Κρατούμενη

Ξυπνάω το πρωί και βλέπω έναν δίσκο με πλούσιο φαγητό μπροστά μου. Δηλαδή όντως πιστεύει ότι θα φάω οτιδήποτε μου προσφέρει ; είναι σοβαρός ; Παίρνω ένα κρουσανακι και το μυρίζω , όσο και να πεινάω δεν θέλω τίποτε δικό του , το έριξα στον τοίχο και έβρισα μετά από κάποια ώρα μπήκε μέσα μέσα ο Χρήστος μπήκε με ένα χαμόγελο λες και ερχόταν επίσκεψη σε φίλο του με το που είδε τον δίσκο όμως του Έφυγε το χαμόγελο.

Χ-"Γιατί δεν έφαγες ;"

Α-"Δεν πεινάω "

Χ-"Δεν έχεις φάει τίποτα "

Α-"Δεν θέλω τίποτα δικό σου "

Χ-"ΦΑΕ "

Α-"ΟΧΙ"

Χ-"ΦΑΕ ΕΙΠΑ "

Α-" Και εγώ είπα ΟΧΙ "

Άρπαξα τον δίσκο και τον πέταξα ρίχνοντας τα όλα κάτω. Με αρπάζει από το λαιμό και με πετάει στον τοίχο. Σηκώνω το χέρι μου να τον χτυπήσω αλλά το πιάνει και το κολλάει πάνω από το κεφάλι μου και με φιλάει. Με φιλάει και προσπαθώ να ξεφύγω αλλά δεν μπορώ οπότε τον ξανά δαγκώνω.
Με δίνει ένα χαστούκι τόσο δυνατό που χτύπησε το κεφάλι μου στον τοίχο και έπεσα κάτω.

Χ-"Γαμωτο δεν μπορείς απλά να με υπακουσεις ;"

Είμαι αδύναμη οπότε με σηκώνει και με βάζει στο κρεβάτι. Έχω κλείσει τα μάτια μου και βαριανασαινω από την ταλαιπωρία. Τον νιώθω να με κοιτάει λίγο πριν κλείσει με δύναμη την πόρτα και φύγει. Χάνω τις αισθήσεις μου πάλι και ξανά πέφτω σε έναν βαθύ <<ύπνο>>.

Ξυπνάω και με πονάει το κεφάλι μου ενώ τα πόδια μου είναι μουδιασμένα. Σηκώνομαι να περπατήσω αλλά δεν τα νιώθω και πέφτω κάτω , πανικοβάλλομαι και αρχίζει να κλαίω με λυγμούς. Ένας μπράβος πάει να με σηκώσει αλλά δεν νιώθω τα πόδια μου και ξανά πέφτω με ρωτάει "δεν μπορείς να σταθείς ;" και κουνάω θετικά αφού δεν μπορώ να πάω τίποτα μέσα από το κλάμα μου. Βγαίνει έξω και μετά από λίγο εμφανίζεται με τον Χρήστο.

Χ-"Τι έπαθε ;"

Μ-"Δεν μπορεί να σταθεί λέει "

Έρχεται και σκύβει κοντά μου.

Χ-"Άρια. Άρια ηρέμησε. "

Α-"..Δεν ... Μπορώ..να νιώσω ... Τα πόδια ... Μ-μου .."

Με πήρε αγκαλιά και με έβαλε πάνω στο κρεβάτι. Βγήκε έξω και μετά από λίγο μπήκε μεσα με έναν γιατρό. Πήγε να φύγει αλλά αντανακλαστικά του έπιασα το χέρι. Με κοίταξε ξαφνιασμένος στην αρχή αλλά μετά ήρθε και κάθησε και έβαλε το κεφάλι μου πάνω στα πόδια του. Ο γιατρός έβγαλε τρεις βελόνες και μου έκανε μια ένεση σε κάθε πόδι και μια στη μέση. Ο Χρήστος όλη την διάρκεια μου χάιδευε τα μαλλιά. Δεν μπορώ να τον καταλάβω την μια με χτυπάει και την άλλη με βοηθάει. Είχα γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα και μαζί με τους λυγμούς μου σταμάτησα και εγώ και κοιμήθηκα. Κάπως έτσι έχουν περάσει τέσσερεις μέρες.

Ξυπνάω την επόμενη μέρα με έναν τρομερό πόνο σε όλο μου το σώμα.
Μπαίνει μέσα ο Χρήστος με ένα κλειδί. 

Χ-"Αυτό είναι το κλειδί για τις αλυσίδες , άμα φας θα σου δώσω τα χάπια για τον πόνο , θα κάνεις μπάνιο και θα σε πάω να περπατήσεις στον κήπο ώστε να αποφύγεις την βέβαιη παράλυση των ποδιών σου. "

Κουνησα αδύναμα το κεφάλι μου και χαμογέλασε. Τον απεχθάνομαι. Μου έφερε φαί και αφού έφαγα μου έδωσε τα χάπια και με βοήθησε να πάω στο μπάνιο.

Α-"Μπορώ και μόνη μου από εδώ και πέρα. "

Έφυγε και αφού έκανα ένα μακροπρόθεσμο μπάνιο τυλιξα μια πετσέτα γύρο μου και βγήκα έξω. Στο κρεβάτι μου είχε ακουμπήσει καινούργια εσώρουχα και ρούχα. Ντύθηκα και βγήκα. Έξω από την πόρτα με περίμενε ένας μπράβο. Με πήγε μέχρι την αυλή εκεί που ήταν ο Χρήστος. Με ανέλαβε εκείνος και με έκανε βόλτες.

Χ-"Πως είναι τα πόδια σου ;"

Α-"Καλά "

Χ-"Τι ; ούτε ένα ευχαριστώ ;"

Α-"Εσύ το προκαλεσες "

Χ-"Νομίζω είναι ώρα να πας στο δωμάτιο σου "

Α-"Δεν θα μου πεις εσύ τι να κάνω "

Χ-"Φυσικά και θα σου πω γλύκα και τώρα που το σκέφτομαι θα σε πάω εγώ μέχρι το δωμάτιο σου "

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top