πλέον, χόρτασαν τον έρωτας τους, ξάπλωσαν πάνω στα βρεγμένα ρούχα τους, αγκαλιασμένοι.

«Πνευμονία θα πάθουμε!» παρατήρησε ο Σέργιος

Η Ελένη χαμογέλασε.

«Τι ήταν αυτό που μόλις έγινε;» την ρώτησε

«Κάτι που έπρεπε να γίνει εδώ και καιρό!»

«Και όλα όσα σου είπα;»

«Δεν κατάφεραν να αλλάξουν τα συναισθήματα μου για σένα» παραδέχτηκε «Και τώρα το ξέρω καλά. Ό,τι έγινε πριν λίγο με έκανε να συνειδητοποιήσω πως όσα νιώθω είναι πιο δυνατά από οποιαδήποτε αλήθεια που μπορεί να με πληγώνει»

«Θα με συγχωρέσεις ποτέ άραγε;»

«Με τον καιρό θα ξεχάσω. Ίσως έτσι σε συγχωρέσω κιόλας. Ο χρόνος είναι γιατρός»

«Και δηλαδή…τι θα γίνει από εδώ και πέρα;»

Η Ελένη ανασήκωσε τους ώμους.

Αναστέναξαν βαθιά και οι δύο.

«Προς το παρόν με νοιάζει το τώρα. Από αύριο βλέπουμε…» παραδέχτηκε η Ελένη και τον κοίταξε στα μάτια

Ο Σέργιος έσκυψε και την φίλησε.

«Σε αγαπάω, Λενιώ μου» της είπε

«Σε αγαπώ, Σέργιε»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top