Η γιαγιά Φούλα

Ήταν μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος όταν γεννήθηκε η Φούλα, από δύο τσιγγάνους γονείς μέσα σε ένα τσαντίρι. Ήταν ένα πανέμορφο μωρό μελαμψό, με παράδοξες φακίδες, κατάμαυρα μαλλιά, που καθώς μεγάλωνε, τα άφηνε πάντα να είναι μακριά, να ανεμίζουν τσιγγάνικα όπως της έλεγε η μάνα της.
Η Φούλα λογοδόθηκε με τον άντρα της όταν ήταν δεκατριών χρόνων. Δούλευε στα φανάρια συνήθως και μερικές φορές ως καθαρίστρια σε διάφορα σπίτια. Το πρώτο της παιδί το έκανε στα δεκαπέντε. Συνολικά είχε τέσσερα- το τρίτο ήταν ο Χόρχε. Ζήσανε σε ένα πολύ μικρό σπίτι περίπου τριάντα τετραγωνικά και όλη η οικογένεια έκανε πάντα δουλειές του ποδαριού. Κανένα από τα παιδιά της, όπως και αυτή, δεν πήγε ποτέ σχολείο αλλά η Φούλα ήταν έξυπνη, καπάτσα και πρόθυμη πάντα να συνδράμει για τα πάντα.
 
   Το γιο της τον Χόρχε τον έστελνε με τον αδερφό της πολλές φορές στην Ιταλία να δουλέψει στο τσίρκο. Δεν ήτανε κανένας από τους ταχυδακτυλουργούς ή χορευτές, ήταν όμως αυτός του έκανε τα μερεμέτια.
    Όταν ο Χόρχε γύρισε με τη Μόνικα ένα καλοκαίρι, και της σύστησε τη μελλοντική γυναίκα του, η Φούλα έκλαψε από συγκίνηση. Η Μόνικα δεν άξιζε στο γιο της. Τη Μόνικα την αγάπησε από την πρώτη στιγμή. Είχαν πάρα πολύ καλή σχέση, σαν παιδί της την είχε.
Όταν η Μόνικα και Χόρχε παντρεύτηκαν και κάνανε τη δική τους οικογένεια, την πήρανε μαζί τους τη Φούλα. Είχε πεθάνει ο άντρας της και δε ήθελε η Μόνικα να την αφήσει μόνη.
Κάποια στιγμή η Φούλα αρρώστησε και η μόνη που τη βοήθησε ήταν η Μόνικα και τα παιδιά της. Είχαν φτάσει σε σημείο να δουλεύουν μόνο και μόνο για να φροντίσουν τη γιαγιά τους, και αυτό ήταν κάτι που πάντα η Φούλα ήθελε να τους το ξεπληρώσει.
Όταν έμαθε το θάνατο της Μόνικας, η Φούλα αγρίεψε, πληγώθηκε θύμωσε και έκανε τα πάντα για να αναθρέψει τα εγγόνια της.
  Δεν ήταν κάτι αξιοσημείωτο η ζωή της Φούλας, όμως ήταν σημαντική για αυτήν, η ζωή των εγγονών της. Τον γιο της, τον Χόρχε, δεν τον συμπαθούσε. Βίαζε και κακομεταχειρίζονταν τα θηλυκά,ακόμα κι εκείνην. Έβριζε την ώρα και την στιγμή που τον γέννησε. Δίκαιη, ηθική και καλοσυνάτη, η Φούλα.

  Εκείνη τη μέρα που η Γιασμίν έφυγε με την Ερατώ, παρότι έπρεπε να τη χαροποιήσει η ελευθερία τους, η Φούλα ήξερε ότι θα τη βρει μεγάλο κακό. Εκτός του ότι θα έχανε τα εγγόνια της από δίπλα της, εκτός ότι θεωρούσε ότι δεν θα τα ξανάβλεπε ποτέ, φοβόταν για τη δική τους και τη δική της ακεραιότητα. Ήξερε ότι ο γιος της δεν θα το άφηνε έτσι. Η πρώτη που θα το πλήρωνε θα ήταν η ίδια.

  Όταν φύγανε τα κορίτσια πήρε το κινητό που της είχε δώσει η εγγονή της, το έκλεισε και το έβαλε στο στηθόδεσμό της. Ήταν η πιο ασφαλής κρυψώνα που μπορούσε να σκεφτεί. Έβαλε κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού δύο μαξιλάρια έτσι ώστε να φαίνεται σαν να είναι ανθρώπινο σώμα, για να μπορέσει να ξεγελάσει τον γιο της μέχρι να βρει τρόπο να πάει στη νύφη της να μείνει.

  Όταν μπήκε στο σπίτι όμως ο Χόρχε, τα κατάλαβε όλα, έκανε το σπίτι άνω-κάτω, σχεδόν το έσπασε. Έτρεξε στη γειτονιά και ρωτούσε αν είδανε κάτι. Ένα μικρό παιδί του είπε ότι είδε την Ερατώ με την αδερφή της το πρωί να περπατάνε στο δρόμο. Πήγε πάνω στη μάνα του, την κατέβασε κάτω από την πολυκατοικία με το ζόρι, τραβώντας την από τα μαλλιά έτσι ώστε να τη λυπηθούν οι γείτονες και να του πουν την αλήθεια. Η Φούλα έκλαιγε, φώναζε και προσπαθούσε να χτυπήσει τον γιο της για να τραβηχτεί μακριά του. Φώναζε τόσο δυνατά που έχει ξεσηκώσει όλη τη γειτονιά

<< Βάρβαρε, ανήθικε, βιαστή τσιγγάνε, γιατί να είσαι αίμα μου; Μας έχεις σακατέψει ρε! Μη ρωτάς τον κόσμο πού πήγανε οι κόρες σου. Εξαιτίας σου τις χάσαμε από κοντά μας. Τι φωνάζεις, τώρα; Σε έπιασε ξαφνικά ο πόνος;
Μη του πει κανείς τίποτα! Την κατάρα μου να έχει οποίος ξεστομίσει κάτι!>>
Ήταν τσιγγάνα και γριά η Φούλα και ήξερε ότι ο κόσμος φοβότανε τα τσιγγάνικα λόγια. Αλίμονο σε όποιον έλεγε οτιδήποτε!
  
     Αυτά είπε και την σάπισε στο ξύλο ο γιος της. Την κλώτσησε και την έσπρωξε με το πόδι του σε μια γωνιά. Οι γείτονες παρακολουθούσαν έντρομοι αλλά κανείς τους δεν την βοήθησε.

    Ξαφνικά είδε έναν νεαρό να τη σηκώνει και να τη βάζει μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Πρόλαβε να ανοίξει λίγο τα μάτια της και είδε το γιο της να σακατεύει ένα μικρό παιδί στο ξύλο. Σιγουρεύτηκε ότι κρατούσε το κινητό που της έδωσε η Γιαμόρ και το έβαλε ανάμεσα στα καθίσματα του αυτοκινήτου με όση δύναμη της είχε απομείνει. Έκλαψε, αλλά δεν ήταν σίγουρη αν βγήκαν δάκρυα από τα μάτια της ή αν απλά έκλεισαν για πάντα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top