Η συνάντηση


Ήταν μεσημέρι, Μάρτης μήνας και ενώ είχε αεράκι, ο ήλιος έκαιγε. Είχε σταθεί στην πλατεία με το βιολί της, απλωμένη στο πεζοδρόμιο η θήκη του που μέσα είχε λίγα ψιλά. Έπαιζε το "bella ciao" όταν ξαφνικά είδε να περνάει ο ίδιος άντρας, που κάθε πρωί βλέπει, μα εκείνος, όχι.

-Έλα κύριε να σου πω τη μοίρα σου και το ριζικό σου. Μη φεύγεις κύριε... να σου πω για κάτι που σε περιμένει.

Την κοίταξε κατάματα κι ένιωσε μια σπίθα να διαπερνά τα μάτια του, να πηγαίνει στην καρδιά του και να μένει εκεί. Η κοπέλα τα έχασε! Έκανε να φύγει αλλά της έπιασε το χέρι τη στιγμή που ένα αγροτικό ερχόταν καταπάνω της.


-Να είστε καλά και τυχερός κύριε... του είπε και τον κοίταξε έντρομη.
-Να προσέχεις και να φυλάγεσαι. Είναι επικίνδυνα εδώ. Πως σε λένε;
-Γιασμίν
-Χάρηκα..Εμένα με λένε...
-Μη μου πείτε. Δυστυχία θα μας βρει. Έχετε λεφτά μα... μια πληγωμένη καρδιά. Εσείς να προσέχετε....
Είπε κι έφυγε τρέχοντας με το ντέφι της να χτυπάει στον ρυθμό των βημάτων της. Τα μακριά , σγουρά, μαύρα της μαλλιά ανέμιζαν στο άχαρο και καθημερινό πλήθος δίνοντάς του μια γεύση πάθους και απορίας.


Έτσι ήταν η Γιασμίν. Μια ερωτική και μυστήρια ύπαρξη .

Εκείνος χλόμιασε. Ένα παράξενο συναίσθημα τον κατέκλυσε και δίχως να το σκεφτεί την ακολούθησε . Την είδε να μπαίνει σε ένα παλιό σπίτι μιας πολυκατοικίας εξίσου παλιάς. Περίμενε μήπως καταλήξει κάπου αλλά μάταια. Το μόνο που άκουσε ήταν ο δυνατός αέρας και μια πένθιμη τσιγγάνικη μελωδία. Υποσχέθηκε στον εαυτό του πως θα την ξανάβλεπε.


Εκείνη

Μπήκε στο σπίτι της με ένα παράπονο. Τα λεφτά δε θα της έφταναν να βοηθήσει την Φούλα και το μωρό . Ηλπιζε σε ένα θαύμα και αναζητούσε μια αγκαλιά να κουρνιάσει και ας μην έβγαινε από εκεί ποτέ.

Πλύθηκε, χτένισε τα μαλλιά της, έβαλε τη ρόμπα της κι έπιασε δυο αβγά και λίγο ψωμί.. τα τηγάνισε, έφαγε και σκέφτηκε εκείνον τον άντρα που συνάντησε σήμερα και την έσωσε. Κάτι μέσα της φτερούγισε... το ένιωθε, το ήξερε πως κάτι θα συνέβαινε αλλά δεν καταλάβαινε ακόμα τι... Ήθελε να προκαλέσει τον εαυτό της να μάθει. Έκανε να πιάσει την τράπουλα αλλά το κλάμα του παιδιού την απέτρεψε.

'Έπιασε το βιολί κι έπαιξε... το γνωστό τραγούδι που της είχε μάθει ο αγαπημένος της παππούς.

Ήταν η ίδια στιγμή που ο Πέτρος άκουσε εκείνη την πένθιμη τσιγγάνικη μελωδία.
Μια μοίρα. Δύο άνθρωποι. Ένας τόπος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top