Γράμμα τρίτο: Η βροχή μας

<<Κοιμόσουν τόσο γλυκά που στάθηκα αδύναμος να σε ξυπνήσω. Έβαλα ξανά το χακί, που μου είχες πει πως μου πάει,εκείνο το βράδυ που χορέψαμε μαζί στη βροχή. Αχ και να ήξερες σε τι βροχή χορεύω τώρα. Τα βλήματα πέφτουν λίγο γρηγορότερα από τους νεκρούς. Σφαίρες διαπερνούν κορμιά και άψυχα ακόμα,να διακόψουν κάθε παλμό,την επαφή που μπορεί να υπάρχει με το υγρό από αίμα χώμα. Υγρά θα είναι και τα μάτια όλων όσοι το διαβάζετε αυτό. Να μην είναι όμως. Να είστε περήφανοι,όσο το εθνόσημο κοσμεί την ύπαρξή μου,όσο η καρδιά χτυπά για την πατρίδα μου πρώτα,όσο το μυαλό σκέφτεται κάθε λεπτομέρεια και όσο το σώμα εκτελεί με ταχύτητα τις εντολές του. Κι αν το κεφάλι μου ακουμπήσει την γη των προγόνων,πάλι περήφανοι να είστε όσο θα είναι ο απόγονος για τον άγνωστο στρατιώτη ήρωά του. Μάνα να γελάς,μην τα φοράς τα μαύρα. Πατέρα να δακρύζεις από συγκίνηση μόνο ,που ο μοναχογιός σου ρίχνεται στη μάχη όπως ο δικός σου πατέρας. Εσύ,αγάπη μου,εσύ να χαμογελάς για εκείνο το παιδί μέσα σου μα και για σένα την ίδια. Να μου υποσχεθείς πως δεν θα δακρύσουν τα μάτια πάρα μόνο αν νεκρό με δουν και αν τα χέρια αγγίξουν σώμα άψυχο. Δεν πρόλαβα και ίσως δεν προλάβω να σου το πω,γιατί από παιδί μικρό ήμουν εγωιστής και το έχω ψιθυρίσει όλο και όλο δύο φορές μια στην μητέρα μια στον πατέρα ,μα να ξέρεις σ'αγαπάω. Και το παιδί μας το αγαπώ κι ας μην το ξέρω. Όταν φοβάσαι ,τα μάτια να κλείνεις και να χορεύεις στον ρυθμό σου,κάτω από την βροχή μας.>>
Αυτό το γράμμα γράφτηκε από έναν στρατιώτη σε κάποιο πεδίο μάχης. Δεν στάλθηκε ποτέ καθώς ο στρατός αναγκάστηκε να μετακινηθεί και ο στρατιώτης πάνω στον πανικό του ξέχασε να το πάρει. Η μάνα του γελά, ο πατέρας του δακρύζει κρυφά κι εκείνη χορεύει στην βροχή σαν από ένστικτο. Εκείνος δεν βρέθηκε ποτέ, όπως κι εκείνο το γράμμα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top