Κεφάλαιο 49

Χάρη σε κάποια άτομα τα οποία ανέφερα στο προηγούμενο κεφάλαιο η ιστορία θα συνεχιστεί. Τους ευχαριστώ για πολλοστή φορά {είναι βαρετό το ξέρω} αλλά είναι το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω για την  βοήθεια που μου πρόσφεραν. Και πάλι σας ευχαριστώ. Πολλοστή φορά που το λέω;;;; Βάλτε κάτι παραπάνω.

Τελείωσε επιτέλους η ταινία και ήμουν ακόμα χωμένη στην αγκαλιά του Νεηθαν.
Νεηθαν: Έλα εντάξει. Τελείωσε.
Εγώ: Οκ. Είπα και βγήκα από την αγκαλιά του κάνοντας και καλά την θυμωμένη.
Νεηθαν: Έλα. Μην θυμώνεις. Είπε και με έβαλε πάλι στην αγκαλιά του. Αχ τι ζεστά που είναι. Πάντα ήταν.
Ανασηκώθηκα και λίγο και τον φίλησα.
Νεηθαν: Έλα, σήκω τώρα. Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε σήμερα. Δεν μπορούμε να είμαστε όλη την μέρα μέσα στο σπίτι.
Εγώ: Γιατί;;;; Εμένα δεν θα με χάλαγε.
Νεηθαν: Το ξέρω.
Εγώ: Αφού το ξέρεις γιατί το ανέφερες. Μια χαρά περνούσαμε. Είπα και γρατζούνησα με το νύχι μου την μπλούζα του.
Νεηθαν: Μην το κάνεις αυτό γιατί θα με πείσεις κι εμένα και αντε να σηκωθώ.
Εγώ: Καλάάάά. Είπα βαριεστημένα και σηκώθηκα από τα πόδια του. Πήγα πάνω στο δωμάτιό μου και κάθισα μπροστά από την ντουλάπα. Δεν θα σας κουράσω με τα συνηθισμένα του τύπου δεν ξέρω τι να βάλω ή τι να βάλω πάλι. Κι όμως. Μπορεί να σας φαίνεται περίεργο που δεν το λέω αλλά ναι. Δεν το λέω γιατί έχω βρει τι θα βάλω από εχτές το βράδυ σε περίπτωση ανάγκης.
Θα βάλω:

Τα φόρεσα και κατέβηκα κάτω. Ο Νεηθαν ήταν έτοιμος οπότε βγήκαμε έξω κατευθείαν και μπήκαμε στο αυτοκίνητο.
Εγώ: Που πάμε;;;
Νεηθαν: Θα δεις όταν φτάσουμε...
Αχ. Έχω αγωνία για το που θα πάμε. Δεν ξέρω ακόμα.
Εγώ έχω γυρίσει το κεφάλι μου στο παράθυρο και κοιτάω έξω. Καθώς ακούγαμε μουσική στο ραδιόφωνο, πέτυχα ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια. Το imagination του Shawn Mendes. Το λατρεύω. Ψήλωσα την ένταση και άρχισα να σιγοτραγουδώ. Ο Νεηθαν γέλασε και με κοίταξε. Τον κοίταξα κι εγώ και γελάσαμε μαζί. Συνεχίσαμε την διαδρομή μας μέχρι που φτάσαμε σε ένα αρκετά ωραίο μέρος. Ήταν σαν δάσος. Είχε παντού δέντρα και στον ορίζοντα γκρεμό.
Απλά ΦΟΒΕΡΟ......
Είναι πραγματικά τέλειο.
Περπατήσαμε λίγο ώσπου φτάσαμε μπροστά από ένα ποτάμι το οποίο δεν είχα παρατηρήσει πριν αφού καθόμουν στο αυτοκίνητο. Ήταν αρκετά μεγάλο σε πάχος καθώς και σε μάκρος. Αλλά στην μέση μέχρι και το τέλος (σε πάχος) είχε πέτρες. Εγώ έκανα ένα βήμα μπροστά και πάτησα στην πρώτη πέτρα, μετά στην δεύτερη, στην τρίτη, στην συνέχεια στην τέταρτη και τέλος στην πέμπτη. Από πίσω μου ακολούθησε ο Νεηθαν. Περάσαμε απέναντι από το ποτάμι και προχωρήσαμε χέρι - χέρι μέχρι τον γκρεμό. Καθίσαμε στην άκρη, αφήσαμε τα πόδια μας ελεύθερα κάτω από τον γκρεμό και εγώ κοίταξα απέναντι. Η θέα ήταν απερίγραπτη.

Είναι φοβερά εδώ πάνω...... 😄😄😄😄
Νεηθαν: Σου αρέσει;;;
Εγώ: Είναι φανταστικά. Που το ήξερες αυτό το μέρος;;;;;
Νεηθαν: Όταν ήμουν μικρός και νευρίαζα ή έκλαιγα ερχόμουν εδώ. Έβαζα τα ακουστικά στα αυτιά μου με την αγαπημένη μου μουσική και το δροσερό αεράκι και φανταστική αυτή θέα με χαλάρωναν.
Εγώ: Να μου μάθεις τον δρόμο να έρχομαι κι εγώ.
Νεηθαν: Να στον μάθω αν και δεν χρειάζεται γιατί εσύ έχεις εμένα αν είσαι στενοχωρημένη και νευριασμένη. Εεε;;;;;
Εγώ του απάντησα κουνώντας το κεφάλι μου καταφατικά. Ο Νεηθαν με πήρε αγκαλιά και μου είπε:
Νεηθαν: Θα πρέπει να φύγουμε όμως τώρα.
Εγώ: Μα γιατί;;; Καλά κάθομαι εδώ στην αγκαλιά σου κοιτώντας την καταπληκτική θέα.
Νεηθαν: Όταν είμαστε σπίτι και σου είπα να σηκωθείς για να βγούμε και λίγο από το σπίτι δεν ήθελες.
Εγώ: Άλλο τότε, άλλο τώρα.
Νεηθαν: Χαχα τέλος πάντων θα ξαναέρθουμε βρε.
Εγώ: Σε λίγες βδομάδες που θα έρθει καλοκαίρι θα είμαστε κάθε ώρα, δευτερόλεπτο και λεπτό εδώ. Εντάξει;;
Νεηθαν: Αααα. Για τότε {το καλοκαίρι} έχω αλλά σχέδια.
Εγώ: Τι σχέδια;;;
Νεηθαν: Μυστικό.
Εγώ: Καλάάάά....
Νεηθαν: Άντε σήκω τώρα και θα έρθουμε και άλλες φορές, μην ανησυχείς. Εντάξει;;
Εγώ: Ναι.
Σηκώθηκα από τον γκρεμό και περπάτησα με τον Νεηθαν προς στο αυτοκίνητο. Μπήκαμε μέσα και ο Νεηθαν έβαλε μπροστά την μηχανή του αυτοκινήτου και ξεκινήσαμε. Σε λίγη ώρα ήμασταν στο σπίτι. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και προχωρήσαμε μέχρι την πόρτα του σπιτιού. Ξεκλείδωσα και μπήκαμε μέσα. Άφησα την ζακέτα μου στο καλόγερο και προχώρησα πάνω, στο δωμάτιο. Έβγαλα τα παπούτσια μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Το ίδιο έκανε και ο Νεηθαν. Έπιασα το κινητό μου και έστειλα μήνυμα στην Μαρσίντα. Έχουμε ΠΑΡΑ πολύ καιρό να μιλήσουμε. Εκείνη το είδε αμέσως και μου απάντησε ρωτώντας με τι κάνω. Της απάντησα και αρχίσαμε να μιλάμε γενικά. Την ρώτησα επίσης πως τα πάει με τον Στιβ. Μου είπε ότι τα πηγαίνουν πολύ καλά και ότι θέλει να έρθει από το σπίτι που μένω να με δει και θέλει και ο Στιβ να δει τον Νεηθαν.

{ακολουθεί ο διάλογος της Μαρσίντας και της Αριάννας}

Εγώ: Οπότε θες έλα. Αν μπορείς έλα και το απόγευμα. Έχω να σου πω ΠΑΡΑΑΑ πολλά.
Μαρσίντα: Θα έρθω.
Εγώ: Οκ. Θα τα πούμε το απόγευμα τότε. Byeeeee γλυκάκι.
Μαρσίντα: Byeeeee αγάπη.
Έκλεισα το κινητό και είπα στον Νεηθαν:
Εγώ: Το απόγευμα θα έρθει η Μαρσίντα. Οκ;;
Νεηθαν: Ναι.
Εγώ: Θα φέρει μαζί και τον Στιβ.
Νεηθαν: Ωραία. Είπε και μου χαμογέλασε. Εγώ τεντώθηκα πηγαίνοντας προς εκείνον και τον φίλησα απαλά στα χείλη.
Νεηθαν: Κι εγώ σ' αγαπώ. Είπε και γελάσαμε...
Τι θα τον κάνω μου λέτε;; Τι; Είναι και γλυκούλης. Σκέφτηκα και χαμογέλασα.
Νεηθαν: Γιατί χαμογέλασες;
Εγώ: Τίποτα κάτι σκέφτηκα. Να σου πω.
Ν

εηθαν: Ωχ. Τι;
Εγώ: Πεινάω.
Νεηθαν: Πάλι βρε;
Εγώ: Αφού έχει φτάσει 3ης το μεσημέρι και φάγαμε στις 9 το πρωί.
Νεηθαν: Α. Εντάξει τότε.
Εγώ: Μήπως θα μπορούσες να μαγειρέψεις εσύ που μαγειρεύεις και υπέροχα;;;; Είπα γλυκά.
Νεηθαν: Καλά. Άντε σήκω να πάμε στην κουζίνα. Σηκωθήκαμε από το κρεβάτι και κατεβήκαμε στην κουζίνα.
Νεηθαν: Εσύ θα στρώσεις το τραπέζι και εγώ θα μαγειρέψω.
Εγώ: Οκ. Είπα και και πείρα όσα χρειαζόμουν για το στρώσιμο του τραπεζιού. Έστρωσα το τραπέζι και ο Νεηθαν τελείωσε με τις κοτομπουκιές. Ναι. Τελικά κοτομπουκιές θα φάμε. Έβαλα και δύο πιάτα στο τραπέζι και ο Νεηθαν σέρβιρε. Καθίσαμε μαζί και αρχίσαμε να τρώμε.
Νεηθαν: Δοκίμασε να μου πεις την γνώμη σου. Είπε και έβαλα μια μπουκιά στο στόμα μου. Η αλήθεια είναι ότι ο Νεηθαν δεν μαγειρεύει και πολύ συχνά, αλλά όταν μαγειρεύει το πετυχαίνει ΠΑΝΤΑ.
Εγώ: Είναι φανταστικό. Είπα καθώς κατάπινα.
Εγώ: Και το φαγητό και το στήσιμο.

Εγώ: Εν τω μεταξύ γιατί κάθε φορά που μαγειρεύει προσέχεις και το στήσιμο του φαγητού στο πιάτο;;
Νεηθαν: Γιατί θέλω να το βλέπεις τέλειο. Είπε και του χαμογέλασα.
Τον αγαπώ αν και μου ήταν πολύ δύσκολο να τον συγχωρήσω. Βοήθησε βέβαια και το όνειρο. Σταματάω να σκέφτομαι και να τα φέρνω ξανά όλα στη φόρα γιατί θα με πιάσουν τα κλάματα.
Συνεχίσαμε να τρώμε και όταν τελειώσαμε, ο Νεηθαν με βοήθησε και τοποθετήσαμε τα πιάτα στο νεροχύτη. Εγώ κάθισα λίγο ακόμα στην κουζίνα για να πλύνω τα πιάτα ενώ ο Νεηθαν πήγε πάνω να ξαπλώσει. Αφού τελείωσα κι εγώ πήγα στον καναπέ, κάθισα βάζοντας το κεφάλι μου στο μπράτσο του καναπέ και λυγίζοντας τα γόνατά μου. Σκεπάστηκα με μία γκρι κουβέρτα και πήρα το laptop πάνω από το τραπέζι. Το άνοιξα και έβαλα μία ταινία {συγκεκριμένα όλα τα επεισόδια The Shadowhunters season 1}.
Φοβεροφανταστκοϋπεροχοτελειοκαταπλικτική ταινία. Χαμήλωσα την φωνή αφού ο Νεηθαν κοιμόταν και πάτησα play.

Απόγευμα {λίγο πριν έρθει η Μαρσίντα}
Τελείωσε η ταινία και πριν λίγο κατέβηκε και ο Νεηθαν από το δωμάτιο. Καθίσαμε στον καναπέ και περιμέναμε την Μαρσίντα. Μετά από λίγη ώρα χτύπησε το κουδούνι. Από την χαρά μου έτρεξα γρήγορα και άνοιξα την πόρτα. Έπεσα κατευθείαν στην αγκαλιά της Μαρσίντας. Έχω παρά πολύ καιρό να τη δω. Αγκάλιασα ελαφρά τον Στιβ και τον χαιρέτησα κι εκείνον. Ο Νεηθαν σηκώθηκε χαρούμενος από τον καναπέ και αγκάλιασε τον Στιβ και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Καθίσαμε τον καναπέ και αρχίσαμε να συζητάμε.
Μαρσίντα: Αριάννα θα ήθελα λίγο νερό.
Εγώ: Ναι. Πάω. Είπα και σηκώθηκα.
Εγώ: Θα κάνω και κάτι να φάμε στα γρήγορα.
Όλοι: Οκ.
Μαρσίντα: Θα έρθω να σε βοηθήσω κι εγώ. Είπε και σηκώθηκε. Κατευθυνθήκαμε μαζί προς την κουζίνα. Εγώ μπροστά, η Μαρσίντα πίσω. Έβγαλα τα υλικά που θα χρησιμοποιούσα όπως τα:

Υλικά

Κρέμα γάλακτος
Μπέικον
Λίγο ψηλοκομμένο μαϊντανό
Μακαρόνια κ.λ.π.

Η Μαρσίντα καθόταν και με κοιτούσε.
Εγώ: Είπες ότι θα ερχόσουν κι εσύ για να βοηθήσεις. Θα βοηθήσεις ή θα κοιτάς;;;
Μαρσίντα: Δεν ήρθα στην κουζίνα για να σε βοηθήσω.
Εγώ: Αλλά;;;;;;
Μαρσίντα: Για να μου πεις. Τα αγόρια μιλάνε μέσα οπότε δεν γίνεται να μιλήσουμε γιατί θα μας ακούσουν. Λέγε λέγε. Είπε και γέλασε.
Εγώ: Λοιπόν. Είναι πολλά. ΠΑΡΑ πολλά. Θα μας πάρει αρκετή ώρα αλλά θα φτιάξω κι ένα γλυκό.
Μαρσίντα: Οκ. Πες.
[...]
Μαρσίντα: ΠΕΘΑΝΕ Ο ΠΑΝΟΣ;;;;;;;; Είπε με τρόμο στην φωνή της.
Εγώ: Ναι. Και πιο σιγά μην μας ακούσουν έξω οι άλλοι. Βούρκωσα αλλά το κράτησα μέσα μου. Συνέχισα να ανακατεύω το μείγμα του γλυκού κάπως νευρικά και λυπημένα ανάμεικτα.
Μαρσίντα: Φέρε να ανακατέψω εγώ γιατί εσύ μέχρι να το κάνεις θα νυχτώσει και θα ξανά ξημερώσει. Είπε και μου πήρε το σύρμα από το χέρι. Άρχισε να ανακατεύει γρήγορα και τελείωσε εκείνη το υπόλοιπο γλυκό.
Πήρα το φαγητό και το πήγα στο τραπέζι. Καθίσαμε να φάμε όλοι μαζί και παράλληλα μιλούσαμε για πολλά και διάφορα θέματα που μας απασχολούσαν αυτόν το καιρό λύνοντάς τα κι όλας μερικές φορές.
Τελείωσα με το φαγητό και τα παιδιά θέλησαν να φάμε και το γλυκό. Έτρεξα στην κουζίνα και πήγα στο ψυγείο. Το άνοιξα. Και έβγαλα από μέσα του την σοκολατόπιτα. Την πήρα και την πήγα στο τραπέζι μαζί με τέσσερα πιρουνάκια και τέσσερα πιατάκια. Σέρβιρα στον κάθε ένα από ένα κομμάτι και εκκινεί. Άρχισαν να λένε πως είναι πολύ ωραίο και πως το έχω πετύχει.
Εγώ: Η Μαρσίντα έκανε το γλυκό κι εγώ το φαγητό.
Νεηθαν: Μπράβο Μαρσίντα.
Στιβ: Μπράβο αγάπη μου.
Μαρσίντα: Ευχαριστώ. Είπε χαμογελώντας.
[...]
Μετά από αρκετή ώρα τα παιδιά έπρεπε να φύγουν. Τους χαιρετήσαμε κι ο Στιβ βγήκε εγώ πρώτος, ενώ η Μαρσίντα πρώτα με αγκάλιασε. Καθώς αγκάλιαζε, μου είπε στο αυτί:
Μαρσίντα: Αύριο θα έρθω κατά τις 9 να μιλήσουμε.
Εγώ: Οκ. Είπα κι βγήκε έξω. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν. Εγώ έκλεισα την πόρτα και έκανα νόημα στον Νεηθαν να έρθει πάνω να ξαπλώσουμε. Εκείνος έβγαλε την μπλούζα του {αμάν αμάν} και φόρεσε μόνο μια σκούρα γκρι φόρμα με άσπρα κορδόνια. Εγώ μπήκα στο μπάνιο με τις πιτζάμες μου και άλλαξα. Θα τον ανάψω σήμερα το βράδυ αλλά δεν πειράζει. Αύριο το πρωί θα του έχει περάσει. Σκέφτηκα και βγήκα από το μπάνιο. Με κοίταξε και ξανά γύρισε το κεφάλι του στο κινητό του. Μετά συνειδητοποίησε τι φορούσα και ξαναγύρισε το κεφάλι του σε εμένα.

Με κοίταξε για λίγο από πάνω μέχρι κάτω, έκλεισε το κινητό και το άφησε στο κομοδίνο κοιτώντας με πάλι.
Εγώ: Έχω κάτι;;;; Είπα ναζιάρικα.
Εκείνος δεν είπε τίποτα και απλά μου έκανε νόημα να πάω να καθίσω δίπλα του. Κάθισα δίπλα του στο κρεβάτι κι εκείνος με έπιασε απαλά από την μέση λες και ήμουν πήλινη κούκλα κι αν με έσφιγγε θα έσπαγα. Με έφερε κοντά του και με φίλησε με πάθος. Άρχισε να μου αφήνει μικρά φιλιά στον λαιμό κι εγώ αναστέναξα. Κατάλαβε ότι μου άρεσε και συνέχισε πιο κάτω. Έφτασε λίγο πιο πάνω από τον ώμο μου και μου κατέβασε την τιράντα. Με φίλησε στον ώμο και πήγε στον άλλον. Έκανε ακριβώς το ίδιο και στον άλλο ώμο μου και εκεί πήρα το πάνω χέρι εγώ. Πήγα από πάνω του και άρχισα να τον φιλάω. Σήκωσα την μπλούζα του και έβαλα το χέρι μου από μέσα της. Άρχισα να χαϊδεύω τους κοιλιακούς του και να τον φιλάω ταυτόχρονα. Έδειχνε πως το απολάμβανε οπότε συνέχισα πιο κάτω. Συνέχισα να τον φιλάω ώσπου έφτασα πάνω από το κουμπί του παντελονιού του. Βγάλαμε τα ρούχα μας και μετά δεν χρειάζεστε να σας περιγράψω τι έγινε. Ξέρετε.
[...]
Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι βαριανασένοντας.
Νεηθαν: Γιατί το έκανες αυτό σήμερα; Είδες που πήγε όλο αυτό.
Εγώ: Είχα ορεξούλες. Τι να κάνω; 😊
Του είπα και μου χαμογέλασε.
Νεηθαν: Και δεν μου λες. Τι θα κάνουμε αύριο;;;;
Εγώ: Από σήμερα σκέφτεστε το αύριο;
Νεηθαν: Σοφή όπως πάντα αλλά να σου θυμήσου ότι είναι 1:00 η ώρα.
Εγώ: Ωχ. Πήγε ε;;
Νεηθαν: Πήγε βέβαια. Απλά μην αγχώνεσαι για την ερώτηση που σου έκανα πριν. Έχω βρει ήδη τι θα κάνουμε.
Εγώ: Τι;;
Νεηθαν: Αφού μεθαύριο μπαίνει ο πρώτος μήνας του καλοκαιριού έλεγα να κάνουμε κάτι καλοκαιρινό. Θα πάμε στη θάλασσα.
Εγώ: Ωραία. Μήπως να κοιμόμασταν τώρα;;;
Νεηθαν: Ναι έχεις δίκιο. Καληνύχτα αγάπη μου. Σ' αγαπώ
Εγώ: Καληνύχτα. Κι εγώ σ' αγαπώ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top