Οι ανταμώσεις

Βγαίνοντας από το δωμάτιό της ασθενής  του, ο Πέτρος σταμάτησε στη ρεσεψιόν του νοσοκομείου για να συμπληρώσει το φάκελό της. Εκεί τον είδε η Ελένη και τον πλησίασε.
-Στη Ρόμα ήσουνα;
-Ναι, εκεί ήμουνα. Εχει περάσει καρκίνο και έχει καρδιά... το σώμα της είναι πολύ αδύναμο.Η εγγονή της , από ό,τι κατάλαβα ,  έφυγε με το παιδί της στην Ιταλία, και δεν έχει πού να πάει.
-Α καλά... Είμαι σίγουρη ότι σκέφτηκες να την πάρεις μαζί σου στην Ιταλία και σίγουρα είναι ο λόγος που θες να πας. Πέτρο το ότι έχουμε ζήσει κάποιοι περιστατικά σαν άνθρωποι και επειδή έχουμε κάνει και λάθη, δε σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε μητέρες Τερέζες.
-Το σκέφτηκα, δε στο κρύβω. Δεν θέλω να την πάρω μαζί μου, θέλω απλά να τη βάλω σε ένα καράβι να πάει να βρει την εγγονή της. Είναι χρέος μας να μην υποκύπτουμε στην ενδοοικογενειακή βία, και να βοηθάμε τους κακοποιημένους ανθρώπους.
-Μην τολμήσεις να το πεις πουθενά αυτό που σκέφτηκες. Θα δω πώς θα το κάνω, ξέρω έναν από το πλήρωμα του καραβιού που πάει στην Ανκόνα. Θα σε βοηθήσω...επίσης πρέπει να μιλήσουμε με την εγγονή... δεν μπορούμε να στέλνουμε μία γριά γυναίκα έτσι στο εξωτερικό.
-Το ξέρεις ότι σε αγαπώ πάρα πολύ, έτσι;
-Εφυγες ,εχεις σχολάσει... θα πάω να τη δω και εγώ. Ενημέρωσε σε παρακαλώ τη Μαρία ότι θα έρθεις μαζί μας, και όλα τα άλλα θα τα συζητήσουμε το βράδυ. Και εγώ σε αγαπώ,  Πετράν μου.
-Εντάξει, σε ευχαριστώ Λενιώ μου !

Έστειλε στη Μαρία να την ενημερώσει ότι θα πάει, και πως τα του ταξιδιού, όσον αφορά δική του διαμονή, θα τα κανονίσει ο ίδιος. Του απάντησε με τις λεπτομέρειες και συμφωνήσανε να βρεθούμε και με τους άλλους δύο ,αύριο, για φαγητό, το μεσημέρι.

Πήγε σπίτι , έκανε ένα μπάνιο,  μαγείρεψε μία ομελέτα να φάει, έβαλε ενα τζιν, μία μαύρη polo μπλούζα, αθλητικά παπούτσια και το αγαπημένο του άρωμα. Σκέφτηκε να τις αγόραζε λουλούδια αλλά το μετάνιωσε. Δεν ήθελε να την κάνει να νιώσει άβολα, ήθελε να είναι ένα απλό ραντεβού, μία γνωριμία. Ήθελε και αυτός να είναι άνετος... δεν του πήγαιναν οι πολλές συναισθηματικές εκδηλώσεις.  Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, έκανε πρόβα το αγαπημένο του χαμόγελο, ξαναέβαλε άρωμα και έφυγε.

Είχε φτάσει πέντε λεπτά νωρίτερα αλλά ήθελε να κατέβει από το αμάξι για να της δείξει ότι την περιμένει. Δεν ήθελε να της έδινε λάθος εντύπωση. Ανυπομονούσε να τη δει. Καίγονταν η καρδιά του, το μυαλό του έπλαθε ήδη σενάρια για το ιδανικότερο ραντεβού. Ήθελε τόσο πολύ να δεί τα μάτια της. Τα τόσο όμορφα, σμαραγδένια μάτια της. Είχε περάσει πολλή ώρα και η Γιαμόρ δεν είχε φανεί. Ύστερα θυμήθηκε τα λόγια της, " να ξέρεις πως αν δεν καταφέρω να έρθω, θέλω πολύ να σε συναντήσω". Έριξε μια κλωτσιά σε έναν σκουπιδοτενεκέ από το θυμό του. Ένα παιδί τον κοίταξε παράξενα. Ήταν σίγουρος πως θα την έβλεπε αλλά, τώρα ήταν σίγουρος πως κάτι της είχε συμβεί. Το ένιωθε! Δε μπορεί! Η μοίρα έπρεπε να ήταν με το μέρος του αυτή τη φορά. Είπε όσες βρισιές ήξερε, με το μυαλό του και πήρε τηλέφωνο τον αδερφό του τον Γιώργο. Τον κάλεσε για ένα ποτό, λίγο πιο κάτω από εκεί που ήδη ήταν κι εκείνος, δέχτηκε ξαφνιασμένος. Ο Πέτρος, δεν τον καλούσε ποτέ για ποτό. Ήταν κλειστός χαρακτήρας, πληγωμένος και μοναχικός.

Όταν έφτασε ο Γιώργος είδε τον αδερφό του σε μία έξαλλη κατάσταση γεμάτο θυμό και νεύρα .
-Τι έγινε ρε Πέτρο, γιατί είσαι έτσι;
-Δεν θέλω να το συζητήσω, θέλω απλά να πάμε να πιούμε ένα ποτό , να συζητάμε για άσχετα πράγματα ,να ξεχαστώ ...σε παρακαλώ πολύ!
-Κατάλαβα! Για να 'σαι εσύ έτσι, σίγουρα γκόμενα σε έκανε.
-Καμιά γκόμενα.
-Κατάλαβα ρε αδερφέ. Δεν την βλέπεις σαν γκόμενα. Πόσο πιο λιανά να το κάνεις. Και εγώ έτσι την είχα πάθει με τη Σοφία ...και δες με τώρα,  τρία κουτσούβελα με τριγυρνάνε όλη την ώρα. Και τώρα δηλαδή, ευτυχώς είχαν κοιμηθεί και κατάφερα να ερθω.Ο έρωτας αδερφέ δεν πρέπει να κρύβεται...Θα πάμε, θα πιούμε το ποτό μας, θα φάμε το βρώμικό μας,  αλλά,  θα μου τα πεις όλα ,το κατάλαβες;
-Μωρέ τι ήθελα και σε φώναξα. Πάντα το μετανιώνω. Δε θέλω να μιλήσω σου λέω, παράτα με.
-Πω ρε Πέτρο. Τελείωνε,προχωρά.

Ήπιανε, φάγανε, τα είπανε όλα χαρτί και καλαμάρι και ύστερα ο Γιώργος τον γύρισε στο σπίτι του γιατί δεν ήταν σε θέση να οδηγήσει. Έστειλε μήνυμα στη Ελπίδα να έχει το νου της για την αυριανή του βάρδια και αν χρειάζεται να τον ξυπνήσει.

Όταν έφτασε στο σπίτι, η Σοφία περίμενε όλο αγωνία νέα του Πέτρου. Τον είχανε χάσει. Δεν έβγαινε πια πολύ και δεν ήξερε τί κάνει στη ζωή του. Μόνο σε γιορτές και επετείους τους θυμότανε και κανένα σαββατοκύριακο που ήθελε να πάρει τα ανήψια του σινεμά ή καμία βόλτα. Ήταν καλός θείος, αλλά πληγωμένος γιος και άντρας. Ο χαμός των γονιών του πριν τρία χρόνια, του είχε στοιχίσει πολύ. Οι φιλίες, οι έρωτες και η ζωή του η ίδια, ήταν σε δεύτερη μοίρα. Είχε αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου στη δουλειά του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top