11. Η ώρα της αλήθειας

Ο Σέργιος παρακαλούσε να μην ξημερώσει ποτέ ο Θεός την επόμενη μέρα. Να μείνουν για πάντα έτσι αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι τους. Αλλά για ακόμη μία φορά, οι προσευχές του δεν εισακούστηκαν.

Ξύπνησε αξημέρωτα για να φύγει για τα χωράφια. Η αλήθεια ήταν πως δεν μπορούσε να την κοιτάξει στα μάτια. Δεν μπορούσε να την αντικρίσει. Δεν είχε τις αντοχές να την φιλήσει για να ξυπνήσει. Να την κλείσει στα χέρια του, μέχρι να αποφασίσουν να σηκώθουν για να πάνε στις δουλειές τους. Όχι σήμερα. Ό,τι συνέβη το χθεσινό βράδυ ήταν λάθος. Την έκανε δική του την ώρα που είχε αποφασίσει να της πει ότι ήταν συνένοχος στον φόνο του πατέρα της. Πόσο υποκριτής μπορούσε να γίνει. Είχε σιχαθεί τον ίδιο του τον εαυτό. Ούτε στον καθρέφτη, δεν μπορούσε να κοιταχτεί.

Αποφάσισε, λοιπόν, να της γράψει ένα σημείωμα και να το αφήσει δίπλα της στο κρεβάτι. Έτρεξε στον κήπο και έκοψε ένα τριαντάφυλλο. Ήταν κατακόκκινο. «Σαν αίμα», σκέφτηκε ο Σέργιος. Καθόταν και χάζευε το όμορφο λουλούδι. Τον είχαν απορροφήσει τα πανέμορφα πέταλα του. Δεν είχε καταλάβει πως είχε τρυπηθεί από τα αγκάθια του και έτρεχε αίμα από τα δάχτυλα του. Έβγαλε ένα επιφώνημα πόνου. «Μου μοιάζεις, τελικά!», είπε ψιθυριστά στο λουλούδι. «Εκεί που η ζωή μου μοιάζει να είναι όμορφη, σαν τα πέταλα σου, εκεί που πάω να αισθανθώ ευτυχισμένος, μου δίνει μια και μου τρυπάει τα σωθικά. Όπως τα αγκάθια σου». Δάκρυα ήρθαν να πνίξουν τα μάτια του. Τα συγκράτησε, όμως.

Ανέβηκε και πάλι στο σπίτι. Άφησε το λουλούδι και το σημείωμα δίπλα στην Ελένη και έφυγε.

Έπιετα από λίγη ώρα, η Ελένη ξύπνησε, χωρίς τον Σέργιο στο πλευρό της. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο γράμμα του.

«Συνάντησε με στα χωράφια της ανατολικής πλευράς, το μεσημέρι μετά το σχόλασμα των εργατών!»

Η Ελένη έμεινε να κοιτάζει τα γράμματα του, με ένα ερωτηματικό στο βλέμμα της. Πάλι της μιλούσε με γρίφους. Είχε ένα κακό προαίσθημα. Κάτι ήθελε να της πει. Κάτι κακό θα ήταν, σίγουρα. Αν ήταν κάτι ευχάριστο, γιατί να της το κρύψει; Φυσικά και θα ήταν κάτι δυσάρεστο. Είχε συνηθίσει να καταστρέφεται η ζωή της, πάνω που πήγαινε να την φτιάξει. Το ίδιο συνέβαινε και τώρα. Με τον Σέργιο ένιωθε ευτυχισμένη. Της πρόσφερε τόσα πολλά. Αγάπη, έρωτα, απόλαυση, ασφάλεια, προστασία. Δεν μπορούσε να βάλει σε τάξη τα συναισθήματα της, για να μπορέσει να εκφράσει το πόσο όμορφα ένιωθε μαζί του.

Το μόνο που είχε να κάνει τώρα ήταν να περιμένει. Μέχρι το μεσημέρι.
_________________________________________

Η Ασημίνα από την άλλη, κλεισμένη στην κάμαρη της, έβαζε σε μια μικρή βαλίτσα τα ρούχα της. Ο Νικηφόρος τής είχε ανακοινώσει πως με την βοήθεα της Αννέτ, θα έφευγαν σε δύο μέρες για το Παρίσι. Ένιωθε αυτή την γλυκιά προσμονή της νέας αρχής. Τον αγαπούσε τον Νικηφόρο. Τώρα πια ήταν ξεκάθαρο μέσα της.

Στενοχωριόταν που αναγκαζόταν να φύγει σαν τον κλέφτη, χωρίς καν να αποχαιρετήσει τις αδερφές της. Δεν είχε, όμως, άλλη επιλογή. Ήθελε τόσο πολύ να είναι με τον Νικηφόρο, που αναγκάστηκε να βάλει σε δεύτερη μοίρα την οικογένεια της. Ήξερε πως αν έμεναν στο Διαφάνι, δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι μαζί.

Ξαφνικά, άκουσε βήματα από τον διάδρομο. Έκλεισε βιαστικά την βαλίτσα και την έβαλε κάτω από το κρεβάτι.

Η Δρόσω άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Έπειτα, την ακολούθησε και η Ελένη.

«Φεύγω για τα χωράφια» ανακοίνωσε η Ελένη «και μετά θα πάμε με τον Σέργιο...»

Η Δρόσω την διέκοψε.

«Δεν μας έχεις πει πως τα πάτε!»

Την έπιασε απο το χέρι και την έβαλε στο δωμάτιο.

«Ναι, έχει δίκιο η μικρή!»

Την έσπρωξαν και κάθισαν και οι τρεις στο κρεβάτι της Ασημίνας.

«Λοιπόν, λέγε!» είπε αυστηρά η Δρόσω

«Τι να σας πω, βρε κορίτσια; Καλά τα πάμε! Είναι γλυκός, τρυφερός...»

«Τον αγαπάς;» ρώτησε γεμάτη αγωνία η Ασημίνα

«Δεν ξέρω!» απάντησε η Ελένη, σηκώνοντας τους ώμους

«Εκείνος σ' αγαπάει;» ρώτησε η Δρόσω

«Ούτε αυτό το ξέρω...» αποκρίθηκε η Ελένη και χαμήλωσε το βλέμμα της

«Πώς γίνεται να μην αγαπιέστε; Αφού σαν ακούμε κάθε βράδυ που..»

«Δρόσω, τι λές;» την μάλωσε η Ασημίνα και την χτύπησε ελαφρά στο πόδι

Η Ελένη χαμογέλασε αμήχανα.

«Συγγνώμη που σας φέρνω σε δύσκολη θέση...απλά να ξέρετε, πως αυτό που συμβαίνει μεταξύ μιας γυναίκας και ενός άντρα και που κάποια στιγμή θα συμβεί και σε σας, είναι μια απόδειξη της αγάπης τους. Είναι κάτι που κάνει και τους δύο πολύ ευτυχισμένους. Πρέπει να νιώθετε άνετα με τον άνθρωπο που θα μοιραστείτε μια τέτοια στιγμή. Να μην σας πιέσει. Να σας σεβαστεί. Να σας ακούσει, αν έχετε αντίρρηση. Και ο Σέργιος τα έκανε όλα αυτά. Ήξερε καλά ότι είχα ενδοιασμούς για τον γάμο μας, αλλά η συμπεριφορά του όλον αυτόν τον καιρό με έκανε να αισθανθώ πράγματα που δεν ήξερα ότι υπάρχουν. Πράγματα που τις τελευταίες βδομάδες όλο και φουντώνουν»

«Τι ωραία που τα λες!» αναφώνησε η Δρόσω

Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της Ασημίνας. Σκέφτηκε τα δικά της συναισθήματα για τον Νικηφόρο. Ήταν ακριβώς όπως τα είχε μόλις περιγράψει η Ελένη. Μπορεί εκείνη με τον Νικηφόρο να μην είχαν ολοκληρώσει τη σχέση τους, αλλά αυτή η φλόγα που της έκαιγε τα σωθικά κάθε φορά που τον έβλεπε, όλο και φούντωνε.

«Ασημίνα μου, κλαις;»

Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά.

Η Ελένη και η Δρόσω αγκάλιασαν σφιχτά την αδερφή τους. Νόμιζαν πως είχε συγκινηθεί με τα λόγια της Ελένης. Δεν τους περνούσε απο το μυαλό ο πραγματικός λόγος αυτής της της αντίδρασης. Η Ασημίνα ξέσπασε σε λυγμούς και μόνο στην σκέψη ότι θα τις αποχωριζόταν. Τις αγαπούσε τόσο πολύ τις αδερφές της. Μεγάλωσαν και οι τρεις μαζί. Η μία στήριζε την άλλη. Ήθελε, όμως, όσο τίποτα άλλο να μοιραστεί την ζωή της με τον άνθρωπο που αγαπούσε. Με τον Νικηφόρο της.
_________________________________________

Οι ώρες στα χωράφια περνούσαν βασανιστικά αργά για την Ελένη. Έπιασε πολλές φορές τον εαυτό της να βυθίζεται στις σκέψεις της και να μην αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω της.

Όταν, επιτέλους, ήρθε η ώρα να συναντήσει τον Σέργιο στο σημείο που της είχε υποδείξει στο γράμμα του, αισθάνθηκε τα πόδια της βαριά, σαν μολύβια. Σαν μια αόρατη δύναμη να την εμπόδιζε να προχωρήσει. Έμεινε ακίνητη, πατώντας γερά στο χώμα. Το κακό προαίσθημα, που ένιωθε όλες αυτές τις ώρες, την είχε κυριεύσει. Κάτι μέσα της της έλεγε να μην πάει.

Η ίδια αόρατη δύναμη, που τόση ώρα την τραβούσε πίσω, τώρα της έδωσε την ώθηση να κάνει το πρώτο της βήμα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, με το πρόσωπο της χαμένο στο γαλάζιο του ουρανού. Προσευχήθηκε με όλη της την δύναμη και ξεκίνησε για τα χωράφια της ανατολικής πλευράς.

Τον βρήκε να κάθεται κάτω από ένα δέντρο.

«Σέργιε...» είπε ξέπνοα

Το βλέμμα της συνάντησε το δικό του.

Ο Σέργιος σηκώθηκε από το χώμα.

Η Ελένη έτρεξε στην αγκαλιά του, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από την μέση του. Χαμογέλασε. Αισθάνθηκε αμέσως την γαλήνη που της πρόσφερε η αγκαλιά του. 

Έπειτα, ανασήκωσε ελαφρώς τα πόδια της και τον φίλησε.

Ο Σέργιος δεν αντέδρασε. Τα δικά του χέρια κρέμονταν στο πλάι του σώματος του, άτονα. Αδύναμα να αντιδράσουν στο άγγιγμα της.

Την απομάκρυνε από πάνω του και την κοίταξε στα μάτια.

«Πρέπει να σου μιλήσω» της είπε αποφασιστικά

Η Ελένη έβλεπε τα δάκρυα που θόλωναν ήδη τα μάτια του. Το βλέμμα του ήταν φοβισμένο. Όχι φοβισμένο. Τρομαγμένο.

«Τι συμβαίνει; Έχω αρχίσει να ανησυχώ!»

«Υπάρχουν κάποια πράγματα για μένα, που δεν τα ξέρεις. Δεν στα έχω πει»

Ο Σέργιος μπήκε κατευθείαν στο θέμα, χωρίς περιστροφές. Ήξερε πως μόνο έτσι θα μπορούσε να της πει όσα ήθελε. Ωστόσο, κόμπιασε για μια στιγμή.

«Η πρόταση μου να σε παντρευτώ ήταν κεραυνοβόλα. Σου είπα πως θέλω να σε προστατεύσω και με ρώτησες γιατί. Αλλά αυτό το γιατί δεν στο είπα ποτέ. Γιατί ποτέ δεν φανταζόμουν ότι η σχέση μας θα έφτανε σε αυτό το σημείο. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα νιώσω τόσο δυνατά πράγματα για σένα, πως δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς εσένα»

Ο Σέργιος τής πρόσφερε το χέρι του και εκείνη το άρπαξε, σαν μια σανίδα σωτηρίας. Ο μονόλογος του σταμάτησε. 

Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή βαθιά στα μάτια. Η Ελένη τρελαινόταν να κοιτάζει τα μάτια του. Τα αγαπούσε. Και τώρα, κρεμιόταν από εκείνα τα δύο του σμαράγδια. Τα κοιτούσε επίμονα. Σαν να μπορούσαν εκείνα να της μαρτυρήσουν τι έχει συμβεί. Τι ήταν αυτό που ήθελε να της πει.

Άρχισαν να περπατούν στα χωράφια, κρατώντας σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου. Η Ελένη ένιωθε την βέρα του να την πονά, αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει. Το άγγιγμα του της πρόσφερε την ασφάλεια και την σιγουριά που είχε ανάγκη πιο πολύ από ποτέ.

Περπάτησαν αρκετά, μέχρι που έφτασαν στο ποτάμι. 

Η Ελένη δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε μία λέξη. Ήθελε να τον αφήσει να της πει όσα ήθελε, δίχως να τον διακόψει.

«Απ' τον πατέρα μου ήθελα να σε προστατεύσω, Ελένη!» είπε με μια ανάσα ο Σέργιος «Απ' τον πατέρα μου και από την μανία του να κάνει δικά του τα χωράφια σου! Γιατί για αυτά τα χωράφια...» ο Σέργιος σταμάτησε απότομα. 

Ένας κόμπος του έσφιγγε τον λαιμό. Τα δάκρυα καυτά, έκαιγαν τα μάτια του.

Ξερόβηξε.

«Για αυτά τα χωράφια, ο Δούκας έφτασε μέχρι το έγκλημα!»

Για λίγα δευτερόλεπτα επικράτησε απόλυτη σιωπή. Ένα κοράκι πέρασε από πάνω τους και έκρωξε δυνατά.

«Δεν καταλαβαίνω!» αναφώνησε η Ελένη

«Σκότωσε τον πατέρα σου, Ελένη! Τον δηλητηρίασε! Δεν πήγε από την καρδιά του ο Γιώργης! Ο Δούκας έδωσε την εντολή και ο Μελέτης την εκτέλεσε!»

Τα δάκρυα ήρθαν να πνίξουν τα μάτια της Ελένης, αυτή την φορά.

«Δεν μου λες αλήθεια;» είπε με αναφιλητά

Ο Σέργιος δεν μίλησε. Μόνο έσκυψε το κεφάλι.

«Και εσύ; Ήξερες; Ήξερες και παρόλα αυτά με παντρεύτηκες;» ρώτησε η Ελένη, μην μπορώντας να μιλήσει καθαρά 

Οι λυγμοί έσκιζαν τα σωθικά της. Η καρδιά της κοβόταν και πάλι σε χίλια κομμάτια. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε μόλις ξεστομίσει ο Σέργιος. 

«Πώς μπόρεσες να κάνεις κάτι τέτοιο; Να με κοροϊδέψεις με αυτό τον τρόπο; Εγώ σου έδωσα την καρδιά μου, το κορμί μου, όλο μου το είναι! Σε ερωτεύτηκα, Σέργιε και εσύ...» σταμάτησε για μια στιγμή «Τελικά δεν διαφέρεις καθόλου από τους υπόλοιπους Σεβαστούς! Νόμιζα πως είσαι αλλιώτικος, μα τελικά είσαι πολύ χειρότερος από όλους τους!»

Το σώμα της Ελένης είχε μουδιάσει ολόκληρο. Ήθελε να σωριαστεί στο χώμα. Ήθελε να πεθάνει. Αλλά όχι! Έπρεπε να φανεί δυνατή απέναντι του. Να τον αντιμετωπίσει. Ανέκτησε αμέσως την αυτοκυριαρχία της. Το βλέμμα της παγωμένο. Στιβαρό.

«Τουλάχιστον κράτησες την υπόσχεση που μου έδωσες! Δεν με πλήγωσες! Δεν με πλήγωσες, απλά! Με κατέστρεψες!  Με σκότωσες! Με διέλυσες!» του είπε με την φωνή της να ανεβάζει σταδιακά την ένταση της

«Άσε με να σου εξηγήσω!» την παρακάλεσε ο Σέργιος με δάκρυα στα μάτια

Πήγε να ακουμπήσει το χέρι της, αλλά εκείνη τραβήχτηκε με δύναμη.

«Μην τολμήσεις να με ξανά αγγίξεις, Σεβαστέ! Τελειώσαμε!» του φώναξε και έφυγε τρέχοντας

Ο Σέργιος έμεινε να την κοιτάζει που ξεμάκραινε. Τα πόδια του σταμάτησαν να του προσφέρουν την στήριξη τους. Το γόνατα του λύγισαν και ακούμπησαν το χώμα. Τα χέρια χάθηκαν μέσα στα μαλλιά του και τα τράβηξαν με δύναμη. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια του. Τα χέρια του έτρεμαν. Το στήθος ανεβοκατέβαινε με ανεξέλεγκτη ταχύτητα. Η καρδιά χτυπούσε τόσο δυνατά που κόντευε να σπάσει. Μόνο που είχε ήδη σπάσει. Μόλις της ξεστόμισε την αλήθεια, την άκουσε να σκίζεται μέσα στα σωθικά του.

«Όχιιιιιιι!» ούρλιαξε με όλη του την δύναμη

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top