1. Διαφάνι

Υπάρχει ένα χωριό, στα άδυτα του Θεσσαλικού κάμπου, ξεχασμένο από τον κόσμο, την ιστορία και τον πολιτισμό. Το Διαφάνι. Η ζωή εκεί κυλά ήρεμα, μακριά από την φασαρία και την κοσμοσυρροή των μεγάλων πόλεων. Οι κάτοικοι ζουν αρμονικά, με τα πάνω τους και τα κάτω τους φυσικά. Όλοι ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.

Αλλά ποιον κοροϊδεύω; Καμία κοινωνία, όσο κλειστή και αν είναι, δεν ζει εντελώς ήρεμα. Παντού υπάρχει το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός. Έτσι και στο Διαφάνι.

Εξάλλου, ο άνθρωπος από τον οποίο πηγάζει όλη αυτή η σκληρότητα, έχει όνομα και επώνυμο. Λέγεται Δούκας Σεβαστός. Ο Δούκας Σεβαστός ζει με την οικογένεια του σε ένα αρχοντικό σπίτι λίγο έξω από το Διφάνι. Είναι παντρεμένος με την Μυρσίνη και έχει τέσσερα παιδιά. Τον Σέργιο - που είναι και το καμάρι του-, τον Κωνσταντή, τον Νικηφόρο και την Πηνελόπη, που είναι το στερνοπούλι του.

Ο Δούκας έχει χρήματα, δύναμη και εξουσία. Του ανήκει το μεγαλύτερο μέρος του Θεσσαλικού κάμπου. Διαφεντεύει σχεδόν όλο το Διαφάνι. Οι περισσότεροι κάτοικοι πίνουν νερό στο όνομα του. Τον έχουν σαν Θεό τους, παρότι δουλεύουν στα χωράφια του μέρα νύχτα για ένα κομμάτι ψωμί.
_________________________________________

Αν διασχίσεις χωράφια με απέραντες εκτάσεις, θα ανακαλύψεις το όμορφο σπίτι μιας άλλης οικογένειας με αρχηγό τον Γιώργη Σταμίρη. Ο Γιώργης είναι πολλά χρόνια χήρος, η γυναίκα του, η Βαλεντίνη, πέθανε από φυματίωση. Έχει τρεις κόρες. Οι τρεις λεύκες του, όπως τις ονομάζει. Την Ελένη, την Ασημίνα και την Δρόσω.

Ο Γιώργης είχε μεγάλη αδυναμία στην Λενιώ του, την μεγαλύτερη. Η Λενιώ καβαλάει το άλογο και τρέχει ανέμελη, με τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της να κυματίζουν στον αέρα. Σωστή αμαζόνα. Διαφεντεύει τα χωράφια τους καλύτερα και από άντρα. Με σύνεση, καλοσύνη και σεβασμό προς τους εργάτες. Ο Γιώργης, λοιπόν, δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τον Δούκα που είχε τρεις γιους. Η Λενιώ του έκανε για εκατό.

Είχαν και εκείνοι μεγάλη περιουσία. Όχι τόσο μεγάλη όσο ο Δούκας Σεβαστός, αλλά τα κορίτσια είχαν πολύ καλή προίκα, και έτσι ανά τακτά χρονικά διαστήματα ερχόταν και νέο προξενιό για την Ελένη.

Εκείνη, βέβαια, τους έδιωχνε όλους. Είχε αποφασίσει να μην παντρευτεί ποτέ. Δεν ήθελε να πληγωθεί ξανά από άντρα. Την είχε πατήσει ήδη μια φορά. Δεύτερη δεν ήθελε. Την καρδιά της την είχε δώσει σε έναν και μοναδικό άντρα. Τον Λάμπρο. Εκείνος, όμως, την πρόδωσε. Έφυγε για σπουδές στην Αθήνα, υπόσχοντας της ότι θα γυρίσει για να παντρευτούν, και τελικά δεν επέστρεψε ποτέ. Από τότε είχαν περάσει δέκα χρόνια. Πριν μερικούς μήνες, μάλιστα, έμαθε από κάτι κουτσομπόλες στο χωριό ότι είχε παντρευτεί και ζούσε μόνιμα στην Κοζάνη, όπου είχε διοριστεί ως δάσκαλος. Είχε αποκτήσει, μάλιστα, και το πρώτο του παιδί. Έπειτα από αυτό το νέο, ο Λάμπρος που κρατούσε τόσα χρόνια την καρδιά της στα χέρια του, της την επέστρεψε και μάλιστα σπασμένη σε χίλια κομμάτια. Είχε υποσχεθεί, λοιπόν, στον εαυτό της να μην ξανά δώσει την καρδιά της σε άλλον.
_________________________________________

Ο Λάμπρος ήταν ο γιος του Μιλτιάδη Σεβαστού, του μικρού αδερφού του Δούκα. Ήταν παντρεμένος με την Ευγενία, η οποία πέθανε πάνω στην γέννα. Έτσι, μεγάλωσε τον μονάκριβο γιο του ολομόναχος. Τα δυο αδέρφια, ο Δούκας και ο Μιλτιάδης, ήταν πολύ αγαπημένα μέχρι που ο Δούκας, εγωιστής όπως ήταν, αποφάσισε να αλλάξει την διαθήκη του πατέρα τους, πετώντας έξω από την κληρονομιά τον Μιλτιάδη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ο Μιλτιάδης να κάνει δύο και τρεις δουλειές μαζί για να μεγαλώσει και να σπουδάσει το παιδί του. Τελικά τα είχε καταφέρει και, μάλιστα, με μεγάλη επιτυχία.

Ο Λάμπρος ήταν ένα ψηλό, μελαχρινό και γεροδεμένο παλικάρι με καλή καρδιά, που όνειρο του ήταν να γίνει δάσκαλος. Αγαπούσε από πολύ μικρός την Ελένη και σχεδίαζαν όταν μεγαλώσουν να παντρευτούν και να ζήσουν μακριά από το Διαφάνι. Όταν, όμως, οι άνθρωποι κάνουν όνειρα, ο Θεός γελάει, έτσι δεν λένε; Αυτή η παροιμία επιβεβαιώθηκε θριαμβευτικά στην περίπτωση αυτών των δύο ερωτευμένων παιδιών.

Ο Λάμπρος είχε τελειώσει τις σπουδές του ως δάσκαλος, τελείωνε και το φανταρικό του και λογάριαζε να γυρίσει στο χωριό για να παντρευτεί την Ελένη. Είχε ζητήσει, μάλιστα, και μετάθεση για τον Βόλο, έτσι ώστε να μπορεί να διδάξει εκεί. Στο δρόμο του, όμως, εμφανίστηκε ξαφνικά μια όμορφη κοπέλα, η Θεοδοσία.

Η Θεοδοσία ήταν ορφανή από μητέρα και πατέρα. Ζούσε μόνη της σε ένα χωριό έξω από την Κοζάνη, στην Λευκοπηγή. Δούλευε ως μοδίστρα για να μπορεί να συντηρεί τον εαυτό της. Για κακή της τύχη, όμως, έμεινε κατά λάθος έγκυος από έναν παλικάρι του χωριού, ο οποίος την παράτησε και έφυγε. Έψαχνε, λοιπόν, απεγνωσμένα να βρει μια σανίδα σωτηρίας. Αυτή η σανίδα ήταν ο Λάμπρος. Ήταν ακόμη φαντάρος στην Κοζάνη. Έμαθε ότι ήταν δάσκαλος και αποφάσισε να τον κάνει το εξιλαστήριο θύμα της. Τον προσέγγισε, του έκανε τα γλυκά μάτια και πλάγιασε μαζί του.

Ένα μήνα αργότερα, ο Λάμπρος απολύθηκε από τον στρατό και ετοιμαζόταν να φύγει. Εκείνη, όμως, του ανακοίνωσε ότι είχε μείνει έγκυος από εκείνον. Ο Λάμπρος έχασε την Γη κάτω από τα πόδια του. Ήταν τίμιος και ως σωστός άντρας όφειλε να την αποκαταστήσει. Κουβαλούσε και το παιδί του στα σπλάχνα της. Αφού την είχε εκθέσει, έπρεπε να την παντρευτεί.
Έστειλε, λοιπόν, ένα γράμμα στον πατέρα του που έλεγε ότι γνώρισε μια πολύ καλή κοπέλα και θα την παντρευόταν. Θα ζητούσε και πάλι μετάθεση, για την Κοζάνη αυτή τη φορά και θα έμενε για πάντα εκεί. Μακριά της. Μακριά από την Ελένη.

Στην αρχή σκέφτηκε να γράψει και σε εκείνη. Αλλά τι να της έλεγε; Ότι έκανε τέτοια ατιμία και έπρεπε να παντρευτεί μια άλλη; Και όλες αυτές τις υποσχέσεις που της έδινε όλα αυτά τα χρόνια; Θα τον νόμιζε για ψεύτη. Αποφάσισε, λοιπόν, να μην της γράψει τίποτα. Ίσως κάποια στιγμή να μάθαινε από το χωριό τι απέγινε ο Λάμπρος της και να αποφάσιζε και εκείνη να φτιάξει τη ζωή της με κάποιο άλλο παλικάρι.

Σκιζόταν η καρδιά του που έπρεπε να της φερθεί με αυτόν τον τρόπο. Όμως, δεν είχε άλλη επιλογή. Δεν είχε σκοπό να ξανά γυρίσει ποτέ στο Διαφάνι. Δεν θα άντεχε να την έβλεπε. Θα λύγιζε. Θα πρόδιδε την Θεοδοσία. Τώρα θα είχε και ένα παιδί. Δεν πειράζει, καλύτερα έτσι. Ίσως αυτό το μικρό πλασμάτάκι που μεγάλωνε μέσα στην κοιλιά της Θεοδοσίας να του έφερνε την ευτυχία που αποζητούσε.

Λίγους μήνες αργότερα, η Θεοδοσία έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Της έδωσε το όνομα της. Ελένη Σεβαστού. Έτσι και αλλιώς, έτσι θα έλεγαν την αγαπημένη του αν τελικά παντρεύονταν.

Αυτό το παιδί κατάφερε αυτό για το οποίο προσευχόταν ο Λάμπρος τόσους μήνες. Του έφερε την ευτυχία. Αγάπησε τελικά την Θεοδοσία που του χάρισε ένα τόσο υπέροχο πλάσμα. Αυτό το κοριτσάκι τού έδωσε τον σημαντικότερο τίτλο της ζωής του. Τον έκανε πατέρα. Ο Λάμπρος δεν έμαθε ποτέ ότι η μικρή δεν ήταν δικό του παιδί. Δεν υπήρχε λόγος να το μάθει. Υπεραγαπούσε την μικρή του Λενιώ και αυτό του ήταν αρκετό.
_________________________________________

«Αμάν αυτά τα τριάντα κωλοστρέματα» φώναξε ο Δούκας χτυπώντας με δύναμη το χέρι του στο γραφείο

Τα τρία αγόρια του αναπήδησαν από τις φωνές του. Δεν είχαν ξανά δει ποτέ τον πατέρα τους τόσο εκνευρισμένο. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, φοβισμένοι.

Πάντα έπαιρνε ό,τι ήθελε και τώρα άλλη μία προσπάθεια να αγοράσει τα χωράφια του Γιώργη Σταμίρη, είχε πέσει στο κενό.

Εδώ και μήνες προσπαθούσε να αγοράσει τριάντα στρέμματα από αυτά που ανήκαν στον Γιώργη αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Του έδινε πολλά λεφτά. Πολύ περισσότερα από την αντικειμενική τους αξία. Ο Σταμίρης, όμως, ήταν ανένδοτος. Όσα χρήματα και αν του πρόσφερε, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια. Όχι και πάλι όχι.

Ο Δούκας σχεδίαζε εδώ και ένα χρόνο με το Υπουργείο Γεωργίας, να φτιάξει μια βιομηχανική ζώνη στο χωριό, που θα αποτελούνταν από εργοστάσια και θα εκτείνονταν κατά μήκος ενός μεγάλου μέρους του Θεσσαλικού κάμπου. Όλα αυτά τα εργοστάσια θα ήταν δικά του και εκείνος θα έκανε το όνειρο του πραγματικότητα. Θα γινόταν ο άρχοντας της περιοχής. Είχε φροντίσει εδώ και καιρό να αγοράσει όλα τα κτήματα που βρίσκονταν μέσα στο αρχικό σχέδιο της βιομηχανικής ζώνης. Τα μόνα που του είχαν μείνει ήταν τριάντα στρέμματα από την περιουσία του Σταμίρη.

Ο Γιώργης, όμως, δεν ήταν κανένας χαζός. Είχε λαδώσει κόσμο και είχε φροντίσει να μάθει τα σχέδια του Δούκα. Αποφάσισε, λοιπόν, να πάει κόντρα στα σχέδια του. Δεν ήθελε να δει τον τόπο του να μετατρέπεται σε μια βιομηχανική πόλη. Όλες αυτές οι πανέμορφες εκτάσεις με πράσινο, που σήμερα περιτριγύριζαν το χωριό, θα χάνονταν και στη θέση τους θα κυριαρχούσαν ψηλά, άχαρα κτήρια με πελώρια φουγάρα. Θα χανόταν η παρθένα ομορφιά αυτού του μέρους. Ο Γιώργης γνώριζε καλά πως κανένας από τους συγχωριανούς του δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο.

«Μια λύση υπάρχει, αφεντικό!» ακούστηκε η βαριά φωνή του Μελέτη που στεκόταν πίσω από τον Νικηφόρο.

Ο Μελέτης ήταν ο επιστάτης στα χωράφια του Δούκα και ο πιο πιστός του ακόλουθος. Κάθε λέξη του Δούκα ήταν διαταγή για τον Μελέτη.

«Και ποια είναι αυτή, Μελέτη;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο Κωνσταντής «Γιατί μέχρι τώρα τα έχουμε δοκιμάσει όλα!»

«Η λύση είναι....» ο Μελέτης πήρε μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει «να τον βγάλουμε απ' την μέση!»

«Τι;» ρώτησαν ταυτόχρονα με ανοιχτό το στόμα ο Σέργιος και ο Νικηφόρος

«Δεν πιστεύω να μιλάς σοβαρά;» απάντησε ο Σέργιος προσπαθώντας να συνεφέρει τον Μελέτη

«Με βλέπεις να αστειεύομαι, Σέργιε;» απάντησε ο Μελέτης και ένα χαιρέκακο μειδίαμα σχηματίστηκε στο πρόσωπο του

Ο Δούκας από την στιγμή που άκουσε την πρόταση του Μελέτη, είχε καρφώσει το βλέμμα του στο κενό και σκεφτόταν.

«Πατέρα, δεν πιστεύω να το σκέφτεσαι;» ρώτησε απεγνωσμένος ο Νικηφόρος. Ήλπιζε ότι ο πατέρας του ούτε καν θα συζητούσε μια τέτοια ιδέα.

«Σκέψου το, αφεντικό» πετάχτηκε ο Μελέτης «βγάζουμε από την μέση αυτό τον τζαναμπέτη και μετά θα μπορούμε άνετα να αγοράσουμε τα χωράφια που θέλεις από τις κόρες του. Είναι δυνατόν να μας πάνε κόντρα τρία κοριτσάκια;»

«Μην τις υποτιμάς, Μελέτη!» επενέβη ο Σέργιος «ειδικά η Ελένη είναι σκληρό καρύδι. Δεν νομίζω να μπορείτε να την κοροϊδέψετε!»

Τι ωραία που ακουγόταν το όνομα της στα χείλη του, σκέφτηκε.

«Λενιώ, Λενιώ» επανέλαβε ψιθυριστά για να μην τον ακούσουν οι υπόλοιποι. Ήθελε να νιώσει ξανά το όνομα της να βγαίνει από το στόμα του.

Ο Σέργιος από μικρός γλυκοκοίταζε την μεγάλη κόρη του Σταμίρη. Ήταν ψηλή και το σώμα της ήταν σφιχτό από την πολλή δουλειά στα κτήματα. Είχε μια άγρια ομορφιά, που τον είχε γοητεύσει. Εκείνη, όμως, ούτε που του έδινε σημασία. Ήταν κολλημένη με τον ξάδερφο του, τον Λάμπρο. Χάρηκε πολύ όταν έμαθε ότι παντρεύτηκε και έκανε παιδί μακριά από το Διαφάνι. Μάλωσε, όμως, τον εαυτό του όταν συνειδητοποίησε ότι ευχαριστήθηκε με την δυστυχία της Ελένης.

Είχε πάει να την δει στα χωράφια την επόμενη μέρα κιόλας. Προσπάθησε να της συμπαρασταθεί αλλά εκείνη τον αποπήρε αμέσως. Νόμιζε ότι ήταν σαν τον Δούκα. Σκληρός και ειρωνικός με όλους. Δεν την αδικούσε, όμως. Ήξερε ότι όλοι είχαν κακή γνώμη για την οικογένεια του. Έφυγε με το κεφάλι σκυμμένο στο χώμα. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε και γύρισε να την κοίταξε. Την είδε να διορθώνει την σέλα στο άλογο της. Ήθελε να τρέξει κοντά της. Να την πιάσει από τους ώμους και να της πει ότι δεν αξίζει να στενοχωριέται για κάποιον που την πρόδωσε. Ύστερα, να την φιλήσει γλυκά και να την οδηγήσει σε ένα μονοπάτι μακριά του. Δεν έκανε, όμως, τίποτα από όλα αυτά. Γύρισε το κεφάλι του και έφυγε καθώς ένα δάκρυ ένιωθε να κυλά καυτό από το μάγουλο του.

Ο Σέργιος ήταν χαμένος στις σκέψεις του, όταν η άγρια φωνή του πατέρα του τον επανάφερε γρήγορα στην πραγματικότητα.

«Σέργιε, με ακούς; Πού τρέχει ο λογισμός σου;»

«Ναι, πατέρα ακούω!» είπε διστακτκά

«Λοιπόν, είσαι σύμφωνος η δουλειά να γίνει αύριο το απόγευμα;»

Ποια δουλειά; Τι είχε συμβεί; Τα είχαν συμφωνήσει κιόλας; Πότε πρόλαβαν; Εκείνος πώς δεν κατάλαβε τίποτα; Την σκεφτόταν. Γι΄ αυτό δεν είχε πάρει χαμπάρι.

«Τι έπαθες ρε; Χάζεψες;» ρώτησε ο Κωνσταντής

«Συγγνώμη, αφαιρέθηκα» είπε απολογητικά

«Λοιπόν, αφεντικό! Τα πολλά λόγια είναι φτώχια. Αύριο εγώ θα κάθομαι και θα παραμονεύω έξω από το σπίτι. Όσο ο Γιώργης θα κάθεται και θα πίνει ανέμελος τον καφέ του στην αυλή, εγώ θα βρω την κατάλληλη ευκαιρία και θα του ρίξω μέσα στο φλιτζάνι αυτό εδώ» είπε ο Μελέτης και σήκωσε στα χέρια του ένα μικροσκοπικό γυάλινο μπουκαλάκι

Ο Σέργιος κατάλαβε αμέσως τι ήταν. Δηλητήριο. Όλοι ήταν πολύ επιφυλακτικοί και ενάντια σε αυτή την πράξη του Μελέτη, ωστόσο, δεν τολμούσαν να πάνε κόντρα στον πατέρα τους, που το είχε κιόλας αποφασίσει.

Αύριο θα ήταν η τελευταία μέρα που ο Γιώργης Σταμίρης θα έβλεπε το φως του ήλιου.

Το μυαλό του Σέργιου έτρεξε κατευθείαν στην Ελένη. Έπρεπε να την προστατέψει. Να μην την αφήσει ούτε στιγμή από τα μάτια του. Και αυτό θα έκανε...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top