Πορεία

Φτάνουμε στο σπίτι και κατεβαίνω από το αμάξι. Μπαίνω μέσα και πάω στο δωμάτιο μου αφήνω τα χαρτιά πάνω στο κρεβάτι μου και κοιτάζω τον ώρα 6. Αυτό είναι το αποφάσισα θα βγω έξω. Αρπάζω το κινητό μου και πάω στο σαλόνι , δεν βλέπω τον Μάριο οπότε φεύγω χωρίς να του πω τίποτα , σορρυ Μπρούνο θα πάω μόνη μου σήμερα.

Βγαίνω έξω και βλέπω ότι δεν έχει πολύ κόσμο σήμερα γενικά στους δρόμους παίρνω το λεωφορείο και πάω στα μαγαζιά και μπαίνω σχεδόν σε όλα μέσα , δεν θέλω να πάρω κάτι απλά έχουν γίνει τόσα πολλά και τα μαγαζιά με κάνουν να ξεχνιέμαι. Κάθομαι και τρώω ένα παγωτό γιατί όλα τα μαγαζιά έχουν κλείσει τώρα και είναι μόνο 11:30 , νωρίς για τα λεγόμενα της Ρόδου εδώ δεν κλείνουν τέτοια ώρα τα μαγαζιά.

Παίρνω το λεωφορείο γιατί είναι και μακριά το σπίτι μου και ξεκινάω. Κάποια στιγμή σταματάμε απότομα. Μα Καλά τι έγινε ; πάω μπροστά στον οδηγό να τον ρωτήσω

Α-"Γιατί σταματήσαμε ;"

"Δεν βλέπεται κύρια μου έχουμε κολλήσει. Δεν κινείται τίποτα."

Α-"Και πώς θα φτάσω σπίτι μου "

Δεν προλαβαίνει να μου απαντήσει γιατί αρχίζει ένα χαμός. Όλοι αρχίζουν και βγαίνουν από τα αυτοκίνητα τους και τρέχουν πρως την αντίθετη κατεύθυνση .

Ο οδηγός ανοίγει τις πόρτες και μας φωνάζει"γρήγορα  όλοι έξω"

Βγαίνω έξω και αρχίζω να τρέχω αλλά σταματάω απότομα κοιτάζω πίσω μου και βλέπω την σκάλα του λεωφορείου , ανεβαίνω πάνω και στέκομαι , βλέπω άτομα με κουκούλες και μάσκες να περνάνε κρατώντας ρόπαλα και να καταστρέφουν ότι βρουν μπροστά τους και να χτυπάνε κόσμο.

Βλέπω ότι πλησιάζουν σε εμένα , κατεβαίνω και αρχίζω να τρέχω , σε οποίο στενό και δρόμο βρω κάπως βγαίνω σε έναν κεντρικό δρόμο και στέκομαι , κοιτάζω δεξιά και αριστερά μου και βλέπω ένα μπούγιο ανθρώπων δεξιά και αριστερά μου.  Αρχίζουν να τρέχουν όλοι πρως τα πάνω μου , θέλω να κουνηθω άλλα δεν ξέρω που να πάω σχεδόν έχουνε πέσει πάνω μου όταν ένα σώμα συγκρούεται μαζί με το δικό μου και με ρίχνει κάτω. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τον Μάριο να στηρίζεται στα χέρια του από πάνω μου σαν ασπίδα όσο οι άλλοι τον βαραγαν ανελέητα και χωρίς έλεος.

Η απόσταση που έχουν μεταξύ τους τα πρόσωπα μας είναι μικρή , τα μάτια του είναι καρφωμένα στα δικά μου και το σαγόνι του σφιγμένο , γυρνάω το κεφάλι μου να δω τι γίνεται

"Εμένα κοίτα " μου φώναξε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του και μια σταγόνα αίμα έτρεξε από τα χείλια του πάνω μου. Τότε μόνο κατάλαβα τι γίνεται.

"Μάριε σήκω " έβαλα τα χέρια μου στα μάγουλα του και τον παρακάλεσα. "Σε παρακαλώ Μάριε σήκω θα σε σκοτώσουν άμα δεν σηκωθείς , μην ανησυχείς για εμένα " ένα 'κλικ' και η θέα του όπλου στο κεφάλι του Μάριου με έκανε να σταματήσω

"Μονο εσένα έχω για να ανησυχώ , μην ανησυχείς " το είπε τόσο σιγά που δεν,καταλαβαίνω ούτε πως το άκουσα εγώ.

"Ελπίζω να είδες καλά τα μάτια που κοιτάς τώρα αγαπητέ Μάριε γιατί δεν θα τα ξανά δεις "ο Χρήστος .

Βλέπω τον Χρήστο σε δευτερόλεπτα να πέφτει δίπλα μου , τον Μάριο να σηκώνεται και να με τραβάει μαζί του. Με αρπάζει και τρέχουμε μακριά σε ένα στενό αλλά προλαβαίνω να γυρίσω και να δω τον Πάρι πάνω από Τον Χρήστο και τον Γιάννη και τον Παύλο πάνω από κάτι άλλους.

Ανεβαίνουμε πάνω σε μια μηχανή και φεύγουμε τρέχοντας. Στα μισά της διαδρομής ο Μάριος αρχίζει και χάνει τις αισθήσεις του "σταματά" του φωνάζω αλλα δεν σταματάει "Μάριε σταματά τώρα "αυτή την φορά με ακούει και λέει ένα αδύναμο "τι;"κατεβαίνω και του λέω να κάνει πίσω ανεβαίνω και του λέω "κρατήσου από πάνω μου " ξεκινάω την μηχανή και με τερμα τα γκάζια φτάνω σπίτι ενώ εκείνη την στιγμή μπροστά μας σταματάει και ένα μαύρο τζιπ.

Βγάζει το όπλο του και σημαδεύει , από μέσα βγαίνει ο Γιάννης ,ο Παύλος, ο Πάρης και πολλοί άλλοι που δεν τους ξέρω. Πετάει το όπλο του κάτω και λιποθυμαει.

Α-"Μάριε ! Μάριε σήκω "

Νιώθω δυο χέρια να τυλίγονται στη κοιλιά μου και να με τραβάνε πίσω "Πάρη άφησε με "

Κοιτάζω τους άντρες εκεί του βγάζουν την μπολουζα και έχει μώλωπες και μελανιές σε όλη του την πλάτη και τα πλευρά , τον σηκώνουν να τον πάνε μέσα και ακόμα τρέχει αίμα από το στόμα του , τα μάτια μου βουρκώνουν και αρχίζω να χτυπάω μανιωδώς τον Πάρη να με αφήσει "ΠΑΡΗ ΑΣΕ ΜΕ , ΑΣΕ ΜΕ ΣΟΥ ΛΕΩ "του γλυστραω και μπαίνω μέσα στο σπίτι και μπαίνω μέσα στο δωμάτιο του.

Με το που ανοίγω την πόρτα βλέπω τον ένα να του γυρίζει απότομα τα πλευρά , έβγαλε μια δυνατή κραυγή , ίσιωσε την πλάτη του και ξανά έριξε το βάρος του μπροστά. Με κοίταξε λίγο ανάμεσα στους άλλους αλλά γύρισε το κεφάλι του από την άλλη να μην με κοιτάει πήγα κοντά και έπιασα το χέρι , για καλή μου τύχη το δέχτηκε. Άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Πάρης όπου έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και με πήρε έξω.

Έβαλα ένα ποτήρι νερό ,έκατσα στο τραπέζι της κουζίνας και έβαλα τα χέρια μου στο μέτωπο μου , κάθε φορά που τον άκουγα να φωνάζει ταραζομουν. Ήρθε έκατσε και ο Πάρης δίπλα μου.

Μετά από αρκετή ώρα βγαίνουν όλοι έξω και τρέχω να μπω στο δωμάτιο όταν με σταμάτησε ένας Αλέξη νομίζω τον λένε  " του έχω Κάνει ένεση " τραβάω το χέρι μου και μπαίνω μέσα.

Κοιμάται , πάω κοντά και βλέπω την πλάτη του  σχεδόν όλη μαύρη. Περνάω απαλά το χέρι μου από πάνω του και αναστεναζω , σηκώνομαι και βγαίνω έξω.

Είναι ακόμα όλοι εδώ , κουράστηκα θέλω να φύγουν.

"Φύγετε "λέω απαλά και αρχίζουν όλοι να βγαίνουν έξω εκτός από τον Γιάννη και τον Πάρη.

Π-"Εμείς δεν φεύγουμε "

Α-"Όπως θέλεις "

Ανεβαίνω στο δωμάτιο μου και κάθομαι πάνω στο κρεβάτι μου βλέπω τα χαρτιά και τα αρπάζω στα χέρια μου. Είναι αυτά που μου έδωσε το πρωί , το αποφάσισα θα το κάνω.

Ξεκινάω να διαβάζω προσεχτικά την κάθε σελίδα ξεχωριστά μέχρι που περνάει η ώρα και με παίρνει ο ύπνος.....

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top