Το ταξίδι
Ο οδηγός σταμάτησε έξω από μία παλιά πολυκατοικία και η Γιασμίν κατέβηκε κάνοντας ό,τι μπορεί για να μην τη δει κανείς.
Η γιαγιά της ,η Φούλα, και η μικρή της αδερφή η Ερατώ, σάστισαν όταν την είδαν να είναι τόσο πανικοβλημένη και φοβισμένη.
-Γιαγιάκα μου βρήκα τρόπο να πάω στην πατρίδα. Δεν αντέχω άλλο εδώ...πάλι σήμερα ο μπαμπάς με ... ξέρεις
-Σε βίασε πάλι το κάθαρμα;
-...Γιαγιά με περιμένει ένας ξένος οδηγός που προσφέρθηκε να με πάει ως την Πάτρα και από εκεί θα πάρω το καράβι. Πάρε αυτό το κινητό και άνοιγέ το μόνο όταν θέλεις να με παίρνεις τηλέφωνο. Αυτός είναι ο αριθμός μου. Θα σου στέλνω λεφτά, θα βρω τρόπο... μόνο σε παρακαλώ πολύ μη με προδώσεις, μην πεις τίποτα σε κανέναν μέχρι να περάσει περίπου μία εβδομάδα έτσι ώστε να χάσουν τα ίχνη μου. Την Ερατώ θα την πάρω μαζί μου δεν θα αφήσω να πάθει ότι έχω πάθει εγώ στη ζωή μου. Είναι αίμα μου, και μπορώ πιστεύω να την φροντίσω. Σε παρακαλώ το μόνο που θέλω είναι η ευχή σου και αγάπη σου.
-Γιασμίν γιαυρί μου, τρέχα να σωθείς και μη δικαιολογείσαι. Πάρε αυτά τα χρυσά, που είναι κάτω από τον καναπέ και τρέχα σαν μια κανονική τσιγγάνα. Άνοιξε τα φτερά σου, σκίσε ανέμους και ζήσε τη ζωή σου, ματάκια μου. Όταν εγκατασταθείτε θα μου πεις τη διεύθυνση, να σου στείλω εγώ όλα σας τα πράγματα. Να προσέχετε τζιέρι μου...
Κλάψανε και οι τρεις μέσα σε μία μεγάλη αγκαλιά. Η μικρή Ερατώ δεν ήξερε γιατί αλλά το είχε εύκολο το κλάμα με τόσο ξύλο που έτρωγε. Η γιαγιά Φούλα, ήξερε πως μπορεί να μην τις ξαναβλεπε. Ηταν γύρω στα εβδομήντα, και πολύ ταλαιπωρημένη από τη ζωή. Είχε ήδη περάσει καρκίνο και είχε καρδιά. Ήξερε όμως, πως ήταν το καλύτερο για τα παιδιά της. Η Γιασμίν πήρε μία μεγάλη βαλίτσα, κράτησε ένα χρυσό σταυρό στο ένα χέρι και στο άλλο, τη μικρή Ερατώ.
-Καλά έχεις τρελαθεί τελείως; Παίρνεις μαζί σου ένα μικρό παιδί; Δε νομίζω να το απήγαγες; Της είπε ο οδηγός σαστισμένος.
- Είναι η κόρη μου. Αυτό είναι για σας, είπε και του έδειξε το σταυρόρο.
Έβγαλε και ένα εκατοστάευρω και του το έδωσε. Τον καθησύχασε ότι δεν πρόκειται να βρει τον μπελά του και είπε απλά να κάνει πως δεν υπάρχουν. Πήρε τη μικρή Ερατώ, τη σήκωσε στην αγκαλιά της και κρύφτηκαν στο πίσω μέρος του οχήματος. Κάτσανε πάνω σε δύο κούτες και της έδωσε να φάει ένα σάντουιτς που της έδωσε η γιαγιά λίγο πριν φύγει.
- Γιαμόρ, γιατί είπες ότι είμαι κόρη σου;
-Έτσι θα λέμε από δω και πέρα...και εσύ θα με φωνάζεις μαμά. Δεν πρέπει να καταλάβει κανείς ότι είμαστε αδέρφια. Εντάξει; Εξάλλου, σαν κόρη μου σε έχω και εσύ με έχεις σα μαμά σου... Δεν θα 'ταν ωραίο να παίζαμε αυτό το παιχνίδι;
-Εντάξει μαμά. Πάντα σε άκουγα. Γιατί να μη σε ακούσω τώρα; Ξέρεις πολύ καλά πόσο σε αγαπώ, έτσι δεν είναι; Γιατί όμως δεν πήραμε μαζί και τη γιαγιά Φούλα; Σε χτύπησε ο μπαμπάς;
- Ένα τόσο δα σταλιά παιδί, δε πρέπει να ξέρει τέτοια πράγματα. Δε θέλω να ανησυχείς και να στενοχωριεσαι. Εκεί που θα πάμε, να ξέρεις, μεγάλωσε η μαμά κι εγώ. Θα βρούμε και άλλα παιδιά να κάνεις παρέα, θα πας και σχολείο, θα είσαι χαρούμενη πια, στο υπόσχομαι.
Της είπε, ενώ ήξερε καλά πως όλα αυτά θα ήταν δύσκολα, έως ακατόρθωτα.
-Τη γιαγιά Φούλα, θα την ξαναδούμε, στο υπόσχομαι ...Όσο για τον μπαμπά δεν θέλω ποτέ μα ποτέ να τον αναφέρεις ξανά. Το κατάλαβες αγάπη μου; Αν σε ρωτήσει ποτέ κανείς πού είναι ο μπαμπάς σου ,θα πεις ότι δεν τον έχεις γνωρίσει ποτέ. Και όπως είπαμε η μαμά σου, είμαι εγώ.
Η μικρή Ερατώ ήδη έπλαθε ιστορίες με το μυαλουδάκι της για τη νέα τους ζωή. Λυπόταν που άφηνε τη γιαγιά της αλλά έλεγε και ξανάλεγε ευχαριστώ στην αδερφή της που θα την πάει σε ένα τόπο που θα έχει φίλες και θα πηγαίνει σχολείο.
Με αυτές τις κουβέντες, άλλαξαν ταυτότητες ,τόπο και συγγένεια οι δύο αυτές κοπέλες. Σε λίγο θα φτάνανε στην Πάτρα και έπρεπε να βρούνε τρόπο να βγάλουνε εισιτήρια χωρίς διαβατήριο για να μπούνε στο καράβι και να ξεκινήσουν για Ανκόνα...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top