Κεφάλαιο 40

Εγώ: Νεηθαν;;;;
Νεηθαν: Αριάννα;;;;
Εγώ: Πεινάω...
Νεηθαν: Ε σε λίγο θα φέρουν το φαγητό λογικά.
Τότε ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα μια νοσοκόμα.
Νοσοκόμα: Σας έφερα το φαγητό σας.
Εγώ: Μμμμ. Τι έχει;; Είπα εγώ τρίβοντας τα χέρια μου μεταξύ τους.
Νοσοκόμα: Σούπα με βραστό κοτόπουλο.
Εγώ: Μμμμ. Τέλεια. {παρακαλώ να σημειωθεί η ειρωνεία εδώ}
Νεηθαν: Χμ. Ναι. Ευχαριστούμε πολύ. Είπε ο Νεηθαν και η νοσοκόμα βγήκε από το δωμάτιο αφού άφησε το φαγητό δίπλα στο κρεβάτι μου.
Εγώ: Νεηθαν;;;;;;;; Χιχιχιχιχιχιχι😊😊😆😆😼😼😺😺
Νεηθαν: Όχι.
Εγώ: Ξέρεις πόσο σ'αγαπώ.
Νεηθαν: Όχι.
Εγώ: Έλα βρε Νεηθαν......
Νεηθαν: Όχι.
Εγώ: Εγώ που σε αγαπώ πολύ πολύ;;
Νεηθαν: Όχι.
Εγώ: Μα δεν θέλω να φάω νερόβραστα..
Νεηθαν: Είπα όχι.
Εγώ: Μα γιατί;;
Νεηθαν: Γιατί όχι.
Εγώ: Τι θα σου κοστίσει βρε;; Μία ερώτηση και ένα τηλεφωνηματάκι.
Νεηθαν: Όχι.
Εγώ: Γιατί;;; Είπα ναζιάρικα.
Νεηθαν: Καλάάάάά......
Εγώ: Χιχιχιχιχιχιχιχιχιχιχιχιχιχιχιχιχι....
Είπα και έτριψα πάλι τα χέρια μου μεταξύ τους.
Ο Νεηθαν σηκώθηκε και πήγε έξω.
Μετά από λίγη ώρα μπήκε μέσα, κάθισε στην καρέκλα του και έβγαλε το κινητό. Ναι θα φάω. Μας άφησαν.
Πληκτρολογεί τον αριθμό και βάζει το κινητό στο αυτί του.
Νεηθαν: Ναι; Γειά σας. Μία παραγγελία θα ήθελα να κάνω. Θέλω δύο γύρους με πίτα, κρέας και πατάτες και δύο κουτάκια Coca Cola.
Να τα φέρετε στο νοσοκομείο... και στον όροφο.. Ευχαριστώ πολύ. Είπε και το έκλεισε. Με κοίταξε με ένα στραβούτσικο ύφος και μετά έστρεψε το βλέμμα του άλλου.
Εγώ σηκωθηκα από το κρεβάτι και πήγα από πίσω του. Πέρασα τα χέρια μου από το λαιμό του και τον αγκάλιασα. Το φίλησα και τον ρώτησα:
Εγώ: Ακόμα μου κρατάς κακία;;;
Νεηθαν: Όχι.
Εγώ: Σε αγαπώ.
Νεηθαν: Εγώ δεν φαντάζεσαι πόσο.
Πήγα πάλι πίσω στο κρεβάτι μου και ξάπλωσα σκεπάζοντας το σώμα μου.
[....]
Φάγαμε τον γύρο μας [χιχι] και μετά ξάπλωσα λίγο να κοιμηθώ. Ο Νεηθαν καθόταν στην πολυθρόνα δίπλα μου και έπαιζε με το κινητό του.
Εγώ: Νεηθαν θα πάω μια βόλτα.
Νεηθαν: Ναι αγάπη μου αλλά να γυρίσεις γρήγορα.
Εγώ: Εντάξει Νεηθαν.
Ντύθηκα, πήρα το κινητό μου και βγήκα έξω. Θα πάω μάλλον στο παρκάκι, αν και έχει πολλά δέντρα και αρχίζει να νυχτώνει. Μόλις έφτασα και πήγα να καθίσω σε ένα παγκάκι. Όμως καθώς προχωρούσα άκουσα έναν ήχο πίσω από τους θάμνους. Έτσι λοιπόν πήγα να δω το ήταν. Ήταν οοοο.... Γιώργος. Τι κάνει αυτός εδώ;;
Ιιιι. Κρατάει και ένα μαχαίρι και απειλεί έναν άνθρωπο μεγάλο σε ηλικία, πηγαίνοντας όλο και πιο κοντά του. Του καρφώνει το μαχαίρι και ο μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος πέφτει νεκρός στο χώμα, γεμάτος αίματα. Εγώ κλείνω το στόμα μου με το χέρι μου και αρχίζω να σηκώνομαι και να κάνω μικρά βήματα προς τα πίσω. Πάτησα όμως ένα ξερό φύλλο και έκανε θόρυβο. Εκείνος με είδε, γέλασε και έτρεξε προς το μέρος μου. Εγώ κοκάλωσα.
Γιώργος: Βρε βρε την Αριάννα.. Τι κάνεις από τα μέρη μας; Μου είπε και με έπιασε από τον λαιμό σηκώνοντάς με στον αέρα, ώστε τα πόδια μου να μην πατούν στο έδαφος.
Άμεσος πετάχτηκα από το κρεβάτι καταϊδρωμένη και φοβισμένη. Τι ήταν αυτό. Ο Νεηθαν αμέσως σηκώθηκε αφήνοντας το κινητό και έτρεξε κοντά μου.
Νεηθαν: Είσαι καλά;;
Εγώ: Ναι. Είπα ανασαίνοντας βαριά και γρήγορα.
Νεηθαν: Σίγουρα;;
Είναι: Ναι σου λέω.
Νεηθαν: Πάντως εμένα δεν με πείθεις. Φώναζες κιόλας.
Εγώ: Έλα μου;;
Νεηθαν: Φώναζες μη μη μη.
Εγώ: Εε ναι.
Νεηθαν: Δεν είσαι καλά. Τι έγινε; Είδες εφιάλτη;;
Εγώ: Ναι.
Νεηθαν: Τι είδες;
Εγώ: Ότι ο Γιώργος με έπιασε από τον λαιμό και με σήκωσε στον αέρα.
Νεηθαν: Έλα ηρέμησε τώρα. Είναι όλα καλά. Μου είπε και με πείρε αγκαλιά κρατώντας με πολύ σφιχτά και για ώρα..
Εγώ: Μου υπόσχεσαι ότι θα είσαι πάντα δίπλα μου και θα με αγαπάς;; Του είπα έχοντας αρχίσει να δακρύζω και να είμαι ακόμη στην ζέστη και μεγάλη του αγκαλιά.
Νεηθαν: Το υπόσχομαι αγάπη μου. Το υπόσχομαι.

Γειά. Ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο αυτό αν και ήταν μικρό.
Πολύ σας κούρασα νομίζω. Θα τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο. Γειά. Φιλάκια............ ❤❤❤❤❤❤❤❤❤❤





Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top