Κεφάλαιο 36
Κάθισα στον καναπέ και δίπλωσα τα γόνατά μου. Σκεπάστηκα με την κουβέρτα και άνοιξα το κινητό μου. Είχα μήνυμα από τον Νεηθαν.
Νεηθαν: Το βράδυ θα γίνει όπως και δίποτε και δεν θα μου την γλυτώσεις αυτή τη φορά.
Εγώ: Καλά. Λέγε πάλι ότι θες. Αν θέλω εγώ δεν θα κάνω τίποτα.
Νεηθαν: Καλάάάάάάά........
Εγώ: Καλάμια.
Δεν γράφει. Μπορεί και να νευρίασε. Αλλά δεν με νοιάζει. Ξύδι. Λέω να πάω στον Γιώργο. Να δω και το κάνει. Σηκώθηκα γρήγορα από τον καναπέ και έτρεξα πάνω. Ντύθηκα βάζοντας αυτά τα ρούχα.
Βγήκα έξω από το σπίτι και πήγα στο σπίτι του Γιώργου. Όταν χτύπησα δεν άνοιξε κάνεις. Ξανά χτύπησα αλλά τίποτα. Περίμενα λίγο και χτύπησα για τελευταία φορά την πόρτα του. Πριν προλάβω να ακουμπήσω το χέρι μου στην πόρτα άνοιξε.
Εγώ: Γειά. Τι κάνεις; Είπα με ένα χαμόγελο.
Γιώργος: Τι θες;; Είπε λες και ήταν θυμωμένος μαζί μου.
Εγώ: Γιώργο ήρθα να δω τι κάνεις. Αν δεν θες μπορώ να φύγω.
Γιώργος: Ε φύγε τότε. Μην σε κρατάμε. Είπε και μου έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. Τι ήταν τώρα αυτό; Φεύγω θυμωμένη από το σπίτι του και κατευθύνομαι προς τι δικό μου. Μόλις ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα αφήνω το μπουφάν μου στον καλόγερο και πάω στο δωμάτιο. Τι να κάνω; Μάλλον θα κοιμηθώ λίγο. Βάζω τις πιτζάμες μου και ξαπλώνω στο κρεβάτι σκεπάζοντας το σώμα μου με το πάπλωμα. Αμέσως με παίρνει ο ύπνος.
Μπαίνω σπίτι. Όταν ανοίγω την πόρτα βλέπω τον Νεηθαν να είναι στο πάτωμα με αίμα παντού στο σώμα του και μια κόκκινη μεγάλη κηλίδα αίμα κάτω από το στήθος του. Από το σοκάρισμα που έπαθα μου έπεσε η τσάντα. Μου φεύγουν δάκρυα.
Εγώ: Νεηθανννννννννννν....... Ουρλιάζω. Γιατί ρε Νεηθαν.
Εγώ: Νεηθανννννννννννν.......
Νεηθανννννννννν..... Νεηθανννννννν....................
Ντρινννννν. Πετάγομαι από το κρεβάτι τρομαγμένη και ιδρωμένη. Πιάνω το κινητό μου και ήταν ο Νεηθαν.
Εγώ: Έλα αγάπη μου. Λέω λαχανιασμένη.
Νεηθαν: Έλα μωρό μου. Έχεις κάτι; Έγινε κάτι;
Εγώ: Όχι. Καλά είσαι;
Νεηθαν: Ναι. Ήθελα να σου πω ότι δεν θα έρθω εγώ σπίτι σου.
Εγώ: Αλλά;;
Νεηθαν: Εσύ θα έρθεις σπίτι μου.
Εγώ: Ε ε εντάξει. Είπα διστακτικά. Πολύ διστακτικά όμως αυτή τη φορά. Κάτι δεν πάει καλά.
Νεηθαν: Σίγουρα δεν έχεις κάτι;;;
Εγώ: Ναι. Πρέπει να κλείσω για να ετοιμαστώ. Είναι ήδη 8.
Νεηθαν: Οκ μωρό μου. Σ'ΑΓΑΠΩ ΠΟΛΥ
Εγώ: Και εγώ.
Έκλεισα το κινητό και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Πήγα να δω τι θα βάλω. Πρέπει να βάλω κάτι άνετο και μοντέρνο ταυτόχρονα που σπάνια βρίσκεις στην δική μου ντουλάπα. Όμωςςςςςςςςς. Το βρήκα.
Έκανε και ζέστη. Θα τον ανάψω. Είμαι σίγουρη. Τα φόρεσα και πήρα ένα από τα χιλιάδες κουτιά που έχω κάτω από το κρεβάτι μου. Το ανοίγω και βάζω τα μποτάκια που είχε μέσα.
Παίρνω το μπρελόκ με τα κλειδιά του σπιτιού μου και του σπιτιού του Νεηθαν και φεύγω. Στον δρόμο πέρασα μπροστά από ένα πάρκο. Μέσα είχε αρκετά άτομα που κάπνιζαν. Δεν μου αρέσει τι κάπνισμα. Καθόλου. Άρχισαν κάποιοι τύποι να μου σφυρίζουν. Είμαι και εγώ όμως ηλίθια. Δεν έριξα κάτι πάνω μου.
Ήρθε ένας προς το μέρος μου.
?: Γειά σου κούκλα. Είπε. Τον αγνοώ γιατί προσπαθεί να με κάνει να του δώσω σημασία.
?: Είσαι πολύ όμορφη. Το ξέρεις;
Εγώ: Το ξέρω. Κρίμα όμως που δεν μπορώ να πω το ίδιο για εσένα. Του είπα και εκείνος νευρίασε. Με έπιασε από το μπράτσο και με γύρισε να τον κοιτάω.
?: Άκου να σου πω.
Εγώ: Δεν θα καθίσω ούτε λεπτό να ακούσω εσένα να λες ό,τι μπούρδα σου κατέβει στο κεφάλι. Του είπα, τράβηξα το χέρι μου ώστε να με αφήσει και έφυγα σε στυλ νικημένης για το σπίτι του Νεηθαν. Έφτασα και ξεκλείδωσα την πόρτα. Όταν μπήκα μέσα είδα................
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top