Κεφάλαιο 14
Εγώ: Μαρσίντα άστο θα ανοίξω εγώ.
Μαρσίντα: Οκ. Είπε και άνοιξα την πόρτα. Ήταν ο Στιβ.
Εγώ: Γειά Στιβ τι κάνεις;
Στιβ: Γειά καλά εσύ;
Εγώ: Καλά παίρνα μέσα.
Στιβ: Ευχαριστώ.
Μαρσίντα: Γειά Στιβ.
Στιβ: Γειά.
Εγώ: Άλλο που δεν σε συμφέρει εσένα.
Μαρσίντα: Τι;
Εγώ: Τίποτα. Πάμε;
Στιβ και Μαρσίντα: Πάμε. Χαχαχαχα.
Αφού πλησιάσαμε το αυτοκίνητό του είδα ότι μέσα ήταν ο Νεηθαν. Γιατί, γιατί; Είπα σιγανά.
Στιβ: Γιατί τι;
Εγώ: Εεε τίποτα. Πάμε. Εσένα όταν έρθουμε στο σπίτι θα σε πνίξω.
Μαρσίντα: Χαχαχα
Εγώ: Χαχάξεις.
Μαρσίντα: Καλά εντάξει.
Στιβ: Να μπαίνατε και μέσα καλύτερα θα ήταν.
Εγώ και Μαρσίντα: Οκ μπαίνουμε. Χαχαχα. Αφού μπήκαμε μέσα με έβαλαν όπως πάντα με τον Νεηθαν. Γιατίίίίίίίί.
Νεηθαν: Βρε καλώς την. Έχουμε πολλά να πούμε.
Εγώ: Δεν έχουμε να πούμε τίποτα γι'αυτό παράτα με.
Νεηθαν: Όχι μικρή δεν κατάλαβες μάλλον καλά τι είπα.
Εγώ: Μία χαρά κατάλαβα αλλά ούτε έχω όρεξη να σου μιλήσω ούτε είχα όρεξη να δω τα μούτρα σου σήμερα. Από ότι κατάλαβες μου χάλασες την διάθεση.
Νεηθαν: Θα μιλήσουμε θες δεν θες.
Εγώ: Τώρα εσύ μάλλον δεν κατάλαβες τι είπα.
Νεηθαν: Δεν μου έλεγες, δεν μου λες και δεν θα μου λες ποτέ τι να κάνω. ΚΑΤΆΛΑΒΕΣ μικρή;
Εγώ: Μικρό είναι το μάτι σου.
Νεηθαν: Ποοοοο ρε Αριάννα τι σου έχω κάνει και με μισείς τόσο πολύ;
Εγώ: Πολλά. Και δεν θα έπρεπε να ρωτάς κιόλας.
Μέχρι να το καταλάβω είχαμε φτάσει κιόλας. Πήγα να κατέβω αλλά ο κύριος που θέλει να λέγετε κιόλας μου άνοιξε την πόρτα, μου έδωσε το χέρι του αλλά εγώ δεν του το έδωσα. Εκείνος το πήρε χωρίς την θέληση μου και με έβγαλε από το αυτοκίνητο του Στιβ.
Νεηθαν: Αφού δεν θέλεις με το καλό τότε με το άσχημο.
Νεηθαν pov
Τσακωνόμαστε πάρα πολύ ώρα αλλά μέχρι να το καταλάβω είχαμε φτάσει στο κλαμπ ή μπαρ όπως θέλετε πάρτε το. Τέλος πάντων κατέβηκα από το αυτοκίνητο φουριόζος για να της ανοίξω την πόρτα. Όταν την άνοιξα της έδωσα το χέρι μου αλλά εκείνη όχι. Τότε νευρίασα, μου ήρθε να την δείρω αλλά δεν το έκανα. Σκέφτηκα ότι θα θυμώνει περισσότερο μαζί μου και δεν το θέλω αυτό. Πως και σκέφτηκες και κάτι;
Βρε άι από εδώ ηλίθιο υποσυνείδητο. Της έπιασα λοιπόν το χέρι παρά την θέληση της και της είπα:
Εγώ: Αφού δεν θέλεις με το καλό τότε με το άσχημο.
Αριάννας pov
Με νευρίασε πάλι είχε δεν είχε. Αφού μπήκαμε στο μαγαζί πήγαμε στην μπάρα και καθίσαμε σε κάτι ψηλά σκαμπό που είχε σχεδόν στην μέση της.
Μπάρμαν: Τι θα πάρεις όμορφη;
Εγώ: Ένα ουίσκι με πάγο. ΟΜΟΡΦΕ.
Μπάρμαν: Οκ. Είπε με ένα χαμόγελο που έδειχνε πονηριά. Τώρα θα δεις Νεηθαν ποιος από τους δύο μας είναι ο σκληρός.
Εγώ: Τι ώρα τελειώνεις.
Νεηθαν: Στα τελευταία του.
Μπάρμαν: Εσύ τι ανακατεύεσε;
Νεηθαν: Το κορίτσι μου είναι ότι θέλω θα κάνω.
Εγώ: Δεν είμαι το κορίτσι του μην τον ακούς. Δεν έχω αγόρι. Πάμε κάπου μόνοι μας;
Μπάρμαν: Πάμε.
Μετά από πέντε λεπτά φτάσαμε στις τουαλέτες.
Εγώ: Συγνώμη για την αναστάτωση. Βλάκας όπως κατάλαβες.
Μπάρμαν: Δεν πειράζει. Μου είπε και με φίλησε. Ομολογώ ότι τι φιλί του ήταν ΤΕΛΕΙΟ.
Εγώ: Θα προτιμούσα....
Νεηθαν: Άστην ήσυχη και εσύ τι θα προτιμούσες; Εεεεε;
Εγώ: Να μην σε νοιάζει τι θα προτιμούσα και φύγε από εδώ. Με το που το είπα ήρθε κοντά μας και άρχισε να χτυπάει τον μπάρμαν. Λες και του είπα έλα. Όλα ανάποδα τα κάνει αυτό το παιδί μια ζώη. Αλλά να μου πείτε δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Αλλάζει; Όχι βέβαια.
Εγώ: Άστον ήσυχο.
Και εγώ όμως δεν το είπα ποιο νωρίς. Αφού τον είχε ρίξει κάτω και το είχε αφήσει αιμόφυρτο στο πάτωμα το είπα.
Αα. Βρε. Σηκώθηκε ο Νεηθαν.
Νεηθαν: Εσύ μαζί μου. Μου είπε και με τράβηξε από το χέρι.
Γεια σας παιδιά. Ελπίζω να είστε καλά γιατί εγώ είμαι μια χαρά. Επίσης ελπίζω να σας άρεσε η ιστορία μου. Εγώ πάντως το απόλαυσα καθώς την έγραφα. Όχι βέβαια για τον καημένο τον σερβιτόρο αλλά δεν πειράζει. Θα τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο........!!!
Μέχρι τότε ΓΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑ................
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top