Κεφάλαιο 39
Ήταν ο Γιώργος. Το σηκώνω.
Νεηθαν: ΤΙ ΘΕΣ ΡΕ;;; ΕΧΕΙΣ ΤΟ ΘΡΑΣΟΣ ΝΑ ΠΑΙΡΝΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗΛΕΦΩΝΟ.
Γιώργος: Τι έγινε Νεηθαν;; Πως είναι η Αριάννα;;;
Νεηθαν: Να μην σε ενδιαφέρει ρε. Εσύ την πυροβόλησες και έχεις το θράσος να πάρεις τηλέφωνο και να ρωτήσεις πως είναι;;
Γιώργος: Μην με κάνεις να το μετανιώσω που πείρα..
Νεηθαν: Αυτό θέλω ρε. Να το μετανιώσεις και να κλήσεις το τηλέφωνο. Να το μετανιώσεις και να έρθεις να ζητήσεις συγνώμη ρε. Αν και έτσι όπως τα έχεις κάνει δεν το θέλω το συγνώμη σου το πεις δεν το πεις. Να το μετανιώσεις και να εξαφανιστείς από την ζωή μου, εμένα και της Αριάννας.
Γιώργος: Θα εξαφανιστώ από την ζωή σας αλλά να ξέρεις ότι δεν θα το αφήσω έτσι και όταν θα αποφασίσω να το τελειώσω θα κάνω χειρότερα από ότι έκανα τώρα. Είπε και πριν προλάβω να πω κάτι μου το έκλεισε στα μούτρα. Το εννοούσε θα κάνει χειρότερα από ότι έκανε τώρα;;;; Δεν ξέρω. Τέλος πάντων. Να κάνει ότι θέλει αλλά να μην τολμήσει να ξανά ακουμπήσει την Αριάννα μου. Καθώς σκεφτόμουν ήρθε η Μαρσίντα με τους καφέδες. Κατευθείαν με είδε αναστατωμένο και με ρώτησε:
Μαρσίντα: Τι-
Νεηθαν: Μην μιλήσεις σε παρακαλώ. Θα σου εξηγήσω αργότερα. Της είπα αρπάζοντας τον καφέ μου από τα χέρια της και πίνοντας αρκετές μαζεμένες γουλιές.
Μαρσίντα: Οκ. Οκ. Παραδίνομαι. Είπε και σήκωσε τα χέρια της ως ένδειξη παράδοσης.
Νεηθαν: Δεν αντέχω άλλο.
Μαρσίντα: Έλα μου;;;;
Νεηθαν: Δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ να την βλέπω σε ένα κρεβάτι ξαπλωμένη. Δεν αντέχω να μην την αγκαλιάζω. Να μην την φιλάω. Δεν αντέχω.
Μαρσίντα: Το ξέρω. Νομίζεις εμένα μου αρέσει να βλέπω την φίλη μου, δηλαδή τι φίλη μου; κολλητή μου, σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου ακίνητη;; Πλέον ούτε μπορώ να την πάρω αγκαλιά και να την παρηγορήσω επειδή την στεναχώρησες, ούτε να λέμε βλακίες και να γελάμε πίνοντας καφέ στα Starbucks, ούτε να κάνουμε βόλτες στο κέντρο και να μπαίνουμε σε ένα εκατομμύριο μαγαζιά για να δούμε το θα πάρει επειδή θα βγούμε με εσένα και τον Στιβ και θέλει να είναι όμορφη. Είπε και δεν άντεξα και δάκρυσα. Τα δύο δάκρυα έγιναν τρία, τα τρία τέσσερα, τα τέσσερα πέντε και για να μην τα πολυλογώ άρχισα να κλαίω κανονικά. Πολύ θέλει ο άνθρωπος άμα ακούει τέτοια;; Δεν νομίζω.
Νεηθαν: Πάω να την δω.. Είπα σκουπίζοντας τα δάκρυά μου.
Μαρσίντα: Οκ.
Προχώρησα και μπήκα μέσα στο δωμάτιο. Κάθισα στην πολυθρόνα δίπλα της και της έπιασα το χέρι.
Νεηθαν: Αριάννα σε αγαπάω. Δεν αντέχω άλλο. Ξύπνα σε παρακαλώ.
Εκεί που της μιλούσα ένιωσα να κουνάει τα δάχτυλά της. Πάει. Σάλταρα τόσες μέρες μέσα στο νοσοκομείο. Είμαι ντιπ για ντιπ πυροβολημένος. Δεν υπάρχει περίπτωση. Ωχ. Κι όμως.
Αριάννα: Νεηθαν που βρίσκομαι;;
Αριάννας pov
Νιώθω κάποιον να μου κρατάει το χέρι και προσπαθώ να ανοίξω τα μάτια μου αλλά είναι πολύ βαριά. Με την δεύτερη προσπάθεια τα καταφέρνω. Τα ανοίγω και βλέπω τον Νεηθαν.
Εγώ: Νεηθαν που βρίσκομαι;;
Νεηθαν: Στο νοσοκομείο αγάπη μου. Είσαι καλά;; Πονάς; Πείνας; Θες κάτι άλλο; Θες να σου φέρω κάτι;; Χυμό;; Νερό;
Εγώ: Όπα όπα. Περίμενε. Μια μια τις ερωτήσεις. 1ον είμαι καλά, 2ον δεν πονάω, 3ον δεν πεινάω, 4ον δεν θέλω να μου φέρεις κάτι και 5ον δεν θέλω κάτι άλλο. Γενικά είμαι καλά.
Νεηθαν: Ευτυχώς. Πάω να φωνάξω γιατρό. Είπε και σηκώθηκε. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα του δωματίου, την άνοιξε, βγήκε και μετά από λίγο ξανά μπήκε μαζί με έναν γιατρό.
Γιατρός: Πως νιώθετε;;
Εγώ: Ε καλύτερα.
Γιατρός: Ωραία -
Νεηθαν: Γιατρέ. Σας λέει Ε καλύτερα και εσείς λέτε ωραία; Είπε τονίζοντας το ε.
Γιατρός: Σας παρακαλώ αφήστε με να κάνω την δουλειά μου.
Νεηθαν: Είστε σίγουρα γιατρός;;
Γιατρός: Ναι γιατί; Είπε αθώα ο γιατρός.
Νεηθαν: Εγώ πάντως δεν το νομίζω.
Εγώ: Νεηθαν.
Νεηθαν: Σους εσύ.
Εγώ: Γιατρέ κάντε την δουλειά σας.
Γιατρός: -_- Λοιπόν. Πρέπει να σας κάνουμε μερικές εξετάσεις για να παρακολουθούμε την υγεία σας.
Νεηθαν: Τι εξετάσεις για να έχουμε καλό ερώτημα;
Γιατρός:*_* *_* -_- -_- Θα με αφήσετε να κάνω την δουλειά μου επιτέλους;;
Νεηθαν: Τι είπα πάλι;; Ρώτησα απλά τι εξετάσεις πρέπει να κάνει το κορίτσι μου. Κακό είναι;;
Γιατρός: Φφφφ {ξεφύσηξε}. Σηκωθείτε αν μπορείτε για να πάτε στην αίθουσα λίγο πιο κάτω να σας πάρουν λίγο αίμα.
Εγώ: Εντάξει. Που ακριβώς είναι η αίθουσα;; Είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Μόλις άφησα το χέρι μου από την άκρη του κρεβατιού για να περπατήσω έπεσα κατευθείαν κάτω βγάζοντας μία κραυγή ανάλογη με αυτήν "αααααααα". Ο Νεηθαν, είχε σταυρωμένα τα χέρια του κάτω από το στήθος του, αλλά μόλις με είδε να πέφτω τα άφησε ελεύθερα και έτρεξε "με ταχύτητα φωτός" κοντά μου.
Νεηθαν: Είσαι καλά;; Μου είπε και με βοήθησε να σηκωθώ.
Εγώ: Ναι.
Γιατρός: Αφού δεν μπορείτε να σηκωθείτε θα φέρω ένα αναπηρικό καροτσάκι να σας πάρουμε.
Νεηθαν: Αφού δεν μπορεί να σηκωθεί, γιατί δεν βάζετε την εξέταση αίματος το απόγευμα;;
Γιατρός: Γιατί αυτή η εξέταση πρέπει να γίνει τώρα.
Εγώ: Νεηθαν άστο. Δεν πειράζει. Θα κάνουμε την εξέταση. Σιγά. Του είπα και ο γιατρός βγήκε έξω για να φέρει το καροτσάκι. Μετά από λίγη ώρα μπήκε μέσα και ο Νεηθαν με βοήθησε να καθίσω πάνω στο καροτσάκι..
[......]
Μόλις τελειώσαμε την εξέταση και ήμαστε στο δωμάτιο με τον Νεηθαν. Και τώρα που το θυμήθηκα πρέπει κάτι να κάνω με τον Γιώργο. Πήγε να πυροβολήσει τον Νεηθαν. Δεν θα το αφήσω έτσι.
Εγώ: Νεηθαν;;
Νεηθαν: Έλα;;
Εγώ: Με τον Γιώργο τι θα κάνουμε;;; Αμέσως γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε με ένα δολοφονικό ύφος.
Νεηθαν: Μην ξανά πεις αυτό το όνομα.
Εγώ: Ναι. Αλλά τι θα κάνουμε με τον... τον... τον... τον αυτόν τέλος πάντων..
Νεηθαν: Δεν ξέρω. Πάντως θα σου πω κάτι αλλά δεν θέλω να σε αγχώσω.
Εγώ: Νεηθαν. Λέγε.
Νεηθαν: Εντάξει. Όταν κοιμόσουν ακόμα με πήρε τηλέφωνο. Του είπα να εξαφανιστεί από την ζωή μας και εκείνος μου είπε ότι θα το κάνει αλλά δεν θα το αφήσει έτσι και θα κάνει πολύ χειρότερα από ότι έκανε τώρα.
Εγώ: ..............
Νεηθαν: Δεν ξέρεις τι να πεις ε;
Εγώ: Αχά.
Νεηθαν: Δεν χρειάζεται να αγχωνόμαστε. Όλα καλά θα πάνε. Εντάξει;
Εγώ: Ναι. Του είπα και με φίλησε γλυκά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top