Κεφάλαιο 35

(συγνώμη αν έχω βάλει ξανά και αυτό το τραγούδι αλλά δεν το θυμόμουν πάλι. Γενικά δεν ξέρω τι τραγούδι να βάζω σε κάθε κεφάλαιο)

Νεηθαν: Βρε αγάπη μου μην κάνεις έτσι. Θα γίνει καλά.
Εγώ: Τι να μην κάνω έτσι. Δεν άκουσες τι είπαν οι γιατροί;; Μπορεί να μην ζήσει.
Νεηθαν: Θα ζήσει για να είναι κοντά στα αγαπημένα του πρόσωπα, όπως την οικογένειά του και εμάς.
Εγώ: Σ'αγαπώ.
Νεηθαν: Κι εγώ. Είπε και με πείρε αγκαλιά.
Εγώ: Δεν θέλω να πεθάνει.
Νεηθαν: Ε. Τι είπαμε; Δεν είπαμε ότι δεν θα πεθάνει; Τι είναι αυτά που λες πάλι;
Εγώ: Δεν θέλω.
Νεηθαν: Ούτε εγώ.
Καθίσαμε λίγο ακόμα και μετά βγήκαμε έξω γιατί δεν μπορούσαμε να καθίσουμε άλλο. Ήταν εντατική δεν ήταν κανονικό δωμάτιο να καθόμαστε πάνω από μία ώρα. Καθόμασταν στις καρέκλες που είχε στον διάδρομο και μετά από ένα λεπτό ήρθε ένας γιατρός για να τον εξετάσει. Έκατσε λίγο μέσα και μετά βγήκε και μας είπε:
Γιατρός: Έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο και μπορούμε να τον μεταφέρουμε σε κανονικό δωμάτιο.
Μου έφυγε μια τεράστια ανακούφιση όταν μας το ανακοίνωσε. Μπήκαν μέσα στην εντατική ένας γιατρός και μια νοσοκόμα και τον μετέφεραν δίπλα όπου ήταν το κανονικό δωμάτιο. Εμείς μπήκαμε μέσα και καθίσαμε σε δύο πολυθρόνες που είχε εκεί μέσα. Κάποια στιγμή αποκοιμηθήκαμε.
5 μέρες μετά
Ξυπνήσαμε με τον Νεηθαν στο νοσοκομείο. Έχουν περάσει 5 μέρες από το μοιραίο εκείνο βράδυ και ακόμα να ξυπνήσει. Ο Νεηθαν έχει κατέβει στον τελευταίο όροφο του νοσοκομείου όπου είναι το κυλικείο για να πάρει καφέδες. Πήγα κοντά στο κρεβάτι του Γιώργου και κάθισα δίπλα του. Άρχισα να του μιλάω και να του λέω για την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε.
Εγώ: Θυμάσαι τότε που γνωριστήκαμε. Θυμάσαι τότε που μου έκανες ένα εκατομμύριο εκπλήξεις και μου έκανες και δώρο τον Τζου και την Τζορτζίνα. Τότε που ο Νεηθαν σε είχε χτυπήσει και εγώ μετά σε πείρα σπίτι μου για να σου φτιάξω τις πληγές αλλά τελικά κοιμήθηκα σπίτι σου; Ε; Θυμάσαι;;
Γιώργος: Ναι Αριάννα. Θυμάμαι.
Εγώ: Γιώργο;; Γιώργο;; Γιώργο;;
Γιώργος: Πόσες φορές παίζει να το πεις ακόμα;
Εγώ: Εε. Γιώργο δεν ξέρω. Είσαι ζωντανός. Ξύπνησες.
Γιώργος: Ναι.
Δεν τον άφησα να μιλήσει γιατί είχα βγει έξω για να φωνάξω έναν γιατρό.
Δεν το έχω πιστέψει ακόμα ότι ξύπνησε.
Όταν περίμενα από έξω για να βγουν οι γιατροί και να πουν ότι είναι καλά ήρθε ο Νεηθαν.
Νεηθαν: Ωχ. Γιατί είσαι έξω; Τι έγινε; Αριάννα τι έπαθε ο Γιώργος.
Εγώ: Αγάπη μου μην ανησυχείς. Ο Γιώργος ξύπνησε.
Νεηθαν: Τι;
Εγώ: Ξύπνησε.
Νεηθαν: Τι;
Εγώ: Ξύπνησε.
Νεηθαν: Τι;
Την ώρα που πήγα να του απαντήσω ο γιατρός βγήκε έξω.
Εγώ+Νεηθαν: Πείτε μου ότι είναι καλά.
Γιατρός: Σε ποιον από τους δύο;;
Εγώ+Νεηθαν: Σε εμένα. Αα. Αυτό θα γίνεται τώρα. Θα λες ότι λέω.
Γιατρός: Λοιπόν για να μην έχουμε θέματα το λέω και στους δύο. Το παιδί.
Εγώ: Ο Γιώργος.
Γιατρός: Ο Γιώργος λοιπόν, είναι καλά. Σε 3 μέρες θα βγει.

3 μέρες μετά
Εγώ: Πειραιά όλα σου τα πράγματα;
Γιώργος: Ναι βρε Αριάννα. Με έχει ρωτήσει 1.000.000 φορές. Πάμε;
Εγώ: Ναι. Πάμε.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. Φτάσαμε σπίτι του Γιώργου και τον αφήσαμε να ξεκουραστεί. Του υποσχεθήκαμε ότι θα το πηγαίνουμε κάθε μεσημέρι να τον βλέπουμε, να δούμε τι κάνει και αν χρειάζεται κάτι. Εμείς ξανά μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε σπίτι μου. Ο Νεηθαν πάρκαρε το αυτοκίνητο και μπήκε και εκείνος μέσα. Άφησε το μπουφάν και τα κλειδιά του αυτοκινήτου στον καναπέ και ήρθε στην κουζίνα που ήμουν και εγώ και έβαζα νερό από το βρυσάκι που έχουμε δίπλα από την βρύση. Ήρθε λοιπόν πίσω μου και με έπιασε από την μέση. Ήπια το νερό μου αλλά εκείνος δεν σταμάτησε. Άρχισε να με φιλάει στο λαιμό και να μου χαϊδεύει την κοιλιά. Με σήκωσε (σε στυλ νύφης) και με πήγε στον καναπέ. Ήρθε από πάνω μου και άρχισε να με φιλάει στα χείλη ενώ παράλληλα με χάιδευε σε όλο μου το σώμα. Ανασηκώθηκα.
Νεηθαν: Που πας;
Εγώ: Καιρός να κάνω και εγώ κάτι. Όλα εσύ τα κάνεις. Του είπα και πήρα το πάνω χέρι. Πήγα από πάνω του και άρχισα να τον φιλαώ στον λαιμό. Άρχισε να βγάζει μικρούς αναστεναγμούς. Όταν πλέον τον είχα βασανίσει αρκετά και ήμουν ακόμα από πάνω του έχοντας σηκώσει ελάχιστα την μπλούζα του και φιλώντας τους καλοσχηματισμένους κοιλιακούς του σηκώθηκα γρήγορα από πάνω του τρέχοντας στο δωμάτιό μου, κλειδώνοντας την πόρτα και αφήνοντάς τον στον καναπέ χωρίς εκείνος να έχει καταλάβει τι συνέβει πριν λίγο. Μόλις το συνειδητοποίησε κατέβασε την μπλούζα του και έτρεξε πάνω νευριασμένος. Ήρθε έξω από την πόρτα.
Νεηθαν: Αριάννα άνοιξε γιατί θα μου το πληρώσεις.
Εγώ: Αυτό που νόμιζες ότι θα γίνει θα γίνει αλλά όχι τώρα.
Νεηθαν: Δηλαδή τι περίμενες; Να με ανάψεις κανονικότατα και μετά να σηκωθείς και να φύγεις; Ε; Αυτό περίμενες να γίνει;
Εγώ: Ναι. Τώρα σπίτι σου μέχρι τις 11 το βράδυ. Στις 11 να είσαι εδώ.
Νεηθαν: Οκ. Αλλά να ξέρεις ότι θα μου το πληρώσεις αυτό στις 11 το βράδυ. Και πίστεψέ με. Δεν θα σου αρέσει όπως δεν άρεσε και σε εμένα.
Εγώ: Οκ. Γειά αγάπη μου.
Του είπα. Χαχα. Αυτό είχε πλάκα. Το βραδινό όμως δεν θα έχει. Όταν πλέον είχε φύγει από το σπίτι ξεκλείδωσα την πόρτα και κατέβηκα στο σαλόνι.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top