Κεφάλαιο 46

Παιδιά θέλω μια χάρη. Η KQeeen_
ανέβασε μια καινούργια ιστορία και θα ήθελα να την τσεκάρετε.
Ευχαριστώ....
Πως μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο; Δεν μπορώ να το καταλάβω. Με έχει χάλια από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα. Δεν θέλω να τον ξαναδώ. Σκότωσε τον μοναδικό άνθρωπο που αγάπησα περισσότερο στην ζωή μου και τον είχα βάλει πάνω από όλα. Δεν είναι άνθρωπος. Για εμένα δεν ζει πια.
Δεν θέλω να του ξαναμιλήσω, δεν θέλω να τον ξαναδώ μπροστά μου γιατί θα πάει αυτός στο χώμα και εγώ στην φυλακή και δεν νομίζω να θέλει. Εγώ κανένα πρόβλημα δεν έχω, αλλά εκείνος θα έχει σίγουρα.
Άρχισα να περπατάω κλαίγοντας προς το σπίτι... Όπα.. Εγώ τι κάνω τώρα;; Έχω όλα μου τα πράγματα στου Πάνου γιατί ζούσαμε μαζί. Τώρα που δεν ζει εγώ που θα μείνω;; Έφτασα έξω από την πολυκατοικία που ζούσαμε με τον Πάνο και κάθισα στα σκαλοπάτια. Άρχισα να κλαίω περισσότερο και πλέον με λυγμούς. Δεν ξέρω τι να κάνω για πρώτη φορά στην ζωή μου και επίσης δεν ξέρω που να μείνω. Κουλουριάστηκα στα σκαλοπάτια και ο ύπνος δεν άργησε να έρθει. Έτσι αποκοιμήθηκα στα σκαλοπάτια.

Το επόμενο πρωί
Νιώθω κάποιον να με σκουντάει λογικά για να ξυπνήσω και σιγά σιγά ανοιγωκλείνω τα μάτια μου για να συνιθήσω το καυτό φως του ήλιου.
Γυρίζοντας το κεφάλι μου είδα τον Νεηθαν. Τι θέλει εδώ αυτός;;;;;
Σηκώθηκα απότομα από τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας και.....
Εγώ: Αααααααα. Είπα. Είχα πιαστεί τόση ώρα εκεί κάτω.
Εγώ: Τι θες εσύ εδώ;;; Είπα πιο νευριασμένη από ποτέ.
Νεηθαν: Να δω αν είσαι καλά...
Εγώ: Και από πότε νοιάζεσαι μετά από αυτό που έκανες στον άνθρωπο που αγάπησα πιο πολύ στη ζωή μου;;;;;;
Νεηθαν: Εγώ δηλαδή δεν ήμουν ένα από τα άτομα που αγάπησες πραγματικά;;
Εγώ: Άνθρωπο είπα.
Νεηθαν: Γιατί εγώ τι είμαι;
Εγώ: Ζώο και ηλίθιος. Είπα.
Νεηθαν: Αν εγώ είμαι ζώο και ηλίθιος εσύ είσαι βλαμμένο. Είπε και εγώ τον χτύπησα με την παλάμη μου στον ώμο. Εκείνος μου έπιασε τα χέρια και με έφερε κοντά του φιλώντας με βίαια... Εγώ προσπαθούσα να αντισταθώ αλλά μου κρατούσε τα χέρια και δεν μπορούσα. Σταμάτησε να με φιλάει. Εγώ του έριξα ένα χαστούκι και εκείνος είπε:
Νεηθαν: Μα Αριάννα σε αγαπάω.
Εγώ: Νεηθαν είναι πολύ αργά να μιλάμε για αγάπη. Είπα και έφυγα. Δεν μπορώ να τον συγχωρήσω. Ο Πάνος ήταν, είναι και θα είναι το άτομο που με έκανε να του χαρίσω ένα από τα πιο λαμπερά μου χαμόγελα και με έκανε να βγάλω τον αληθινό μου εαυτό προς τα έξω χωρίς να φοβάμαι τίποτα και κανέναν. Στη σκέψη του ονόματος του Πάνου βούρκωσα. Ένα δάκρυ κύλισε στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά μου και αμέσως το σκούπισα. Δεν ήθελα να κλάψω αλλά δεν μπορούσα να συγκρατήσω άλλο τα δάκρυά μου. Ήταν κάτι αυθόρμητο που βγήκε από μέσα μου. Κάθισα πάλι στο πρώτο πεζοδρόμιο που βρήκα μπροστά μου και άρχισα να κλαίω. Γιατί όλα αυτά σε εμένα;;;; Γιατί να μην συμβούν σε κάποιον άλλον και όχι σε εμένα;;;;
?: Κοπελιά είσαι καλά;;;;;
Σήκωσα το κεφάλι και είδα ένα αγόρι να με κοιτάει ανήσυχο.
Εγώ: Ναι απλά......
?: Απλά;;;;;
Εγώ: Απλά έχω πολλά προβλήματα.
?: Όπως;
Εγώ: Το πρώην αγόρι μου σκότωσε το αγόρι μου.
?: Μάλιστα. Πολύπλοκη ιστορία.
Εγώ: Ναι. Δυστυχώς.
?: Πάντως να ξέρεις ότι όλα ξεπερνιούνται.
Εγώ: Μπορεί να έχεις και δίκιο αλλά δεν νομίζω να τα καταφέρω τόσο εύκολα και γρήγορα.
?: Όπως νομίζεις.
Εγώ: Απλά δεν είναι μόνο αυτό είναι κι άλλα πολλά που έχουν γίνει. Και δεν καταλαβαίνω γιατί όλα γίνονται σε εμένα.
?: Και όλοι όσοι περνάνε ανάλογες καταστάσεις σκέφτονται γιατί σε εμένα. Αν όλοι σκέφτονταν έτσι τότε δεν θα υπήρχε ζωή. Κανείς δεν ζει χωρίς αναταραχές στην ζωή.
Εγώ: Σωστός....
?: Τέλος πάντων εγώ θα πρέπει να φύγω, είπε και σηκώθηκε από το πεζοδρόμιο περπατώντας.
?: Ελπίζω να σε βοήθησα έστω και λίγο. Αα. Και χαιρετίσματα στον Νεηθαν.
Εγώ: Οκ. Θα του τα πω. Κάτσε δεν σου είπα το ον-. Δεν πρόλαβα να τελειώσω την πρότασή μου γιατί είχε φύγει.
Αυτό τι ακριβώς ήταν;;;;;;;; 😕😕😐😐
Αχαχαχ. Αρχίζω να πιστεύω ότι τρελαίνομαι και δεν μου αρέσει καθόλου αυτό. Σηκώθηκα από το πεζοδρόμιο και άρχισα να περπατάω προς το σπίτι του Πάνου. Μάλλον εκεί θα μένω. Έφτασα και πήρα  το ασανσέρ για να ανέβω στον όροφο όπου ήταν και το σπίτι. Άνοιξα με τα κλειδιά που μου είχε δώσει ο Πάνος και κατευθύνθηκα προς την κρεβατοκάμαρα. Άνοιξα την ντουλάπα και πήρα την αγαπημένη μπλούζα του Πάνου. Την φόρεσα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Μετά από λίγο κοιμήθηκα.
Ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι σε ένα φωτεινό άσπρο δωμάτιο. Ακούω μια φωνή να φωνάζει το όνομά μου και καταλαβαίνω ποιανού είναι.
Εγώ: Πάνο;;;;;;;;
Πάνος: Αριάννα σε έφερα εδώ γιατί θέλω να σου πω ότι πάντα σε αγαπούσα και πάντα θα δε αγαπώ
γι'αυτό θέλω να ξαναφτιάξεις την ζωή σου και να βρεις έναν άνθρωπο που να τον αγαπάς και να σε αγαπάει κι εκείνος.
Συνέχεια ακουγόταν αυτή η φράση:
Θέλω να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου!

Θέλω να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου!

Θέλω να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου!

Θέλω να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου!

Θέλω να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου!

Θέλω να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου!

Θέλω να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου!

Θέλω να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου!

Θέλω να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου!

Θέλω να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου!
Πετάγομαι από το κρεβάτι καταϊδρωμένη και φοβισμένη και αρχίζω να σκέφτομαι. Πρώτα αυτός που άρχισε να μου λέει διαφορά όπως ότι όλα ξεπερνιούνται και μου είπε και το όνομα του Νεηθαν χωρίς να του το έχω πει και τώρα αυτό το όνειρο. Ο Πάνος μου έλεγε να ξαναφτιάξω την ζωή μου. Γιατί;;; Χτυπάει το κινητό μου και εγώ τρομάζω. Το πιάνω στα χέρια μου και βλέπω ότι είναι ο Νεηθαν. Το σηκώνω και μου λέει:

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top